(...)
Σκεφτόμουν φωναχτά:
«Είμαστε στο κατάστρωμα ενός σκυλοπνίχτη. Ένα σκουριασμένο σκαρί
που όλο αγκομαχάει και τρίζει,
από αυτά που μεταφέρουν τυχαίους
επί το πλείστον. Ταξιδεύουμε.
Κορμιά στοιβαγμένα όπως όπως, ανάμεσά τους κι εμείς. Η ναυτία.
Η ζάλη και οι μυρωδιές, οι δυσωδίες
και οι ευωδιές. Η θάλασσα τη νύχτα. Μελανή με τον άσπρο αφρό των κυμάτων. Πεθύμησα
τη θάλασσα. Επιτέλους, από τη ναυτία δεν σκέφτομαι».
Γλιστράω έξω από την αφήγηση. «Προσπαθώ να σε
καταλάβω. Λέω ψέματα, λες;» Μονολογώ,
δεν με ακούει, κοιμάται. Όπως τον
κοιτάζω, αφαιρούμαι πάλι, επιστρέφω
στο κατάστρωμα με τις απλωμένες κουβέρτες κατάχαμα, τους τυχαίους
ξαπλωμένους, να ρεύονται απ’ το στόμα το αλκοόλ και να κακαρίζουν
αφηγούμενοι πρόστυχα ανέκδοτα.
«Από τη ναυτία,
φύγανε οι φόβοι μου», μειδιώ. «Δεν
είχα φόβους, λες; Ε όχι και
τι να φοβάμαι…» Του γελάω, του χαϊδεύω
τα μαλλιά, κοιμάται. «Έχεις δίκιο. Είμαι υγιής.
Άρα, λέω ψέματα. Βεβαίως, δεν
έχω να φοβάμαι τίποτε». Το σκέφτομαι. Συνεχίζω. «Βλέπεις αυτόν απέναντί
μας με τη γενετική ανωμαλία στο ένα του αυτί: το ελάχιστο κομμάτι απ’ το πτερύγιο
και λίγο από τον λοβό σαν υπολείμματα του κανονικού οργάνου; Δεν
μοιάζει να του το ράψανε το αυτί; Είναι άραγε αδελφή του αυτή;
Όχι, η διπλανή της. Με το ατροφικό χεράκι. Που κρέμονται τα δαχτυλάκια της από το κοντό
μανίκι. Νιώθω ναυτία. Ζαλίζομαι».
Τώρα τη νιώθω
τη ναυτία και έξω από την αφήγηση. Μετακινώ το κεφάλι του μικρού,
το ακουμπώ σε μια μαξιλάρα. Η διάθεσή μου βαραίνει. «Πάνω σ’
αυτή την τρελή, τη μολυσμένη σφαίρα», μουρμουράω, είναι πια η
ζάλη μου από την περιστροφή
της Γης, όμως ο μικρός
δυσφορεί, «αυτό το μολυσμένη
τι το ήθελα;» λέω, κι εκείνος
συνεχίζει να δυσφορεί, «Δεν θα
μιλάω», του υπόσχομαι,
«δεν θα λέω τίποτε. Τσιμουδιά. Ούτε μια
λέξη. Στον λόγο μου. Τίποτε. Τσιμουδιά». Ο
μικρός, όμως, είναι όλο και πιο ανήσυχος
-δεν αντέχω στη σκέψη να προσπαθώ
να ηρεμήσω τον ύπνο του πάλι.
«Καλά, καλά. Ούτε θα σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι. Τίποτε».
(...) Εκείνος καθίζει πάνω στην κοιλιά της και, παρόλο που δυσκολεύεται να κρατήσει όρθιο το κεφάλι του, με πείσμα τής σφίγγει τα χέρια δεμένα στους καρπούς της. Απευθύνεται σ’ εμένα. «Τι νομίζεις ότι τραγουδάς μαζί της; Πόσοι μείνανε; Είδες στις πόλεις να σαπίζουνε πτώματα. Πόσα; Τη θάλασσα να ξεβράζει πτώματα. Πόσα; Στις μολυσμένες λίμνες τουμπανιασμένα πτώματα, πόσα; Ποια κύτταρά σου της χαράς, ποια μύρια κύτταρά σου της χαράς, τι τσαμπουνάς μαζί της;»
Εκείνη, και δεμένη, γέλαγε πια, τραγουδούσε.
– Ζωή ανόητη,
γλυκιά πικρή ζεστή γουλιά
[Το Σκοτεινό Νησί -αποσπάσματα.]
(Την άνοιξη του 2008 / διορθώσεις: Νοέμβριος 2017-Ιανουάριος 2018.)