Στην κατώτερη ηλικιακή ομάδα (60-69 ετών) και μάλιστα στο κατώφλι της, όμως της δεύτερης φάσης των εμβολιασμών. Όπως το λένε οι αγγλόφωνοι yold (από την portmanteau word / λέξη από σύμπτυξη δύο άλλων, yold <young+old), ας πούμε ελληνιστί νιόγερος, μολονότι υπάρχει δόκιμο στην αργκό ήδη το λήμμα πουρότεκνο (το). Στα πενήντα συνειδητοποίησα την εμμονή μου με τα πολύ μικρά βουρτσάκια για το ξύρισμα, βοηθούσαν και στο να περιποιούμαι το λεπτό γιδάτο μουσάκι που τότε εγκαινίασα -το κράτησα μια γεμάτη δεκαετία. Για εκείνο το βουρτσάκι είχα γράψει και σχετικό διήγημα. Εδώ και λίγους μήνες τρέφω ολόκληρο γενάκι, το περιεργάζομαι, το χαζεύω στον καθρέφτη, δεν το χορταίνω. Ρώτησα τον Ιάκωβο Μπούτζα, τον καλό κουρέα μου, γιατί κάτι είχα δει να διαφημίζεται, αν υπάρχει όντως λάδι για τα γένια. Πώς, μου λέει. Τρία φιαλίδια με λάδια ήξερε να μου προτείνει, ένα που πυκνώνει τα γένια, άλλο που τα ενδυναμώνει, κι ένα τρίτο, αυτό τα μαλακώνει μόνο, όλα με άρωμα σανταλόξυλο. Το τρίτο, αναφώνησα. Και μόνη η λέξη σανταλόξυλο δίνει στο λαδάκι υπόσταση μαγική. Τρεις σταγόνες στην παλάμη και με τις άκρες των δαχτύλων τρίβω και μαλάσσω τα γενάκια. Μια καινούργια ολιγόλεπτη καθημερινή τελετουργία, ας πω συμβατή με την ώριμη φιλαρέσκεια ενός... νιόγερου / yold (το τελευταίο με άπταιστη κρεολέζικη αγγλοελληνική προφορά όπως τα ονόματα Άγγλων ή Αμερικανών συγγραφέων με λατινικούς χαρακτήρες στα εξώφυλλα νεοελληνικών ποιοτικών εκδόσεων).