Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 3) Οδός Τριφυλίας 2, στα Ιλίσια.

 [1]
Γεννήθηκα στην Αθήνα, 19 Αυγούστου του 1960. Σε μια κλινική κάπου στην Αχαρνών. Ο μπαμπάς ειδικευόταν στην ακτινολογία στον Ευαγγελισμό, μέχρι και το 1963, ύστερα κατεβήκαμε Κω. Εκείνα τα τρία χρόνια μέναμε στα Ιλίσια, Τριφυλίας 2, με γείτονα τον ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο (1890-1977) -εξ ου και η οδός αργότερα μετονομάστηκε σε Γουναροπούλου. Το 1985, φοιτητές και συγκάτοικοι με τον αδελφό μου Θανάση, εκείνος στο μαθηματικό, εγώ στη φιλοσοφική, νοικιάζαμε στην Ηρώων Πολυτεχνείου (64, αν θυμάμαι καλά) στου Ζωγράφου, πέρασε αρχιτεκτονική και ο μικρός, ο Λάμπρος. Έπρεπε να βρούμε ένα τριάρι πια, με τρία δωμάτια ει δυνατόν ίσου εμβαδού, άρα ψάχναμε για παλιά διαμερίσματα σε δίπατα – τρίπατα, και γιατί συνέχιζε να μας βολεύει, στην ευρύτερη περιοχή Ζωγράφου - Ιλίσια. Ένα απ' τα πρωινά τότε ψάχνοντας, κάπου σε μία γωνία, ρωτάω έναν κύριο σε μπαλκόνι πρώτου ορόφου «Μήπως ξέρετε να νοικιάζεται κανένα τριάρι - παλιό διαμέρισμα εδώ κοντά;», «Νοικιαζόταν ένα απέναντι, αλλά μου φαίνεται το έδωσε η σπιτονοικοκυρά. Πήγαινε ρώτα την -από το πλάι είναι η είσοδος», μου απαντάει. «Τι κρίμα», μου λέει κι εκείνη, «χτες το νοίκιασα∙ εκτός κι αν περιμένεις μέχρι τον Σεπτέμβριο, που ξενοικιάζεται το από κάτω, το ισόγειο». «Μα για τον Σεπτέμβριο ενδιαφέρομαι, τότε ξεκινάει σπουδές και ο μικρός μου αδελφός.» Και καθώς προχωρούσε η κουβέντα, «Από πού είσαι, παιδί μου;», «Από την Κω», της λέω, «Από την Κω; Α, τι μου θύμισες τώρα, από Κω ήτανε ένα ζευγαράκι νοικάρηδες στο κάτω σπίτι κάποτε, ο σύζυγος γιατρός, είχανε κι ένα παιδάκι, τον Αντωνάκη»...

Κι έτσι το ’φερε να ζήσω εκτός από τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής μου, ακόμα δύο, τα τελευταία των φοιτητικών μου χρόνων στο ίδιο σπίτι, όπου επιπλέον όλα παρέμεναν απαράλλακτα τα ίδια. Αναγνώριζα από τις παιδικές μου φωτογραφίες την εξώπορτα μέχρι και το χρώμα της. Δε θυμάμαι τίποτε από εκείνα τα πρώτα τρία χρόνια, καν το Ποπάκι, την δεκαπεντάχρονη ξαδέλφη από το χωριό του πατέρα μου, που ανέβηκε, να βοηθάει τη μητέρα μου σε μένα. Βέβαια, όποτε τη δω, «το… Παπάτσι μου», σκιρτάω σαν απέναντι σε κάποιον ιδιαίτερα οικείο, αλλά κι ακόμα, σχετικά με τα χνάρια στη μνήμη, αφού πια εγκατασταθήκαμε με τ’ αδέλφια μου, με ρωτάει απ’ το τηλέφωνο η μάνα μου ποιο δωμάτιο διάλεξα και σε ποιο σημείο του τοποθέτησα το κρεβάτι μου, εννοείται εκείνο και εκεί ακριβώς όπου βρισκότανε και το παιδικό μου. 

Υ.Γ. Τις παιδικές φωτογραφίες τις βγάζει ο πατέρας μου (Χαράλαμπος Νικολής), για να σταλούν στην Κω στον πατέρα του, τον Αντώνη Νικολή του Χαραλάμπους (1902-1987), (η κλασική απόλυτη συνωνυμία στην πατρογονική γραμμή, που ήμουνα και το πρώτο του εγγόνι), είναι μια συνομιλία γιου με τον πατέρα του (υποθέτω μ' όλη τη χαρά που τον «ανέστησε») δι’ αλληλογραφίας, γι’ αυτό, ας πούμε και στην πρώτη χρονολογικά, βρέφος εγώ, με βαστάει ο άλλος γιος του παππού και αδελφός του πατέρα μου, ο Μάρκος Νικολής (1934-2011), τότε φοιτητής στη φαρμακευτική.
Γενικότερα, σ’ αυτές εδώ τις σημειώσεις (Μία… μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία) –να δηλώσω εξ αρχής- η επιλογή γίνεται ανάμεσα στις υπάρχουσες φωτογραφίες, δεν είναι αξιολογική προσώπων ή σχέσεων με πρόσωπα. Πολλοί οικείοι ή φίλοι απουσιάζουν, ο αδελφός της μητέρας μου, Σπύρος Χατζημάρκος (1938-2011), για παράδειγμα, και άλλοι με τους οποίους συνδέθηκα στενά για μεγάλα διαστήματα, που δυστυχώς ή χάθηκαν τυχόν κοινές φωτογραφίες ή δεν μερίμνησα να υπάρχουν –αλλά κι όσες υπάρχουν, ειλικρινά, οι περισσότερες υπάρχουν από τύχη. Επίσης, απ’ τον φόβο μη στενοχωρήσω έστω και έναν, απέφυγα τις φωτογραφίες με τους μαθητές μου, στα δεκαπέντε χρόνια της θητείας μου στη φροντιστηριακή εκπαίδευση –κομμάτι της ζωής μου ξεχωριστό και που το αγαπώ. 

[2]

[1: 1960. Η παλαιότερη φωτογραφία μου. Με σηκώνει ο θείος Μάρκος (1934-2011), ο αδελφός του πατέρα μου.]

[2: Μπροστά στην εξώπορτα του ισογείου, στο 2 της οδού Τριφυλίας, στα Ιλίσια. (Άλλη λεζάντα: Τα… αυτάκια του…)]  

[Εικάζω αρχές του 1961.]

[Χριστούγεννα του 1961, δεκαέξι μηνών.]