Το πιο γνωστό από τα διαλογικά κι ίσως από το σύνολο των
έργων του, οι Νεκρικοὶ Διάλογοι, είναι ίσως και το πιο
αντιπροσωπευτικό του Λουκιανού. Η κυνική λαϊκή φιλοσοφία, που εκφέρεται από τον
Μένιππο, τον Διογένη και άλλους κυνικούς – πρόσωπα των διαλόγων, η σκωπτική σατιρική
διάθεση, η γερή ιστορική και φιλολογική κατάρτισή του, και όπως πάντοτε το
ισορροπημένο αττικό ύφος του.
Οι Νεκρικοὶ είναι
τριάντα διάλογοι που διαδραματίζονται στον κόσμο του Άδη: ο βαρκάρης που
απαιτεί να απαλλαγούν οι επιβάτες του από τα περιττά φορτία, πλούτο εξουσίες
δόξα ομορφιά, οι σκιές στις ζοφώδεις γαλαρίες, το κουβεντολόι των κρανίων. Ο
Πλούτωνας, ο Χάροντας, ο Μίνωας, ο Ερμής, οι κυνικοί φιλόσοφοι, αλλά και πολλοί
διάσημοι -άλλοτε ιστορικά, άλλοτε του μύθου πρόσωπα, κυρίως ομηρικοί ήρωες-,
και που άλλη κουβέντα δεν έχουν από τη ματαιότητα των γήινων αγαθών. Ο Άδης
γίνεται ο τόπος της οριστικής ισότητας, αλλά και το ύστατο μέτρο της ανθρώπινης
εμπειρίας. Όμως και εντούτοις, πάλι κατά τον Λουκιανό, απομένει μία εσχάτη αξία:
η καλή φήμη που άνθρωποι μετρημένοι και ολιγαρκείς, όπως οι αληθινοί κυνικοί
φιλόσοφοι, αφήνουν πίσω τους, στον κόσμο των ζωντανών.
Ο Σωκράτης παρωδείται, την τελευταία στιγμή διστάζει,
τσιρίζει σαν μωρό, θρηνεί που πεθαίνει. Το ίδιο εν γένει οι σοφιστές. Αλλά και άλλοι
ζηλευτοί της ζωής. Οι όμορφοι νεαροί (ζιγκολό) φέρ’ ειπείν. Γυροφέρνουν πλούσιους
άκληρους γέρους (ή πονηρούς άλλους, που, προκειμένου να μην υστερούν σε ανάλογες
υπηρεσίες, σκοπίμως διαδίδουν ότι αποκληρώνουν τα παιδιά τους), τους φροντίζουν
ποικιλοτρόπως προσδοκώντας διαθήκες, και όχι σπάνια πεθαίνουν νωρίτερα από τους
εξαιτίας τους τρυφῶντας υπέργηρους. Και
οι όμορφες. Όταν ο Ερμής, για παράδειγμα, δείχνει: Τουτὶ τὸ κρανίον Ἑλένη ἐστίν.
/ Το βλέπεις αυτό το κρανίο –είναι η Ελένη. Κι ο Μένιππος κουνώντας το κεφάλι,
«Γι’ αυτό το κρανίο, λοιπόν, επανδρώθηκαν απ’ όλη την Ελλάδα χίλια πλοία,
σκοτώθηκαν τόσοι άντρες και καταστράφηκαν τόσες πολλές πόλεις…».
Ο Αντίλοχος, ο γιος του Νέστορα, μέμφεται τον Αχιλλέα γιατί
στην Οδύσσεια (Οδ. λ. 489 – 491) ελεεινολογεί τη μετά θάνατον δόξα του. Ο Πρωτεσίλαος, ο νιόπαντρος που δεν πρόλαβε να χαρεί τη
γυναίκα του, ο πρώτος νεκρός στην Τροία, σκοτωμένος από τον Έκτορα, που ζητά
και παίρνει έγκριση από τον Πλούτωνα για μονοήμερη επιστροφή στη συμβία του,
έγκριση ταις πρεσβείαις της Περσεφόνης βέβαια, η οποία και υποδεικνύει στον
Ερμή, τη μέρα που θα ζήσει με τη σύζυγό του να γίνει πάλι ο όμορφος νεαρός νυμφίος που ήταν.
Ο Αλέξανδρος με τον Αννίβα αμιλλώνται ποιος υπήρξε
σημαντικότερος στρατηγός. Ο Μαύσωλος, ο όμορφος, ψηλός και ισχυρός βασιλιάς της
Αλικαρνασσού, με το ωραιότερο και πλέον μνημειώδες ταφικό οικοδόμημα, που ανήγειρε
η αδελφή και σύζυγός του, η Αρτεμισία, ρωτάει τον Διογένη αν άραγε εφεξής θα
είναι ίσοι, δίχως καμιά διαφορά στα κρανία τους τέλος πάντων. Όχι και ίσοι,
του απαντά ο Διογένης, όσο εσύ θα θρηνείς επίγεια νιάτα, δύναμη και μνήμα,
εμένα θα με μνημονεύουν σαν έναν καλύτερο άνθρωπο.
Στον τελευταίο διάλογο, ανάμεσα στον ωραιότερο ομηρικό ήρωα,
τον Νιρέα, και τον ασχημότερο, τον Θερσίτη, ο κυνικός Μένιππος θα αποφανθεί: «Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος∙ ἰσοτιμία γὰρ ἐν
ᾄδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες.» Κι ο Θερσίτης, επιτέλους αποκαταστημένος, θα πει
–η τελευταία φράση των Νεκρικῶν: «Ἐμοὶ μὲν καὶ τοῦτο ἱκανόν.» / Εμένα κι
αυτό μόνο μού αρκεί.
(Gustave
Doré (1832-1883): Η άφιξη του Χάροντα.)