Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ένας αντικατοπτρισμός;

Ένας αντικατοπτρισμός;

image














Athens Voice, 18-10-2014.
 
Αν δεν έχω τα οράματα του διψασμένου στην έρημο, δεν μπερδεύω πέρα εκεί στον αχνιστό ορίζοντα τον αντικατοπτρισμένο ουρανό με τα νερά μιας λίμνης, αν επίσης κατά τη γενίκευση δεν κάνω κάποια λάθος αναγωγή, νομίζω ότι γύρω μας τριανταρίζει μία γενιά από κοινωνική άποψη ωριμότερη από τις προηγούμενες δικές μας.
Το είχα σκεφτεί κι άλλες φορές. Το μεσημέρι της προηγούμενης Παρασκευής, κάτω στο νησί της Κω, από ορισμένα στιγμιότυπα σε αντρικό κουρείο, θα αναλογιζόμουν τον παραπάνω συλλογισμό εναργέστερα. Ο κουρέας είναι νεαρός στα είκοσι εννέα, περίπου συνομήλικοί του και οι περισσότεροι από τους πελάτες του, και ειδικά εκείνη τη μέρα, οι τέσσερις εκτός από μένα στους δύο αντικριστούς καναπέδες και στην πολυθρόνα, και επιπλέον ο ένας στην καρέκλα εργασίας, όλοι τους, εκεί γύρω στα είκοσι πέντε. Ο ακριβώς διπλανός μου, μάλιστα, γιατί είχε δεμένη τη σκυλίτσα του έξω στο πεζοδρόμιο κι εκείνη τού γκρίνιαζε, κάθε τόσο σηκωνόταν να την κανακέψει, άφηνε τη θέση του κενή.
Όσο, λοιπόν, περίμενα τη σειρά μου, αυτήν την περιοδικά ελεύθερη θέση την κατέλαβαν δύο σίγουρα ασυνήθιστοι τύποι. Ο ένας, Άγγλος, μάλλον σαραντάρης, με έκφραση και όψη ακαθόριστη ως προς την ταυτότητα φύλου, ξεφύλλισε ένα περιοδικό από το τραπεζάκι ανάμεσα στους καναπέδες, ύστερα ρώτησε σε πόση ώρα περίπου θα τον αναλάμβανε ο κουρέας, του φάνηκε πολύς ο χρόνος, έκανε μία γκριμάτσα, σηκώθηκε κάπως αμήχανα, μας αποχαιρέτησε, θα ξαναπερνούσε, είπε, το απόγευμα.
Ο δεύτερος, νεότερος ετούτος, εισέβαλε στο στενόχωρο σαλονάκι με βαρύ ανοιχτό διασκελισμό, κάθισε, κουνούσε σπαστικά άρρυθμα το αριστερό χέρι και πόδι, επίσης ψέλλιζε διάφορα δίχως νόημα. Άτομο φανερά διαταραγμένης ψυχικής υγείας. Ντυμένος με χειμερινά ρούχα, σε μέρα με θερμοκρασία γύρω στους 28ο C, χοντρής ύφανσης παντελόνι, πουκάμισο, μάλλινη μπλούζα, μπουφάν, και παρόλο που η όσφρησή μου δεν είναι πολύ δυνατή, σε λίγο ανάδιδε δυσοσμία τόση, που απέκλεια να μην την οσμίζονταν και οι άλλοι. Με ματιές και μορφασμούς φοβισμένου ζώου, δεν κάθισε για πολύ, σηκώθηκε απότομα και πάλι με μεγάλες άτσαλες δρασκελιές, τώρα εξαφανιζόταν.
Οι δύο, ο Άγγλος και ο ψυχικά ασθενής, ελάχιστα με απασχόλησαν, τους παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου, εκείνο που μου κέντρισε την προσοχή ήταν που τα υπόλοιπα αγόρια, μαζί τους και ο κουρέας, και στις δύο περιπτώσεις δεν άφησαν να φανεί καμιά αντίδρασή τους, ούτε ένα πλάγιο βλέμμα, πολύ περισσότερο κάποιο σχόλιο, συνέχισαν απερίσπαστοι, μιλούσαν για το ίνσταγκραμ ή το φέισμπουκ, για το ένα ή το άλλο της καθημερινότητάς τους. Ήταν από απάθεια, από διακριτικότητα, ήταν από καλή αγωγή, από την εμπεδωμένη σε τουριστικούς τόπους όπως η Κως ανοχή, ακόμα πιο απίθανο, από ό,τι ονομάζουμε παιδεία ή συγκρότηση; Νομίζω τίποτε απ’ αυτά.
Αλλά, ας διευκρινίσω καλύτερα αυτό που με εντυπωσιάζει. Αν φανταστώ τις παραπάνω σκηνές τριάντα ή είκοσι, ακόμα και πριν από δέκα – δεκαπέντε χρόνια, και όσο παλιότερα τόσο εντονότερα, βλέπω να πληθαίνουν οι λοξές ματιές, τα μειδιάματα, κάποια σχόλια σίγουρα, και αν όχι μπροστά τους, οπωσδήποτε αφότου θα απομακρύνονταν από το κουρείο, να οριοθετούν σαφώς, δηλαδή, τα μέλη της ομήγυρης τη δικιά τους κανονικότητα από τη μη κανονική ή αποκλίνουσα παρουσία ή συμπεριφορά των «αλλόκοτων».
Η πόλη, το άστυ, όπως πρώτος απόδειξε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά Α 2, 5-6), ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, είναι πληρέστερη συνθήκη από όσο το χωριό ή ο οικισμός. Και συμβαίνει εδώ το παράδοξο, εκεί που πλεονάζει ο ζωτικός φυσικός χώρος, στις αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές, να περιορίζεται έως αφανίζεται η ατομικότητα στη συνείδηση των υποκειμένων, αντίθετα στη στενόχωρη πόλη να χαλαρώνουν οι συλλογικοί δεσμοί και εξισορροπητικά να απελευθερώνεται η ατομική δημιουργικότητα. Όμως ο πρώτης γενιάς αστός, κάτοικος πόλης, δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την πολιτιστική αυτή διαφορά, να βιώσει ομαλά τη μετάβαση από το χωριό στην πόλη, έχει ανάγκη την κοινωνία ως διατεταγμένο συλλογικό θεσμό, οτιδήποτε διαφέρει ή αποκλίνει από τον κυρίαρχο κανόνα αισθάνεται να τον απειλεί, να απειλεί την ευστάθεια του συνόλου.
Είναι τα τμήματα του πληθυσμού τα κυρίως επιρρεπή στην ιδεοληπτική πρόσληψη των πολιτικών θεωριών, ό,τι ονομάζουν ιδεολογίες, που όμως δεν είναι παρά η αδυναμία να συλλάβουν την ποικιλία, κυρίως την αταξία, ως συστατικό στοιχείο της φύσης αλλά και της κοινωνίας, (που και αυτή δεν είναι παρά μέρος της φύσης). Ας θυμηθούμε εδώ τις στολές και τις παρελάσεις των εθνικοσοσιαλιστικών ή των κομμουνιστικών καθεστώτων, την καθησυχαστική προπαγανδιστική εικόνα της ομοιογένειας και της τάξης. Είναι γνωστή, άλλωστε, η από κοινού απέχθεια αυτών των καθεστώτων προς τους αστούς.
Να αναφέρω απλώς την πρωτοφανή στη διάρκεια του εικοστού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο μετακίνηση πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα, την καταλυτική ισχύ που απόκτησαν οι ιδεολογίες, αλλά και την έκταση της βαρβαρότητας που η ιδεοληπτική προσήλωση σ’ αυτές προξένησε.
Η νεοελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται κυρίως από ρευστότητα, δεν υπήρξαν σ’ αυτήν αυστηροί ταξικοί διαχωρισμοί, κάτι βέβαια όχι αρνητικό, όπως όμως δεν υπήρξε ούτε σοβαρή αστική τάξη, με όσες υστερήσεις αυτό σημαίνει. Επίσης, να συνυπολογίσουμε τα βίαια από πολλές αιτίες κύματα προς τα αστικά κέντρα κατά τον εικοστό αιώνα, την κακή αστικοποίηση, φανερή ιδίως στην εικόνα των πόλεών μας, -από τις ασχημότερες στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αυτή τη ρευστότητα την ανιχνεύει κανείς και σε επίπεδο οικογένειας, συνήθως τα αντρικά μέλη είναι «νέοι άνθρωποι», επαγγελματίες πτυχιούχοι ή επιχειρηματίες, πρώτης γενιάς αστοί, αντίθετα οι μανάδες, οι γιαγιάδες, οι προγιαγιάδες δεύτερης ή τρίτης γενιάς αστές. Σπάνια κάποιος, περασμένα σαράντα σήμερα, είναι και από τις δύο πλευρές τρίτης ή τέταρτης γενιάς αστός, κάτοικος μικρής ή μεγάλης πόλης να διευκρινίσω ξανά.
Βεβαίως, στο πολιτιστικό άλμα από τη συλλογικότητα στην ατομικότητα μπορεί να συμβάλει και η ιδιοσυγκρασία ή η καλλιέργεια ενός ατόμου, αδιαμφισβήτητα τις τελευταίες δεκαετίες τα μέσα, ιδιαίτερα το διαδίκτυο, όμως τίποτε όσο η ίδια η εμπειρία της πόλης, η βιωματική από την παιδική ηλικία κατανόηση της ισορροπίας, από τη μια, των συλλογικών θεσμών ή συμβάσεων που καθιστούν λειτουργική τη ζωή της, από την άλλη, της άτυπης νομιμοποίησης της ποικιλίας, ιδίως της αταξίας στην έκφραση της ατομικότητας.
Έχω, λοιπόν, την εντύπωση πως ετούτη η γενιά που ακόμα δεν τριαντάρισε είναι απ’ αυτή την άποψη ωριμότερη από τις δικές μας. Παιδιά που δε γυρνάνε να δουν, δεν παραξενεύονται από τον άλλον, που εκτιμώ ότι ακόμα και δίχως μόρφωση ή καλλιέργεια δεν έχουν τις υποδοχές στη βάση της αντίληψής τους για ιδεοληψίες. Δε μου διαφεύγει ότι, αν άνοιγα πολιτική κουβέντα σ’ εκείνο το νεανικό κουρείο, θα εισέπραττα ολίγη από αντιμνημονιακή συνωμοσιολογία, ότι το πιθανότερο τριανταρίζοντας κι ετούτα τα αγόρια, με λυτούς και δεμένους, κάπου να «χωθούν» θα προσπαθήσουν, όμως, -και με το συμπάθιο, πάντοτε, τα σχήματα-, αν δε γέμισε αχνιστή υγρασία ο ορίζοντας του μυαλού μου, αν όντως υπάρχει αυτή η γενιά, μία γενιά με ασύνειδες έστω, όμως βιωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις νεαρών αστών, μπορεί να μας συμβούν και όμορφα πράγματα στο μέλλον.

Την επομένη Παρασκευή 24 και το Σάββατο 25 Οκτωβρίου, όπως και το μεθεπόμενο Σάββατο 1 Νοεμβρίου, από τις 12.00 έως τις 15.00, θα βρίσκομαι στο «Φωταγωγό», το βιβλιοπωλείο – στέκι των εκδόσεων «Το Ροδακιό», Κολοκοτρώνη 59Β, στη στοά Κουρτάκη. Ελάτε να γνωριστούμε.
Το τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Νικολή, «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».

image