(...) «Μία πόλη, παλιά, πολύ παλιά… -να πούμε απόγευμα; Απομεσήμερο ή πιο αργά; Αργά το απομεσήμερο καλύτερα», προτείνω.
«Έβρεξε πριν από λίγο. Μερικές
στάλες μόνο. Άνθρωποι στους δρόμους.
Ψωνίζουν». Ξάνοιγα την εικόνα
παραστατικά και με την υπόλοιπη
έκφρασή μου (τη μιμόγλωσσα και τον επιτονισμό), σαν σε οθόνη σινεμασκόπ. Πάντα μού άρεσε να αφηγούμαι, τα λόγια μου να γραπώνουν τους ακροατές μου, να μετεωριζόμαστε
μαζί στις κοιλάδες και τις λαγκαδιές και τα λαγούμια του μυαλού μου.
«Στολές;» κι ένα χαμόγελο
απλώνεται αμέσως στη μούρη της.
Έχουμε συνδεθεί άρα, βλέπει
ό,τι της περιγράφω. «Όχι, δεν φοράνε στολές…»
«Και βέβαια δεν φοράνε».
«Είναι όλοι τους ακόμα τυχαίοι, ε;»
«Τυχαίοι.
Ανυποψίαστοι τυχαίοι…» Αρχίζω να εκνευρίζομαι. Τίποτε
δεν με συγχύζει περισσότερο από την ηλίθια
νοσταλγία που εξωραΐζει το παρελθόν.
«Τι τυχεροί… Ο ήλιος στα πρόσωπά τους… τους βλέπω!»
«Φαιδροί, να λες!» ανεβάζω τη φωνή.
«Τι… ωραία ζωή…»
Όχι ότι έχει άδικο, η αλήθεια.
Ζευγάρια, κι άλλοι μόνοι τους, ντυμένοι με ωραία μαλακά υφάσματα, αμέριμνοι, περπατάνε σε φαρδιά πεζοδρόμια, πλακόστρωτα, με κράσπεδα και ρείθρα ανάμεσα στα πεζοδρόμια
και τους δρόμους, βιτρίνες αστραφτερές και κτίρια σε πολλούς ορόφους·
και το σημαντικότερο: όλα υπέργεια·
και το ακόμα πιο σημαντικό: με τον ήλιο, το φως του ήλιου, μια
γλυκιά ώχρα, στα πρόσωπα, στα
χέρια τους. Ήλιος και σκιά. Ένα ζευγάρι τώρα, κρατά ο ένας το χέρι
του άλλου, βυθισμένος στις σκέψεις του
ο καθένας,
ήσυχες σκέψεις, κάνουν τη βόλτα
τους, περπατάνε δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Το φως του ήλιου τούς αθωώνει κάπως –το παραζαχάρωσα, συγγνώμη, με παρέσυρε η ηλίθια!
«Ούτε γυαλιά δεν φοράνε»,
έτοιμη να βάλει τα κλάματα, «τι όμορφα που κλείνουν τα
βλέφαρά τους στο φως του ήλιου, τι τυχεροί…»
σχολιάζει, με το πρόσωπο της γυναίκας του ζευγαριού γκρο πλαν μπροστά της.
«Φαιδροί κι αυτοί που τους φώτιζε ο ήλιος, φαιδρή κι εσύ που δεν σε φώτισε κατάσαρκα ποτέ σου!» Τα
νεύρα μου. «Τη φαιδρότητά
τους να κοιτάς, ηλίθια!»
«Είναι…
σταγόνες της βροχής στα μάγουλά τους. Τα
δάκρυα της συγκίνησης είναι
στα δικά μου… Τώρα». Και πια έκλαιγε. Δηλαδή δίχως σπασμούς, απλώς κυλούσαν
ρυάκια δάκρυα στις παρειές της.
«Ανόητη!» Με σύγχυζε
και μόνο να τη βλέπω. Τα περιττά δάκρυα, η χαζή συγκίνηση. Του τύπου:
δες τι ευαίσθητο άτομο που είμαι η
αφεντιά μου. Είχα μια σκασίλα! Τίποτε
δεν με κάνει πιο επιφυλακτικό από αυτό που μοιάζει με δάκρυα της συγκίνησης.
Οι περισσότεροι συγκινούνται από
την ιδέα του εαυτού τους που… πρόκειται να συγκινηθεί. Κάπως σαν να μπήγει
κανείς τα κλάματα μπροστά στον καθρέφτη για έναν μονάχα λόγο, γιατί ήδη
βλέπει τον εαυτό του… έτοιμο να τα μπήξει!
«Συγνώμη. Δεν το ήθελα». Σκούπιζε τα μάτια της. Κι απ’
το κλάμα θα πέρναγε
ευθύς στα γελάκια. «Αχ, τι ’ν’ εδώ;» Γραπωνόταν από την αφήγησή μου και πάλι, απ’ την τελευταία εικόνα που συγχυσμένος
είχα παγώσει και που κινούσα ξανά.
«Οπωροπωλείο»,
συνεχίζω. Οι προθήκες, τα καφάσια με τα λαχανικά και
τα φρούτα.
«Οπώρες, φρούτα. Ξέρεις τι είναι φρούτα;»
«…Φρούτα; Αυτές είναι
ντομάτες, ντομάτες δεν
είναι; Απίστευτο! Τόσες πολλές
ντομάτες… Τι τυχεροί άνθρωποι…» Έτοιμη πάλι να κλαψουρίσει. Ο κλαυσίγελος της χαζής.
«Είσαι ανόητη!» -έχει και η υπομονή
τα όριά της. «Είναι ανόητοι!»
«Γιατί;» απορεί.
Δεν μπορεί
να είναι τόσο χαζή. Επίτηδες το
κάνει. Για να εκμανώ. Πετάχτηκα όρθιος,
φώναζα: «Ζωύφια, δισεκατομμύρια γελοία αλαζονικά ζωύφια…» (...)