Ήτανε κάποια μέρα τον Ιανουάριο του 2009, ανέβαινα Αθήνα, κι ενώ είχα πολύ λίγες ώρες πριν από την πτήση, μου τηλεφωνεί η Ιωάννα Μπλάτσου, η δημοσιογράφος, θα κάναμε μία συνέντευξη τότε, μου ζήτησε ορισμένες πληροφορίες-φωτοτυπίες απ' το αρχείο μου. Έτρεχα με πολύ άγχος να προλάβω αλλά και να μη χαθεί τίποτε απ' τους φακέλους, με βλέπει ο αδελφός μου ο Θανάσης -ήτανε στο φόρτε τους τα blogs εκείνα τα χρόνια, τα ιστολόγια ή online ημερολόγια-, μου λέει, λοιπόν, γιατί δεν μεταφέρεις όλα τα ντοσιέ (συνεντεύξεις, κριτικές, κείμενα παράλληλα ή επεξηγηματικά) σ' ένα μπλογκ, να είναι άμεσα προσιτά σε όποιον για τον έναν ή τον άλλο λόγο ενδιαφέρεται για τα έργα σου. Στην ουσία θα χρησιμοποιούσα τον χώρο του blog (ιστολόγιου) ως site (ιστοσελίδα ή ιστότοπο), και για άλλους λόγους και γιατί ήταν πολύ ευκολότερος στη χρήση του.
Η πρώτη ανάρτηση έγινε την Τρίτη 16 Ιουνίου του 2009. Έκτοτε, προστέθηκαν άλλες περίπου 760 (καμαρώνω ιδιαίτερα τις κατηγορίες / ετικέτες: Όμηρος - ο πρώτος μυθιστοριογράφος, Αρχαίο μυθιστόρημα, Δεύτερη Σοφιστική, Λουκιανός - ο Σύρος αττικιστής), ενώ οι επισκέψεις των αναγνωστών πλησιάζουν τις 76.000.
Εκείνη η πρώτη ανάρτηση, με τον τίτλο Μετά τη Λισαβόνα, ήτανε σχεδόν σημαδιακή, να πω και προφητική -ή μήπως το 2009 είναι ακόμα μια χρονιά-καμπή της ζωής μου; Τους πρώτους μήνες θα παιζόταν το τελευταίο μου θεατρικό -μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία- Λισαβόνα (έργο γραμμένο το 2007), και που και για άλλους πολλούς λόγους ήξερα ότι έκλεινε οριστικά και αμετάκλητα τη σχέση μου με το θέατρο, εντωμεταξύ από το φθινόπωρο του 2008 κυκλοφορεί Το Σκοτεινό Νησί, μεταγραμμένο σε πρόζα παλιότερο θεατρικό μου (ό,τι καλύτερο είχα να πάρω μαζί μου κλείνοντας την περίοδο αυτή της ζωής μου), η πρώτη μου έξοδος στην πεζογραφία όπως μου άρεσε να το χαρακτηρίζω, δίχως να συνειδητοποιώ την απελευθερωτική σημασία της λέξης έξοδος -αγάπησα πολύ εκείνο το μάλλον ακαλαίσθητο από άποψη εκδοτική βιβλιαράκι. Στη διάρκεια της ίδιας άνοιξης, του 2009, ολοκλήρωσα πυρετικά σχεδόν τη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα -την είχα σε άτεχνες σημειώσεις κάπου από τη δεκαετία του 1990-, το πρώτο μου γνήσιο και εξ υπαρχής πεζό, κράτησα επίσης στην άκρη το κείμενο ενός αφηγηματικού διαλόγου, που μου φαινόταν αμήχανο υβρίδιο ανάμεσα σε θέατρο και πεζογραφία, και που γι' αυτό θα το ξέχναγα στο συρτάρι μου, Το γυμναστήριο, τη νουβέλα της οποίας την οικονομία μπόρεσα να διακρίνω μόλις πέρσι, το 2018. Και τέλος, κάπου απ' τα μέσα του φθινοπώρου του 2009, ξεκινώ το πρώτο μυθιστόρημά μου, τη Διονυσία, και που με απασχόλησε ίσαμε και το καλοκαίρι του 2011.
Όλ' αυτά τα χρόνια έδινα στο μπλογκ-αρχείο Αντώνης Νικολής ρόλο επικουρικό ή συμπληρωματικό στο έργο μου: σ' αυτό θα προσέτρεχε ο απαιτητικός αναγνώστης του για όσες τυχόν επιπλέον πληροφορίες τον ενδιέφεραν. Παράλληλα, να σημειώσω, πάντοτε με ενοχλούσε η υπερέκθεση ή η υπερπροβολή του προσώπου ή του ιδιωτικού βίου ενός συγγραφέα, ιδίως όταν τις επιδιώκει ο ίδιος, εξίσου όσο με ενοχλεί και η πολλή χειραγώγηση από τον ίδιο του έργου του, παρόλο που ως ένα σημείο όλ' αυτά είναι μάλλον αναγκαία. Σκέφτομαι τελευταία (και όσο περισσότερο συνειδητοποιώ την εσωτερική συνέπεια από κείμενο σε κείμενο στο ύφος του έργου μου) πως ίσως πλησιάζει ο καιρός να πάρω μία άλλη στάση απέναντι σ' αυτό, στάση διακριτικότητας κατά κάποιο τρόπο...
Ν' αρχίσω να αραιώνω και εδώ και αλλού, εννοώ. Όχι μόνο γιατί οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, αλλά και γιατί τι σωστότερο για έναν πατέρα που ευτύχησε να έχει καλά παιδιά, απ' το να κάνει πίσω, να τους αφήσει τον ζωτικό χώρο, να χαίρεται από απόσταση την προκοπή τους.
Η πρώτη ανάρτηση έγινε την Τρίτη 16 Ιουνίου του 2009. Έκτοτε, προστέθηκαν άλλες περίπου 760 (καμαρώνω ιδιαίτερα τις κατηγορίες / ετικέτες: Όμηρος - ο πρώτος μυθιστοριογράφος, Αρχαίο μυθιστόρημα, Δεύτερη Σοφιστική, Λουκιανός - ο Σύρος αττικιστής), ενώ οι επισκέψεις των αναγνωστών πλησιάζουν τις 76.000.
Εκείνη η πρώτη ανάρτηση, με τον τίτλο Μετά τη Λισαβόνα, ήτανε σχεδόν σημαδιακή, να πω και προφητική -ή μήπως το 2009 είναι ακόμα μια χρονιά-καμπή της ζωής μου; Τους πρώτους μήνες θα παιζόταν το τελευταίο μου θεατρικό -μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία- Λισαβόνα (έργο γραμμένο το 2007), και που και για άλλους πολλούς λόγους ήξερα ότι έκλεινε οριστικά και αμετάκλητα τη σχέση μου με το θέατρο, εντωμεταξύ από το φθινόπωρο του 2008 κυκλοφορεί Το Σκοτεινό Νησί, μεταγραμμένο σε πρόζα παλιότερο θεατρικό μου (ό,τι καλύτερο είχα να πάρω μαζί μου κλείνοντας την περίοδο αυτή της ζωής μου), η πρώτη μου έξοδος στην πεζογραφία όπως μου άρεσε να το χαρακτηρίζω, δίχως να συνειδητοποιώ την απελευθερωτική σημασία της λέξης έξοδος -αγάπησα πολύ εκείνο το μάλλον ακαλαίσθητο από άποψη εκδοτική βιβλιαράκι. Στη διάρκεια της ίδιας άνοιξης, του 2009, ολοκλήρωσα πυρετικά σχεδόν τη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα -την είχα σε άτεχνες σημειώσεις κάπου από τη δεκαετία του 1990-, το πρώτο μου γνήσιο και εξ υπαρχής πεζό, κράτησα επίσης στην άκρη το κείμενο ενός αφηγηματικού διαλόγου, που μου φαινόταν αμήχανο υβρίδιο ανάμεσα σε θέατρο και πεζογραφία, και που γι' αυτό θα το ξέχναγα στο συρτάρι μου, Το γυμναστήριο, τη νουβέλα της οποίας την οικονομία μπόρεσα να διακρίνω μόλις πέρσι, το 2018. Και τέλος, κάπου απ' τα μέσα του φθινοπώρου του 2009, ξεκινώ το πρώτο μυθιστόρημά μου, τη Διονυσία, και που με απασχόλησε ίσαμε και το καλοκαίρι του 2011.
Όλ' αυτά τα χρόνια έδινα στο μπλογκ-αρχείο Αντώνης Νικολής ρόλο επικουρικό ή συμπληρωματικό στο έργο μου: σ' αυτό θα προσέτρεχε ο απαιτητικός αναγνώστης του για όσες τυχόν επιπλέον πληροφορίες τον ενδιέφεραν. Παράλληλα, να σημειώσω, πάντοτε με ενοχλούσε η υπερέκθεση ή η υπερπροβολή του προσώπου ή του ιδιωτικού βίου ενός συγγραφέα, ιδίως όταν τις επιδιώκει ο ίδιος, εξίσου όσο με ενοχλεί και η πολλή χειραγώγηση από τον ίδιο του έργου του, παρόλο που ως ένα σημείο όλ' αυτά είναι μάλλον αναγκαία. Σκέφτομαι τελευταία (και όσο περισσότερο συνειδητοποιώ την εσωτερική συνέπεια από κείμενο σε κείμενο στο ύφος του έργου μου) πως ίσως πλησιάζει ο καιρός να πάρω μία άλλη στάση απέναντι σ' αυτό, στάση διακριτικότητας κατά κάποιο τρόπο...
Ν' αρχίσω να αραιώνω και εδώ και αλλού, εννοώ. Όχι μόνο γιατί οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, αλλά και γιατί τι σωστότερο για έναν πατέρα που ευτύχησε να έχει καλά παιδιά, απ' το να κάνει πίσω, να τους αφήσει τον ζωτικό χώρο, να χαίρεται από απόσταση την προκοπή τους.