Σε κείμενα που μου ζητήθηκαν για την Κω έχω συχνά αναφερθεί
στην κουλτούρα ανοχής των κατοίκων του νησιού, που προϋπήρχε και που συνέβαλε
στην τουριστική ανάπτυξη. Σ’ ένα απ’ αυτά (Κως, ήτανε το πεπρωμένο της ο τουρισμός), τον Ιούλιο του 2013, για το ειδικό
τεύχος 444 της Athens Voice,
σημείωνα ανάμεσα σε άλλα:
«…Μια βόλτα στην πόλη, και από τον ιδιότυπο
συγκρητισμό των μνημείων της, τις ορθόδοξες εκκλησιές μαζί με την καθολική
μητρόπολη, τα τζαμιά, τη συναγωγή, τη λαϊκή νησιωτική αρχιτεκτονική μαζί με τα
ιταλικά δημόσια κτίρια, το κάστρο των Ιπποτών, τα παλαιοχριστιανικά ερείπια
μαζί με την Κάζα Ρομάνα, το ρωμαϊκό ωδείο, τα αρχαιολογικά πάρκα και το
Ασκληπιείο, και μόνο από το συγκερασμό όλων αυτών, ο επισκέπτης της πόλης
μπορεί να εικάσει τη συνειδητή ή ασύνειδη πολυπολιτισμική ανεκτικότητα των
κατοίκων της.
Η γιαγιά μου έλεγε πως στα παλιά χρόνια σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας σύσσωμος ο πληθυσμός ακολουθούσε τη λιτανεία πρώτα του μητροπολίτη, έπειτα του ραβίνου, στο τέλος του χότζα, «κι οποιανού έπιανε η ευχή», όποιου εισακουγόταν η δέηση.
Γειτόνισσα και καλή της φίλη ήταν η Ζουλιέτα Μενασέ, εβραία με καταγωγή από τη μικρασιατική Μέλασσο, σπουδασμένη στο προπολεμικό Παρίσι –οι περίπλοκες μαγειρικές του σπιτιού μας ήτανε πάντοτε δικές της συνταγές–, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους του νησιού έφτασε ως τα κρεματόρια, σώθηκε όμως κι έσωσε την οικογένειά της λόγω του τουρκικού διαβατηρίου της, βέβαια έκτοτε με κλονισμένη ψυχική υγεία. Η μεγάλη κόρη της, η Ρενάτα, ήτανε συμμαθήτρια κι επίσης στενή φίλη της μάνας μου, και τα καλοκαίρια ενώνονταν στα παιχνίδια μας, στην αυλή της συναγωγής και στο γειτονικό αρχαιολογικό πάρκο, τα εγγόνια της από το Ισραήλ, η Μύριαμ, ο Νώε, η Κίττυ…»
Η γιαγιά μου έλεγε πως στα παλιά χρόνια σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας σύσσωμος ο πληθυσμός ακολουθούσε τη λιτανεία πρώτα του μητροπολίτη, έπειτα του ραβίνου, στο τέλος του χότζα, «κι οποιανού έπιανε η ευχή», όποιου εισακουγόταν η δέηση.
Γειτόνισσα και καλή της φίλη ήταν η Ζουλιέτα Μενασέ, εβραία με καταγωγή από τη μικρασιατική Μέλασσο, σπουδασμένη στο προπολεμικό Παρίσι –οι περίπλοκες μαγειρικές του σπιτιού μας ήτανε πάντοτε δικές της συνταγές–, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους του νησιού έφτασε ως τα κρεματόρια, σώθηκε όμως κι έσωσε την οικογένειά της λόγω του τουρκικού διαβατηρίου της, βέβαια έκτοτε με κλονισμένη ψυχική υγεία. Η μεγάλη κόρη της, η Ρενάτα, ήτανε συμμαθήτρια κι επίσης στενή φίλη της μάνας μου, και τα καλοκαίρια ενώνονταν στα παιχνίδια μας, στην αυλή της συναγωγής και στο γειτονικό αρχαιολογικό πάρκο, τα εγγόνια της από το Ισραήλ, η Μύριαμ, ο Νώε, η Κίττυ…»
Για την ακρίβεια, η Κίττυ ειδικά, ερχόταν από το Μπουρούντι
της Αφρικής. Να διορθώσω επίσης από τις υπόλοιπες πληροφορίες για την οικογένεια
των Μενασέ, ότι δεν έφτασαν μέχρι τα κρεματόρια, αλλά ως το Χαϊδάρι, ενδιάμεσο
σταθμό από τα Δωδεκάνησα –το διάβασα στη συνέντευξή του στη LiFO, μου το επιβεβαίωσε τώρα στο inbox και ο ίδιος ο γιος της
Κίττυς. Θυμάμαι αμυδρά την πληροφορία, μάλλον τη δεκαετία του ’80, ότι η Κίττυ
είχε αποφασίσει να ζήσει Ελλάδα, πρώτα Κω, αργότερα Αθήνα, σχετικά πρόσφατα επίσης
συζητώντας με την Κάρεν Μενασέ, εξαδέλφη της στην Κω, κάπως το κανονίζαμε να μου έδινε το τηλέφωνο της Κίττυς, να επικοινωνούσα μαζί της,
από αυτά που όλο τα συζητάς κι όλο τα αναβάλλεις.
Μέχρι που την περασμένη Δευτέρα με περίμενε στην ύλη της ηλεκτρονικής
LiFO μια πολύ πολύ συγκινητική
έκπληξη. Η συνέντευξη κάποιου Ντίμη Ντέιβιντ Οψυμούλη, με μακρινή καταγωγή λέει
από την εβραϊκή κοινότητα της Κω, τρέχω τη συνέντευξη, να την η παλιά φωτογραφία, οι
προπαππούδες του Ντίμη, Μουσές / Μωυσής και Ζουλιέτα Μενασέ, δεξιά η Ματίκα, η
δεύτερη κόρη τους, και αριστερά η τρίτη, η μικρότερή τους, η Σάρα, η μητέρα της Κίττυς και γιαγιά
του Ντίμη.
Ο γιος της Κίττυς, και εγγονός της Σάρας, και δισέγγονος της Ζουλιέτας και του Μουσέ Μενασέ!
Στη συνέντευξή του στη LiFO κοινοποιούσε το γάμο με τον σύντροφό
του Luca Amos αλλά και ιστορούσε τις περιπέτειες της οικογένειας από την πλευρά της μητέρας του. Τέσσερις γενιές άνθρωποι εκόντες άκοντες παραδείγματα για την αναγκαιότητα της ανοχής.
Η ορμή της μνήμης κάποτε είναι εντυπωσιακή. Απέναντι και ελαφρά
διαγωνίως στο εικονιζόμενο μπαλκόνι των Μενασέ, το σπίτι όπου νοίκιαζε η οικογένεια του Αντώνη
και της Καιτούλας Κόντη. Ακριβώς δίπλα στου Κόντη, το δικό μας πατρικό. Απέναντί
μας, ο κήπος της συναγωγής, που είχε τη μεγαλύτερη ποικιλία τριαντάφυλλα στα
χρόνια της Ζουλιέτας, λέει συχνά η μάνα μου, και παραδίπλα η συναγωγή, με το
Άστρο του Δαυίδ όπως και τα υπόλοιπα κοσμήματα της μετώπης από γρανίλια.
Είναι μερικές μέρες τώρα που η Αλεξάνδρου Διάκου στο μυαλό
μου σφύζει από φωνές, παιχνίδια, ανθρώπους.