Για τη σημαδιακή συνάντηση με την Πελαγία πριν από δύο περίπου
εβδομάδες έκανα ήδη λόγο. Έκτοτε όλο και βαθαίνουν τα αισθήματα
ανάμεσά μας. Την προπερασμένη Κυριακή πήγαμε για καφέ στη Φωκίωνος, ψηλά, στου
Στράτου. Την περασμένη, χτες, κατηφορίσαμε πεζοί, διασχίσαμε το Πεδίο του Άρεως,
τα Εξάρχεια, καταλήξαμε στο Black Duck της Κλαυθμώνος. Μείναμε εκεί για κάνα δίωρο, ύστερα πάλι
πεζοπορώντας επιστρέψαμε Κυψέλη. Μου έλεγε για τα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, τις
εκθέσεις ζωγραφικής, ιδίως για την τελευταία Το όνειρο και το οικείο στο ΜΙΕΤ, της έλεγα για τον Σαχτούρη, τα ραντεβού
τα απογεύματα στις επτά στο σπίτι του στη Μηθύμνης, μιλάγαμε (πιασμένοι από την
ίδια ησυχία, αντικριστά καθισμένοι στην αυλή με τους τοίχους στο χρώμα της ώχρας)
για το ασυνείδητο, για την καταπακτή του, για τα ανέβα – κατέβα αποκεί κάτω.
Και άλλα πολλά είπαμε, και πιο προσωπικά, πιο ιδιωτικά. Ένα φθινοπωρινό
μεσημέρι Κυριακής.
Η Πελαγία, σε αρμονία και με τ’ όνομά της, όταν βγαίνει στον κόσμο, κοιτάζει με μάτια
μισόκλειστα, είναι στην παραλία, κάθεται στα βότσαλα, ντυμένη, αγναντεύει το
νερό.