Ιστορίες από τα Ενκαντάδας ή τα Μαγεμένα νησιά στις Νότιες
Θάλασσες, του Herman Melville.
Δημοσιευμένες το 1854, τρία χρόνια μετά το μοναδικό στην παγκόσμια γραμματεία
αριστούργημά του, τον Μόμπι – Ντικ.
Στοιχεία βιογραφικά του Μέλβιλ και παρουσίαση του Μόμπι –
Ντικ σε παλιότερη ανάρτησή μου. (Παρεμπιπτόντως, σημειώνω τότε, τον Οκτώβριο
του 2010: Φέτος που όλα τα σκιάζει ο ζόφος του λαϊκισμού… -πού να φανταζόμουν επτά
και βάλε χρόνια αργότερα πόσο τρομακτικά περισσότερο θα τα έσκιαζε…)
Το έργο του Μέλβιλ συγκαταλέγεται στην ατόφια λογοτεχνία /
τέχνη. Ο Μέλβιλ μηρυκάζει τον κόσμο της εμπειρίας του, για να τον αποδώσει
σχεδόν επινοημένο από τη φαντασία του, περίπου σαν δρώμενα και εικόνες του
εσωτερικού του βίου. Αφήγηση με ιδιοφυΐα και ζηλευτή ζωντάνια, και που παραμένει
η κύρια αξία του έργου του, αλλά νομίζω και η απόλυτη λογοτεχνική αξία. Δηλαδή τι άλλο έκανε ο Όμηρος;
Μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα.
(Σελ. 16) (…) Γκρεμισμένες μάζες από ένα μαυριδερό ή
πρασινωπό υλικό σαν σκωρία από υψικάμινο, σχηματίζουν σκοτεινές σχισμές και
σπήλαια εδώ κι εκεί, μέσα στα οποία η θάλασσα αδειάζει ακατάπαυστα με μένος τον
αφρό της, απλώνοντας από πάνω τους ένα πέπλο γκρίζας καχεκτικής ομίχλης μέσα
στην οποία πετούν εξώκοσμα πτηνά μεγαλώνοντας την αντάρα με τις στριγκλιές
τους. Όσο ήρεμη κι αν είναι η θάλασσα στ’ ανοιχτά, δεν υπάρχει ανάπαυση γι’
αυτά τα κύματα κι αυτούς τους βράχους. Μαστιγώνουν και μαστιγώνονται, ακόμη και
όταν ο ωκεανός πιο έξω είναι γαληνεμένος. Εκείνες τις καταθλιπτικές
συννεφιασμένες μέρες, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της περιοχής
του υδάτινου μεσημβρινού, οι σκούρες υαλώδεις μάζες, πολλές από τις οποίες
υψώνονται μέσα από λευκές δίνες και κύματα σε απομονωμένα και επικίνδυνα μέρη
μπροστά στην ακτή, παρουσιάζουν ένα πλουτώνειο τοπίο. Τέτοια μέρη μόνο σ’ έναν
εκπεσόντα κόσμο θα μπορούσαν να υπάρχουν. (…)
(Σελ. 26-29) (…) Ο ήλιος είχε δύσει όταν επέστρεψαν οι
εξερευνητές. Κοιτώντας από το πιο ψηλό σημείο του σκάφους σαν πάνω από το κοίλο
πηγαδιού, είδα αμυδρά τη βάρκα να κάθεται βαθιά στη θάλασσα από κάποιο
ασυνήθιστο βάρος. Ρίχτηκαν σχοινιά από την κουπαστή και σε λίγο τρεις τεράστιες
χελώνες ανεβάστηκαν με μεγάλη προσπάθεια στο κατάστρωμα. Δύσκολα θα φανταζόσουν
ότι είναι πλάσματα αυτής της γης. Ταξιδεύαμε στη θάλασσα πέντε ατελείωτους
μήνες, περίοδο υπεραρκετή για να περιβάλλει όλα τα πλάσματα της στεριάς με κάτι
το μυθικό για την ονειροπαρμένη σκέψη. Αν είχαν επιβιβαστεί στο πλοίο μας τρεις
Ισπανοί τελώνες, διόλου απίθανο να τους κοιτάζαμε με περιέργεια, να τους
αγγίζαμε και να τους χαϊδεύαμε, όπως κάνουν οι ιθαγενείς με τους πολιτισμένους
επισκέπτες. Όμως αντί για τρεις τελωνοφύλακες είδαμε αυτές τις πράγματι
θαυμαστές χελώνες. Και δεν ήταν απ’ αυτά τα χελωνάκια της λάσπης που βρίσκουν
τα σχολιαρόπαιδα, αλλά κατάμαυρες σαν ρούχο χήρας, βαριές σαν μεταλλικά
μπαούλα, με πελώρια καβούκια γεμάτα κυκλικά και σφαιρικά σχήματα σαν ασπίδες,
βουλιαγμένα και φουσκαλιασμένα επίσης σαν ασπίδες μετά από μάχη, μαλλιαρά εδώ
κι εκεί από σκουροπράσινα βρύα, και γλιστερά από το νερό της θάλασσας. Αυτά τα
μυστηριώδη πλάσματα, που ξαφνικά μεταφέρθηκαν μέσα στη νύχτα από την ανείπωτη
μοναχικότητα στο συνωστισμένο μας κατάστρωμα, με επηρέασαν μ’ έναν τρόπο που
δεν είναι εύκολο να εξηγήσω. Έμοιαζαν σαν να έχουν μόλις βγει έρποντας από τα
θεμέλια του κόσμου. Ναι, έμοιαζαν να είναι οι ίδιες εκείνες χελώνες από τις
οποίες οι Ινδουιστές πιστεύουν ότι αναφύεται η σφαίρα του κόσμου. Τις εξέτασα
προσεκτικά με το φως ενός φαναριού. Τόσο σεβάσμια αρχαία όψη! Τόση τριχωτή
πρασινάδα να καλύπτει τα σκληρά ξεφλουδίσματα και να επουλώνει τις ρωγμές των
ραγισμένων καβουκιών τους. (…)
Καθώς με το φανάρι στο χέρι έξυνα ανάμεσα στα βρύα και
κοίταζα τις αρχαίες ουλές από τα χτυπήματα που είχαν δεχτεί πέφτοντας βαριά
μέσα στα κακοτράχαλα βουνά του νησιού –ουλές παράξενα διαπλατυσμένες,
μισοσβησμένες, και ταυτόχρονα παραμορφωμένες σαν εκείνες που υπάρχουν μερικές
φορές στον φλοιό πολύ παλιών δέντρων- έμοιαζα με αρχαιοδίφη γεωλόγο που μελετά
αινιγματικά ίχνη πουλιών πάνω σε ξεθαμμένες πλάκες περπατημένες από αφάνταστα
πλάσματα που ακόμη και τα ίδια τους τα φαντάσματα έχουν πλέον πεθάνει. (…)
(Σελ. 40-42) (…) καθώς εξακολουθούμε να σκαρφαλώνουμε από ράφι σε
ράφι, βρίσκουμε τους ενοίκους του πύργου κατανεμημένους ιεραρχικά κατά σειρά
μεγέθους: σούλες, μαύροι και πιτσιλωτοί θυελλοδύτες, κίσσες, σερκοράριοι,
στέρνες, γλάροι όλων των ποικιλιών –Θρόνοι, Κυριότητες, Δυνάμεις που δεσπόζουν
η μία πάνω απ’ την άλλη σαν σε έδρανα συγκλητικών- ενώ διάσπαρτα πάνω από όλα
τα άλλα, σαν αιώνια επαναλαμβανόμενο μοτίβο πάνω σε μεγάλο κέντημα, πετά ο
πετρίλος βγάζοντας τη χαρακτηριστική ασταμάτητη κραυγή της πρόκλησης και του
συναγερμού. Αν αυτό το μυστηριώδες κολομπρί του ωκεανού είχε λαμπερά χρώματα θα
μπορούσε, λόγω της περιοδικής του ζωντάνιας, να ονομαστεί ωκεάνια πεταλούδα.
Όμως, η κραυγή του κάτω από την πρύμνη είναι δυσοίωνη για τους ναυτικούς όσο
και για τον χωρικό ο ήχος του σαρακιού πίσω από το τζάκι, και το γεγονός ότι
συμβαίνει να ζει στα Ενκαντάδας, συντελεί ουκ ολίγο για τον ναυτικό στην
καταθλιπτική τους ατμόσφαιρα.
Καθώς προχωρεί η μέρα, το κακόφωνο πανδαιμόνια δυναμώνει. Τα
αγριοπούλια γιορτάζουν τον όρθρο τους με εκκωφαντικές κραυγές. Κάθε στιγμή
πουλιά υψώνονται από τον πύργο και μπαίνουν στην εναέρια χορωδία που πετά από
πάνω, ενώ οι θέσεις τους από κάτω γεμίζουν με μυριάδες άλλα. Όμως μέσα σε όλη
αυτή την κακόφωνη φασαρία, ακούω καθαρά αργυρόηχα σαλπίσματα που παρατείνονται
χαμηλώνοντας, σαν τις λοξές σταγόνες της βροχής μέσα στην κατακόρυφη μπόρα.
Κοιτάζω ψηλά και βλέπω ένα κατάλευκο αγγελικό πλάσμα με μακρύ φτερό σαν λόγχη
στην ουρά. Είναι ο φωτεινός πετεινός του ωκεανού, το περικαλλές πτηνό, ο
φαέθων, που από το αναπτερωτικό μελωδικό του κάλεσμα έχει ταιριαστά ονομαστεί
«σύντροφος του λοστρόμου». (…)
[Χέρμαν Μέλβιλ: Τα
μαγεμένα νησιά, μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής, Ποικίλη Στοά Εκδόσεις,
Φεβρουάριος 2016, σελ. 148.]