(Δημοσιεύτηκε στο the books' journal, τεύχος 145, τον Σεπτέμβριο του 2023.)
Επίμετρο στο μυθιστόρημα Περεγρίνος
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το ιστορικό μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή Περεγρίνος. Από το βιβλίο αυτό, δημοσιεύουμε το επίμετρό του, στο οποίο ο συγγραφέας εξηγεί πώς και γιατί υιοθέτησε τον συγκεκριμένο ήρωα και πώς εργάστηκε για τη συγγραφή του: «Είχα δέκα-είκοσι πληροφορίες για μια ιστορική βιογραφία όπως μπορούσα να τις μαζέψω απ’ το κείμενο του Λουκιανού, που δεν αποκλείεται κι αυτές τραβηγμένες στα άκρα ή και διαστρεβλωμένες στο πλαίσιο της πολεμικής του λιβελογράφου Λουκιανού, μα κιόλας τόσες λίγες, που μόνο ιστορική δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί συνθεμένη στο τέλος η βιογραφία. Δεν είχα, λοιπόν, άλλη επιλογή από το να ριχτώ στη μελέτη των πηγών, γραπτών και υλικών καταλοίπων, της περιόδου, γενικότερα να καταστρώσω ένα «πρόγραμμα εργασίας», ευελπιστώντας ότι εντέλει μέσ’ απ’ αυτήν την περιήγηση θα… εμφανιζόταν εντός μου ο αληθινός από την άποψη της λογοτεχνίας, ο μυθιστορηματικός πια Περεγρίνος». (Τεύχος 145)
Το έναυσμα – ο Λουκιανός
Τη δεκαπενταετία (1988-2003) που δίδασκα τα γλωσσικά μαθήματα ως φιλόλογος-φροντιστής, για την πρώτη επαφή των μαθητών του λυκείου με την αρχαία γλώσσα επέλεγα κείμενα του Λουκιανού∙ ήταν η φιλόξενη, η ευλίμενη ακτή όπου αποβιβαζόμαστε, κι ύστερα αργά, μεθοδικά, με πολλή δουλειά κινούσαμε για την κλασική αττική του 5ου-4ου αιώνα π.Χ. Αγαπούσα τον Λουκιανό για τον μετριοπαθή αρχαϊσμό του που επιπλέον συνιστά την καλύτερη εκδοχή της πρόζας στα αυτοκρατορικά χρόνια, αλλά και για τη θυμηδία, μέχρι και καυστική ειρωνεία προς όσους απ’ τους συγχρόνους του με δυσκολία παρακολουθούσαν ή και αντιλαμβάνονταν το μέτρο, τις αξίες, τη λογική των Ελλήνων των κλασικών χρόνων. Σ’ αυτούς συμπεριέλαβε και τον κυνικό Περεγρίνο-Πρωτέα, αν κρίνουμε από τη σφοδρότητα του λιβέλου που του επιφύλαξε (Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς), για τον οποίο κυνικό ειρήσθω γνωρίζουμε ελάχιστα από άλλες πηγές. Με γοήτευε στον εν λόγω λίβελο το ειρωνικό φινάλε του, οι παραισθήσεις των ακολούθων του Περεγρίνου μετά τη δημόσια αυτοπυρπόλησή του στα Ολύμπια του 165 μ.Χ., ο σεισμός, η γη που σείεται και μουγκρίζει, ο γύπας που αναδύεται μέσ’ απ’ τις φλόγες κι αφού κάνει δηλώσεις σε άπταιστα ελληνικά κατευθύνεται προς τον Όλυμπο, η «επιφάνεια» του πνεύματος του κυνικού το επόμενο κιόλας πρωινό στην Επτάηχο Στοά της Ολυμπίας.
Γύρω στο 2005 σκεφτόμουν μάλιστα να αποδώσω σε θεατρική φόρμα την ιστορία, μια κωμωδία που –γιατί όχι;– θα περιόδευε και σε θερινά ανοικτά θέατρα, έπεσα με τα μούτρα στην κωμωδία, αρχαία και νέα, Αριστοφάνη έως και Μένανδρο, το πράγμα δεν γινόταν να πάει μακριά, το παράτησα στα σκαριά του. Άλλωστε, σύντομα προς μεγάλη μου συγγραφική ανακούφιση θα παρατούσα και το θέατρο, θα ξανοιγόμουν επιτέλους στην πεζογραφία, και δη στη μακρά αφήγηση του μυθιστορήματος. Ο φόβος μου ίσαμε τότε για το μυθιστόρημα –λέω εκ των υστέρων– ήταν ευθέως ανάλογος της αγάπης μου γι’ αυτό. Και ιδίως –σωστό δέος– ο φόβος για το υποείδος του μυθιστορήματος που μου φαινόταν αδιανόητα δύσκολο, το ιστορικό: πόση έρευνα του πραγματολογικού υλικού, κι ύστερα πόσος οίστρος, πόση έμπνευση θα απαιτούνταν άραγε, τι είδους συγκέντρωση για να μεταφέρεσαι κάθε λίγο φερειπείν δεκαοκτώ-δεκαεννιά αιώνες πίσω, σε τρισδιάστατο χώρο, με όλες τις αισθήσεις να σεργιανίζεις σ’ εποχή και κόσμους για πολλούς λόγους σχεδόν εξολοκλήρου ξεχασμένους...
Στην εξαετία 2009-2015 ολοκλήρωσα τη Διονυσία και το Ο θάνατος του Μισθοφόρου, αλλά και κάθε τόσο ξεμύταγε εκεί στην άκρη του μυαλού μου ο αυτοπυρπολούμενος κυνικός του Λουκιανού. Που, αν για τις περιγραφές της οδού της Αγίας Ζώνης ή της Αιόλου στην αθηναϊκή περιπέτεια της Διονυσίας, ή του γοτθίζοντος σιντριβανιού στη Μητρόπολη και της Πύλης ντ’ Αμπουάζ στη Ρόδο του Μισθοφόρου χρειάστηκα περισσότερες από μια αυτοψίες, πώς θα τα κατάφερνα να περιηγηθώ –ένα National Geographic κυριολεκτικά– στην οικουμένη των Αντωνίνων; Συνειδητοποίησα το μέγεθος και τη δυσκολία του εγχειρήματος –ευτυχώς όχι νωρίτερα– αφότου ουσιαστικά το είχα φέρει σε πέρας, στις διορθώσεις πια του μυθιστορήματος (κατά το εξάμηνο από τον Νοέμβριο του 2021 έως και τον Μάιο του 2022).
Αλλ’ ας πιάσω τη μικρή μου περιπέτεια απ’ το ξεκίνημά της. Είχα δέκα-είκοσι πληροφορίες για μια ιστορική βιογραφία όπως μπορούσα να τις μαζέψω απ’ το κείμενο του Λουκιανού, που δεν αποκλείεται κι αυτές τραβηγμένες στα άκρα ή και διαστρεβλωμένες στο πλαίσιο της πολεμικής του λιβελογράφου Λουκιανού, μα κιόλας τόσες λίγες, που μόνο ιστορική δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί συνθεμένη στο τέλος η βιογραφία. Δεν είχα, λοιπόν, άλλη επιλογή από το να ριχτώ στη μελέτη των πηγών, γραπτών και υλικών καταλοίπων, της περιόδου, γενικότερα να καταστρώσω ένα «πρόγραμμα εργασίας», ευελπιστώντας ότι εντέλει μέσ’ απ’ αυτήν την περιήγηση θα… εμφανιζόταν εντός μου ο αληθινός από την άποψη της λογοτεχνίας, ο μυθιστορηματικός πια Περεγρίνος.
Εργασία σε τέσσερα στάδια
Θα ξεκινούσα με τα ιστορικά μυθιστορήματα που με συνάρπασαν ως αναγνώστη: Γουσταύου Φλωμπέρ: Σαλαμπώ και Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: Τα απομνημονεύματα του Αδριανού και Η άβυσσος, Γκορ Βιντάλ: Ιουλιανός και Δημιουργία, ενώ στην πορεία θα συναντιόμουν με τον επίσης αριστουργηματικό Αύγουστο του Τζον Γουίλιαμς. Εννοείται πως πέρα απ’ την απόλαυση του αναγνώστη, αυτή τη φορά θα τα μελετούσα στον πάγκο του εργαστηρίου μου. Ανακάλυπτα ένα ένα τα τεχνικά ζητήματα, αντιλαμβανόμουν τις διαφορετικές στρατηγικές της αφήγησης, αλλά και τη θεμελιώδη υποχρέωση: υπάρχει σύμβαση αναγνωστική στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό υποείδος, η οποία απαιτεί πρωτίστως την ιστορική αληθοφάνεια. Ακόμη κι όταν είναι απολύτως μυθιστορηματική η πλοκή ή οι ήρωες, ο αναγνώστης έχει πρωταρχική ανάγκη την ψευδαίσθηση (που τη θέλει τόσο καλά δουλεμένη, ώστε να την ξεχνάει: η σύμβαση που αναφέρω παραπάνω) ότι διαβάζει κάτι σαν ντοκουμέντο, έναν χαμένο κώδικα φερειπείν που βρέθηκε καταχωνιασμένος σε μεσαιωνικό μοναστήρι, ή κάποιον απ’ τους πολλούς αδιάβαστους ακόμη παπύρους της Οξυρρύγχου. Έπειτα, στο πρώτο πρόσωπο η αφήγηση (ημερολόγιο - απομνημονεύματα ή επιστολές) ή σε τρίτο; Αλλά και σε τρίτο, γνωστής ή και άγνωστης ταυτότητας ο αφηγητής, όπως και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση άλλωστε, οφείλει να είναι σύγχρονος των εξιστορούμενων ή εν πάση περιπτώσει να (δίνει την εντύπωση ότι) κατανοεί και καταγράφει τον κόσμο που ιστορεί μέσα από τις τότε προσλαμβάνουσες: αφηγητής και υλικό της αφήγησης να βρίσκονται εκεί και τότε. Πράγμα που αμέσως αμέσως, για να αναπληρωθεί το χάσμα και η απουσία παραστάσεων απ’ τα ιστορούμενα, συνεπάγεται αναλυτικότερη αφήγηση, αφήγηση εν προκειμένω με συχνές περιγραφές, ιδίως όταν προκριθεί η τριτοπρόσωπη σε σχέση με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Για το τελευταίο, να δώσω απλό παράδειγμα: ένας ήρωας μπαίνει στην κάμαρά του, αρπάζει βιαστικά τη χλαίνη του. Με την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ίσως χρειαστεί να περιγραφεί μόνο η αφή ή η φευγαλέα εντύπωση του ρούχου (ενδεχομένως και του χώρου). Σε τρίτο πρόσωπο, ο αφηγητής ακολουθεί τον ήρωα, που σημαίνει δεν προσπερνά βιαστικός αλλά βλέπει αν η πόρτα της κάμαρης είναι θυρόφυλλο διπλό ή μονό που το σπρώχνει, αν είναι ταμπλαδωτή και ποιο το πόμολό της, μέσα στο δωμάτιο παρατηρεί το φως από τι φεγγίτη εισδύει (τετράγωνο παραθυράκι με κουρτινάκι ή με ξύλινα καΐτια και τζάμια; –υπήρχε άραγε επίπεδη επιφάνεια τζαμιού στον 2ο αι. μ.Χ.;), η χλαίνη είναι πεταμένη στο ποδαρικό του κρεβατιού, όμως πώς ακριβώς είναι το κρεβάτι; Είναι ίσως διπλωμένη σε κάποιο ερμάρι, μήπως κρεμασμένη σε καλόγηρο ή από κάποιο καρφί στον τοίχο; Και ασφαλώς, για κάθε προηγούμενη ερώτηση, απαιτείται έρευνα, δεν αποκλείεται και σχετική βιβλιογραφία.
Τα επόμενα στάδια θα υπηρετούσαν ένα είδος εσωτερικής στρατηγικής: ο ήρωας αυτός έπρεπε να μου αποκαλυφθεί, δεν «κατασκεύασα» ποτέ χαρακτήρα ή συμβάν/πλοκή, δεν θα το έκανα στον Περεγρίνο, βέβαια… Άρα, τι άλλο, από το να εντρυφήσω όσο γινόταν σχολαστικότερα στην εποχή και το περιβάλλον του. Κι αυτό με απλά λόγια σήμαινε τρεις περαιτέρω στάσεις: τα έπη του Ομήρου, η μία, καθώς ετούτα μέχρι και το τέλος του αρχαίου κόσμου αποτελούν τη βάση της κουλτούρας, λαϊκής όσο και λόγιας, περίπου ό,τι σήμερα οι τέχνες, τα γράμματα, αλλά και οι λαϊκότερες εκδοχές τους, το σινεμά και οι τηλεοπτικές σειρές, μέρος δηλαδή της αισθηματικής ή και αισθητικής ζωής των τότε ελληνόφωνων τουλάχιστον, και επιπλέον άλλες δύο στάσεις, σχετικές με τα γραπτά κατάλοιπα του 2ου μ.Χ. αιώνα, της εποχής του Περεγρίνου, που συνιστούν λίγο-πολύ τις μαρτυρίες της Β’ Σοφιστικής (του μεγαλύτερου κλασικιστικού κινήματος της αρχαιότητας), ήτοι τα αρχαία μυθιστορήματα κατεξοχήν, αλλά όχι με μικρότερο ενδιαφέρον και τα λογής άλλα κείμενα της περιόδου. Να σημειώσω, επίσης, πως χάρη στην τριβή από την εκπαιδευτική μου προϋπηρεσία είχα πρόσβαση στο υλικό αμεσολάβητη, μελετούσα τα κείμενα στο πρωτότυπο.
Αποσπάσματα, αρκετές ραψωδίες στο πανεπιστήμιο, ενδεχομένως και το σύνολο των επών θα πρέπει να τα είχα διαβάσει –να πω σωστότερα: διατρέξει– παλιότερα, αλλά τώρα, σε ώριμη ηλικία και με αντίστοιχη κατοχή της γλώσσας, μαζί με το δέος της απαράμιλλης οικονομίας, θα γέμισε το μυαλό μου αλλοτινούς ανθρώπους, νοοτροπίες, ήθη, εικόνες, κατέληξα πως οι Νεοέλληνες σπουδαιότερο άλλο από το προνόμιο να πάμε στον Όμηρο με όχημα τη μητρική μας δεν έχουμε.
Τα αρχαία μυθιστορήματα είναι συχνά ανοικονόμητα και ατελή από άποψη λογοτεχνική, όμως αποτελούν τις απαρχές του είδους. Ο Τόμας Χαιγκ θυμίζει πως ο Θερβάντες –ο θεμελιωτής του νεότερου μυθιστορήματος και πρώτος μεγάλος μυθιστοριογράφος– πέθανε πιστεύοντας ότι «θα περάσει στην αθανασία, όχι με τον Δον Κιχώτη, αλλά με το Persiles y Sigismunda»[1], το τελευταίο έργο του που ο ίδιος το συσχέτιζε με τον Ηλιόδωρο και που ακολουθούσε τους δρόμους του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος. Παρά τις αδυναμίες τους, ωστόσο, δεν λείπουν και στα αρχαία μυθιστορήματα διάσπαρτα εκλεκτά κομμάτια, ιδίως στα: Δάφνις καὶ Χλόη του Λόγγου –το εντελέστερο όλων-, Λευκίππη καὶ Κλειτοφῶν του Αχιλλέα Τάτιου, Χαιρέας καὶ Καλλιρρόη του Χαρίτωνα Αφροδισιέα. Αλλά δεν είναι δίχως ενδιαφέρον και τα Ἐφεσιακὰ του Ξενοφώντα Εφέσιου, τα Αἰθιοπικὰ του Ηλιόδωρου, το αποστολικό μυθιστόρημα Ἀπόκρυφες πράξεις Παύλου καὶ Θέκλας, το ρωμαϊκό κωμικό μυθιστόρημα Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις του Απουλήιου, κι αυτό που μοιάζει περίληψή του, το Λούκιος ἢ ὄνος, όπως επίσης το συναρπαστικό Σατυρικό του Πετρώνιου. Έργα τα περισσότερα του 2ου αιώνα μ.Χ., στην αυτοκρατορία των Αντωνίνων και τότε που κυρίως εκτείνεται το κίνημα της Β’ Σοφιστικής.
Παράλληλα θα μελετούσα και τα υπόλοιπα κείμενα της περιόδου –σημαντικά για κάποιον λόγο το καθένα: του Φιλόστρατου (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον, Βίοι σοφιστῶν, Ἐπιστολαί, Γυμναστικός), του Αίλιου Αριστείδη (Ἱεροὶ λόγοι, Εἰς Αἰγαῖον Πέλαγος), του Αρτεμίδωρου (Ὀνειροκριτικά), του Μάρκου Αυρηλίου (Τὰ εἰς ἑαυτόν), του Πλουτάρχου (Ἐρωτικός), του Στράτωνα (Μοῦσα παιδική), του Παυσανία (Ἑλλάδος περιήγησις, και ιδίως τα βιβλία 5 και 6, αντίστοιχα Ἠλιακῶν Α’ και Β’), εννοείται το έργο του Λουκιανού στο σύνολό του, όπως και κάμποση σύγχρονη αρχαιολογική και ιστορική σχετική βιβλιογραφία. Την τελευταία δεν την απαριθμώ∙ ο Περεγρίνος είναι μυθιστόρημα, κι είναι άλλο η ιστορική αληθοφάνεια, κι άλλο η επιστημονική εργασία. Άλλωστε προτιμούσα το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, φερειπείν, για το οποίο υπήρχαν ελάχιστες και κυρίως σε αρχαίες πηγές πληροφορίες, άρα θα το συνέθετα με τη φαντασία μου ο ίδιος, παρά το Σεραπείο, για το οποίο όφειλα να ξεκοκαλίσω πολυσέλιδη αρχαιολογική βιβλιογραφία και δη ξενόγλωσση…
Το σύγχρονο ρίγος
Η βασική ή η ουσιαστική πληροφορία στον λίβελο του Λουκιανού είναι πως αυτός ο άνθρωπος, ο Περεγρίνος, δεν τα κατάφερε στη διάρκεια του παραγωγικού του βίου να διακριθεί ανάμεσα στους συγκαιρινούς του, κι ότι γι’ αυτό, προκειμένου να συγκεντρώσει όπως λέμε σήμερα πάνω του τους προβολείς, κάπου στα εξήντα έξι του εξήγγειλε και, πάντα κατά τον Λουκιανό, ύστερα εκών-άκων εξαναγκάστηκε να αυτοπυρποληθεί δημόσια. Νομίζω, κι ας μην το είχα συνειδητοποιήσει απ’ την αρχή, εδώ ένιωσα το αναλογικά σύγχρονο ρίγος στην ιστορία του ανδρός. Σ’ έναν ρητορικό λόγο, μία επιστολή, ή σημερινό άρθρο ή και δοκίμιο μπορείς να αμφισβητήσεις, να λοιδορήσεις ακόμη, το κράμα μικρόνοιας και ναρκισσισμού που εξωθεί στην ακραία έκθεση του εαυτού, εφόσον μάλιστα αποσκοπεί στο να εκβιάσει τη συμπάθεια ή την αποδοχή από το πλήθος: είναι συχνότατοι στους καιρούς μας οι λογής «παίκτες σε ριάλιτι» –αλίμονο, όχι μόνο στα καθαυτό τηλεοπτικά–, σε κάθε έκφανση του δημόσιου βίου, άνθρωποι πρόθυμοι να ριχτούν βορά και στην πιο αρνητική ή «ευτελή» δημοσιότητα, προκειμένου να αποσπάσουν έστω για λίγο την προσοχή των πολλών. Αλλά η δουλειά της λογοτεχνίας ή της τέχνης –όπως την αντιλαμβάνομαι προσωπικά– δεν είναι να αξιολογεί συμπεριφορές ή ανθρώπους. Κάτι τέτοιο, εκτιμώ, ανήκει γενικά στο έργο της ρητορικής ή της φιλοσοφίας. Ένας άνθρωπος έγινε άθυρμα του καιρού του – και μάλιστα κατέληξε να θεωρεί πεπρωμένο του αυτόν τον ετεροκαθορισμό. Μα μήπως και οτιδήποτε άλλο, ο όποιος αυτοκαθορισμός, δεν αποδεικνύεται τελικά ψευδαίσθηση; Και μήπως ήδη και μ’ αυτές τις ερωτήσεις υπερβαίνω τα όρια της λογοτεχνίας; Αφ’ ης στιγμής κάποιος γίνεται ήρωας μυθιστορήματος, η ζωή του ξανακερδίζει την ακεραιότητά της: την άπειρη, την ασύλληπτη πολυπλοκότητα που έχει η ζωή όλων ανεξαιρέτως, ακόμη και του κοινωνικά υποδεέστερου ανθρώπου στον πλανήτη. Με το που πήρε να ζυμώνει τον βίο του κυνικού εν είδει μαγιάς αυτό το αίσθημα εντός μου –κι ας μην το συνειδητοποίησα αμέσως–, άρχισε και να αργοσαλεύει στο μυαλό μου ο αληθινός Περεγρίνος, θέλω να πω ο ήρωας του μυθιστορήματός μου. Ναι, μπορεί όσα τού καταλογίζει ο Λουκιανός πάνω-κάτω να ίσχυαν ή να συνέβησαν, να υπήρξε όντως ένας γελοίος άνθρωπος, όμως όπως και σε κάθε μυθιστορηματική εκδίπλωση ζωής, η αφήγηση θα του πρόσδιδε το κύρος της αλήθειας των μύθων, που –ας μου επιτραπεί– στον ίδιο βαθμό άλλη αλήθεια με δυσκολία εμπιστεύομαι.
Ο μυθιστορηματικός Περεγρίνος δεν τα κατάφερε, λοιπόν, να κάνει την καριέρα ενός διακεκριμένου σοφιστή –κάτι που φιλοδοξούσαν οι περισσότεροι λόγιοι/διανοούμενοι του καιρού–, και σοφιστής πά’ να πει καλλιεργημένος και γνώστης των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, καλός χρήστης της κλασικής αττικής, ρήτορας και φιλόσοφος, και που περιέρχεται πόλεις κι εμφανίζεται σε θέατρα, ωδεία, βουλευτήρια, δίνει σοφιστικές παραστάσεις, εκφωνεί δηλαδή αυτοσχέδιους επιδεικτικούς λόγους, συνήθως με θεματολογία που του υποδεικνύει διά βοής το κοινό των ακροατών του. Αυτές οι παραστάσεις-διαλέξεις δεν έχουν εισιτήριο, όμως δεν είναι σπάνιο εύποροι γοητευμένοι ακροατές να ανταμείβουν με χρηματικά δώρα τους σοφιστές. Οι σοφιστές, επίσης, διατηρούν κύκλο σπουδαστών –τους διδάσκουν ρητορική και φιλοσοφία– δίκην κολλεγίων, και τα δίδακτρά τους είναι ευθέως ανάλογα της αξίας ή του κύρους/της φήμης τους. Όταν άκουσε –μας λέει ο Φιλόστρατος[2]– ο Ηρώδης ο Αττικός τον διάσημο Λαοδίκειο σοφιστή που έδρευε στη Σμύρνη, τον Αντώνιο Πολέμωνα, τόσο γοητεύτηκε, που την επομένη τού έστειλε δώρο εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές, που όμως γιατί ο σοφιστής τις θεώρησε λίγες δεν τις αποδέχτηκε, ο Ηρώδης αναγκάστηκε να τις κάνει διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές, και μόνο τότε ο Πολέμωνας «προθύμως» τις έλαβε «ὥσπερ ἀπολαμβάνοντα / σαν να του τις όφειλαν». Για την τάξη μεγέθους της αμοιβής, αρκεί να αναλογιστούμε, όπως μας πληροφορεί πάλι ο Φιλόστρατος[3], ότι το υδραγωγείο της Αλεξάνδρειας-Τρωάδας, πόλης στη ακμή της εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί Αδριανού, κοστολογήθηκε αρχικά στα τρία εκατομμύρια δραχμές. Είμαστε στην εποχή που ένα ζευγάρι ακριβά γυναικεία παπούτσια πουλιέται συνήθως γύρω στις τέσσερις δραχμές… Πρόκειται προφανώς για αστρονομικές αμοιβές, που μπροστά τους μάλλον ωχριούν οι σημερινές των ηθοποιών του Χόλιγουντ. Αν δώσει ένας ελλόγιμος σοφιστής καλή παράσταση μπροστά στον αυτοκράτορα (εννοείται σε γλώσσα κλασική αττική), θα εισπράξει βασιλικά προνόμια, αξιώματα, υπηρέτες, γαιοκτησίες. Πρόκειται με άλλα λόγια για την αίγλη της ελληνικής, που νομίζω ότι ανάλογη δεν απόκτησε έκτοτε καμιά άλλη γλώσσα. Εύλογα τα ιερά κείμενα της χριστιανικής θρησκείας θα γράφονταν σ’ αυτήν, αλλά και στην πορεία των αιώνων –νομίζω κι αυτό απ’ τα πολύ σπάνια ιστορικά φαινόμενα– η ελληνική γλώσσα (κάπως σαν αντιδάνειο του χριστιανισμού), θα γένναγε έναν λαό: τους Νεοέλληνες.
Το δεύτερο και δυσκολότερο κομμάτι σ’ αυτή τη μυθιστορηματική βιογραφία ήταν το είδος της βίαιης –αν μπορεί να ειπωθεί– συναίσθησης του χρόνου. Θυμάμαι να το διαβάζω στα αντεπιχειρήματα της ποινής του θανάτου, δεν υπάρχει τίποτε πιο αφύσικο από το να γνωρίζει ο θανατοποινίτης την ημέρα και ώρα του θανάτου του, αυτό που εκούσια και με ακρίβεια όρισε για τον εαυτό του ο ίδιος ο Περεγρίνος. Δεν έχω εξιχνιάσει γιατί ενόσω έγραφα τη Διονυσία δεν υπήρξε Κυριακή, μα ούτε μία, που να μην εκκλησιαστώ, ακόμη και εκτός Ελλάδος κατέφευγα σε ναούς άλλων δογμάτων, ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα και εφεξής οι εκκλησιασμοί κοπήκανε μαχαίρι. Τώρα με τον Περεγρίνο έζησα τη διαρκή, όμως διαρκή, αγωνία της συνείδησης ή συναίσθησης του χρόνου: υπολόγιζα βασανιστικά τις μέρες, τα δεκαήμερα, τους μήνες, τα χρόνια. Αφότου τέλειωσα και τις διορθώσεις, μοιάζει σαν χαλαρός να ξάπλωσα επιτέλους να κοιμηθώ δίχως να με νοιάζει πόσο θα διαρκέσει ο ύπνος, πότε θα ξυπνήσω…
Ο αφηγητής κι ένας μικρός απολογισμός
Και για να επιστρέψω στα μορφολογικά στοιχεία, ουσιαστικά πρόκυψε ένα είδος δισυπόστατου αφηγητή: είναι ο τότε αφηγητής –ας μην πω ο αρχαίος–, που αγνοώ την ταυτότητά του, και μαζί ένας νεότερος, που μεταφράζει τον αρχικό, και εν μέρει εκσυγχρονίζει την οικονομία της δουλειάς του. Εντέλει, ένα αρχαίο μυθιστόρημα, που όμως υπακούει στη σύγχρονη αφηγηματική οικονομία του είδους. Παραμένουν κάπως σαν σπόλια/spolia: «Λόγοι» αντί για «Κεφάλαια», οι εμβόλιμοι στίχοι, η αρχαία ώρα, τα μέτρα ή τα σταθμά. Όσο για τους στίχους, για να διευκολυνθεί η σύγχρονη ανάγνωση, αποδίδονται σε μετάφραση ενιαίου ύφους, σε ελεύθερο στίχο και γλώσσα πρόζας (εννοείται στις σημειώσεις στο τέλος του μυθιστορήματος παρατίθενται αυτούσιοι για όποιον θέλει να τους μελετήσει).
Θα μπορούσα να εκταθώ και σε άλλα θέματα –αναφέρομαι σε μια μακρά (επτάχρονη αποκλειστική) συγγραφική εργασία–, όμως ας αρκεστώ στα όσα έως εδώ. Ο Περεγρίνος υπήρξε αδιαμφισβήτητα το πλέον απαιτητικό έργο μου. Ίσως όχι το αξιολογότερο από λογοτεχνική άποψη, αλλά σίγουρα αυτό που απορρόφησε και μεταβόλισε τα περισσότερα βιώματα, τις σπουδές, τα διαβάσματα, σχεδόν όλα όσα με τα οποία έχω καταπιαστεί ίσαμε σήμερα, στα 63 μου χρόνια. Να επιχειρήσω ξανά έργο εξίσου επίμοχθο, μου φαίνεται απίθανο. Να προσθέσω παρεμπιπτόντως, όταν ήμουν παιδί, μαζί με τα γειτονόπουλα στο κέντρο της πόλης της Κω, παίζαμε στην αχανή αλάνα με τα αρχαία, στο Φόρο, στην Αγορά, και το κύριο στρώμα των μνημείων εκεί προέρχεται από την πόλη της ίδιας εποχής με τον Περεγρίνο. Ακόμη ένα κάτοπτρο, λοιπόν: τότε παίζοντας κοίταζα πέρα στα εξήντα μου, ή κι αντίστροφα, ωριμάζοντας τώρα επέστρεφα στον παιδότοπό μου.
Όταν πέρσι, μετά και τις διορθώσεις του μυθιστορήματος, επιβιβασμένος στο αεροπλάνο για Νάπολη –ταξίδι ματαιωμένο από το 2020 λόγω της πανδημίας–, έδενα τη ζώνη ασφαλείας, έπιασα τον εαυτό μου ν’ αναλογίζεται: «Εσύ έκανες το ταξίδι του Περεγρίνου: Πάριο της Μυσίας, Κύζικος, Νικόπολη της Αρμενίας, Πέργαμος, Σμύρνη, Έφεσος, Καισάρεια Ιουδαίας, Αλεξάνδρεια, Μερόη, Ρώμη, Αθήνα, Ολυμπία. Τι τα θες πια τα ταξίδια…», τα συμβατικά κατά κάποιον τρόπο, σκέψη πάντως που δεν ανακοίνωσα στον συνταξιδιώτη – μάλλον φοβήθηκα μην ακουγόμουν φανφαρόνος.
Στην Κω, τον Ιούλιο του 2023
*Το μυθιστόρημα Περεγρίνος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
[1] Tomas Hägg, Το αρχαίο μυθιστόρημα, σελ. 244 (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010).
[2] Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστῶν, Α 538.
[3] Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστῶν, Β 549.