Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Στο πιθάρι του λαϊκισμού τελευταία η ελπίδα.

Στο πιθάρι του λαϊκισμού τελευταία η ελπίδα

image

















Athens Voice, 7-3-2015.
Στο πιθάρι, το γνωστότερο ως κουτί, της Πανδώρας το τελευταίο από τα δεινά ήταν η ελπίδα. Μου το υπενθύμισε προεκλογικά φίλος. Ο τίτλος εδώ δεν αναφέρεται στο σχήμα και την αισθηματολογία του συνθήματος «η ελπίδα έρχεται», -περασμένα, ξεχασμένα. Νομίζω πως, ανάμεσα σε άλλα μετά την 25η Ιανουαρίου του 2015, επίκειται και το να ζήσουμε το τελευταίο στάδιο του δικού μας ακραίου λαϊκισμού, αυτού που γιγαντώθηκε σταδιακά μετά το 1981. Δεν πρέπει να μας ξενίζει που τώρα μοιάζει όσο ποτέ φουντωμένος, -συμβαίνει στις κακοδαιμονίες λίγο πριν από το τέλος τους.
Αν ο λαϊκισμός, γενικά, είναι οι διάφορες μορφές κολακείας των ισχυρών κάθε εξουσίας προς τα υποδεέστερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού, το λαό, αυτός εδώ, ο δικός μας, μετερχόμενος τις… παραδοσιακές παθογένειες της πολιτικής τάξης, απέβη κυριολεκτικά ένα πολιτικό, οικονομικό, ευρύτερα κοινωνικό καθεστώς. Ας αναλογιστούμε μονάχα πόσο αφελείς μοιάζουν οι φιλανθρωπίες βιτρίνας της Φρειδερίκης ή τα λαμπερά φορέματα και ο ολίγος σοσιαλισμός της Εβίτα Περόν, του ινδάλματος του Ανδρέα Παπανδρέου, μπροστά στο απίθανο αλισβερίσι του τελευταίου με το «λαό» του, στο πλιάτσικο των ευρωπαϊκών κονδυλίων, των δανείων, στη δίχως προηγούμενο διάχυση της διοικητικής ασυδοσίας και διαφθοράς.
Αλισβερίσι που μ’ ένα - δυο μικρά διαλείμματα δε σταμάτησε έκτοτε, αντίθετα παγίωσε την προνομιακή θέση των λίγο ως πολύ παρασιτικών ομάδων του πληθυσμού τις οποίες το ίδιο εξέθρεψε (συντεχνίες προστατευόμενες από το κράτος, κρατικοδίαιτους «επιχειρηματίες», υπεράριθμους δημόσιους υπαλλήλους, εν ενεργεία ή πρόωρα συνταξιοδοτημένους). Ένα είδος παρασιτικής γραφειοκρατίας που ιδίως μετά τη χρεωκοπία έχει μετατραπεί στη μοιραία -κατά τα φαινόμενα- δύναμη αδράνειας ενάντια στην όποια ουσιαστική μεταρρύθμιση, και η οποία σε μια τελευταία κίνηση απελπισίας επένδυσε την εσχάτη «ελπίδα» της σ’ ετούτη την «πρώτη φορά αριστερά».
Μου έλεγε φίλος -γεννημένος το 1964 αυτός- για συμμαθήτριά του, υπάλληλο τραπέζης, από τα 33 της συνταξιούχο, παντρεμένη με υπάλληλο της ΔΕΗ, εκείνος στα 55 του στη σύνταξη, αμφότεροι απόφοιτοι λυκείου με το ζόρι, διορισμένοι με «μέσον», αδιάφοροι στις υπηρεσίες τους, τις περιουσίες που έκαναν, το σύνολο των ευρώ που ακόμα και σήμερα η χρεωμένη χώρα συνεχίζει να τους καταβάλλει μηνιαίως. Ύστερα, σχολίασε: «Μπορώ να φανταστώ και σ’ άλλα πολλά διεφθαρμένα και υπανάπτυκτα κράτη τέτοιες περιπτώσεις ευνοιοκρατίας, όμως σε τόσο μεγάλους αριθμούς και το κυριότερο, αμειβόμενους σε σκληρό νόμισμα, πουθενά αλλού!»
Ο λαϊκισμός ο δικός μας, ο μετά το 1981, όπου να ’ναι τελειώνει. Θα συρρικνωθεί σ’ εκείνον τον εύλογο, τον κανονικό, που παντού και πάντοτε ευδοκιμεί, τον πολύ μικρότερης έντασης και έκτασης, ας πούμε όχι περισσότερο απ’ όσο τον χρειάζεται η συλλογική ανοησία. Ωστόσο, ας μη χάσουμε και την πολύ σπάνια ιστορική εμπειρία να απολαύσουμε ολόγυρά μας αυτό το μοναδικά ακραίο φαινόμενο. Δείτε τι γκροτέσκα, τι φαιδρή ή, το αντίθετο, υστερόβουλη χαρά είναι η χαρά αυτής της έσχατης ελπίδας: μια κοινωνία - απέραντη βουλή των εφήβων, ίσαμε και καθηγητάδες πανεπιστημίου να συνορίζονται μεταξύ τους σε αγραμματοσύνη και ανοησία, κόσμος, και εξηντάρηδες ακόμα, στο δρόμο, στα καφενεία, να αμιλλώνται σε φληναφήματα και αυτά τα δωδεκάχρονα, αλλά και πολύ συχνά, μάτια γεμάτα εύγλωττη ιδιοτέλεια κόντρα στις γλυκερές ρητορείες που ξερνάνε τα στόματά τους, -άραγε, οι λέξεις και οι σημασίες των λέξεων βρέθηκαν ποτέ άλλοτε ή κάπου αλλού σε μεγαλύτερη μεταξύ τους διάσταση;
Όμως, ο δικός μας, αυτός ο λαϊκισμός, τρέφεται με κονδύλια και δάνεια απ’ έξω. Κι αυτά τελείωσαν. Ποιο λαϊκισμό να διακινήσεις και μάλιστα σ’ έναν τόσο πονηρό λαό δίχως λεφτά. Τα λεφτά πλέον είναι κυρίως φόροι. Οσονούπω θα μας υπόσχεται ο κύριος Τάδε τη δείνα παροχή κι εμείς, όπως οι πολίτες στα «εθνικά κυρίαρχα κράτη» αυτουνού του πλανήτη, θα απαντάμε, ναι, αλλά με ποιους φόρους, που θα τους πληρώσουν ποιοι. Είτε στο ευρώ και στην Ευρωζώνη με αιματηρές μεταρρυθμίσεις είτε στη δραχμή σε μια χώρα κατεστραμμένη, και τότε και ιδίως τα παρασιτικά αυτά στρώματα να τα δείτε οι πολιτικάντηδες με τι λύσσα θα σηκώσουν τις πέτρες, (είναι -να μην ξεχνιόμαστε- ο ίδιος «λαός» που επιφύλαξε τον ατιμωτικό αφανισμό ακόμα και στο δημιουργό του, το ΠΑΣΟΚ), ο λαϊκισμός, όπως τον ξέρουμε, θα τελειώσει.
Από την άλλη, ό,τι και να συμβεί πια, κατεστραμμένοι λιγότερο ή ολοσχερώς, υπάρχει κι ένα καλό να περιμένουμε: που τουλάχιστον θα ξαναβρούμε το αληθινό κόστος των πραγμάτων. Που θα επανασυνδέσουμε τις λέξεις με τα νοήματά τους, να μιλάμε όταν πρέπει και να λέμε αυτά που θέλουμε να πούμε. Που θα ξαναγίνει ο χρόνος και ο τόπος που μας περιέχουν αληθινοί, να μην τους μπερδεύουμε με τους σκιώδεις των φαντασιώσεών μας. Που θα βγούμε από τη θολούρα στο φως.