Αναζήτηση ατομικότητας στην πόλη
[Καθημερινή, 24-9-2016 / Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Βατόπουλος αναφέρεται στη Διονυσία: 1, 2. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.]
Οι ιστορίες του άστεως αναδύονται, με πολλαπλές προσεγγίσεις, στη λογοτεχνία μετά το 2010.
To 1978, o Mένης Κουμανταρέας είχε
ανανεώσει την ανατομία του άστεως με την «Κυρία Κούλα». Ο ηλεκτρικός
ήταν η κινούμενη σκηνή που απομάκρυνε την Αθήνα από την ηθογραφία και
μας έδινε ήρωες γεμάτους ρωγμές. Την ίδια εποχή (1977), η ξεχασμένη
νουβέλα «Μετακόμιση» (εκδ. Κέδρος) του Τριαντάφυλλου Πίττα όριζε νέο
πλαίσιο για την αναδιάταξη της οικογένειας και των σχέσεων, λίγα χρόνια
πριν την εμφάνιση της περίφημης γενιάς του ’80 που ανανέωσε τη γλώσσα.
Οι νέες προσεγγίσεις πάνω στην αστική ζωή μέσα από τη λογοτεχνία δίνουν
διαρκώς νέα έργα από τη μεταπολίτευση και μετά, αλλά αυτό που συμβαίνει
μετά το 2010 έχει ιδιαίτερη ένταση.
Δεν προκαλεί, φυσικά, εντύπωση ότι η αλλαγή της αστικής καθημερινότητας τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει κύμα νέας γραφής, με διαβαθμίσεις και αποχρώσεις ποιότητας, φόρμας, αυτοαναφορικότητας, εμμονών και ευρυχωρίας, αλλά το σύνολο, σχεδόν, της παραγωγής έχει μετακινήσει την Αθήνα σε ένα οξύμωρο και γκροτέσκο τοπίο. Οπως και να το δει κανείς, νέοι ανθρωπότυποι αναδύoνται και η ανατομία στη μοναξιά προτείνει παράλληλα και αναθεωρημένες εκδοχές της αποξένωσης. Μία λογοτεχνική πόλη σιωπής, κραδασμών, οργής, ματαίωσης αλλά και ανάταξης, σταδιακά γεννιέται.
Συγγραφείς από τη νέα και τις παλαιότερες γενιές τροφοδοτούν τη νέα λογοτεχνική Αθήνα. Μου είχε κάνει εντύπωση η νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (εκδ. Νεφέλη, 2013), στην οποία με έναν αρκετά σκοτεινό και συμβολικό τρόπο όριζε τη νέα ανθρωπογεωγραφία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είχε δώσει με το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή» (εκδ. Καστανιώτη, 2013) μία ακτινογραφία της καθημερινότητας στην προθήκη ενός πλήρους διαγράμματος ηθικών διλημμάτων. Ο Αντώνης Νικολής με τη «Διονυσία» (εκδ. Ροδακιό, 2013) είχε οργανώσει με σάρκα και αίμα έναν ισχυρό γυναικείο ανθρωπότυπο από τη μικρή κοινωνία στην ανωνυμία της Αθήνας. Περιπτώσεις όπως της Μαρίας Μήτσορα ή του Σωτήρη Δημητρίου, με σκέψη πάνω στο νέο άστυ επί πολλά χρόνια, συνέβαλαν και αυτές στο νέο ρεύμα. Από τα πιο πρόσφατα, αξιομνημόνευτο το διήγημα «Νυχτερινό Ρεύμα» από την ομώνυμη συλλογή του Κώστα Κατσουλάρη (εκδ. Πόλις, 2015) αλλά και οι υπερτοπικοί, εν μέρει, αμφίσημοι και απρόβλεπτοι χαρακτήρες του Νικόλα Σεβαστάκη («Αντρας που πέφτει», εκδ. Πόλις, 2015). Η Ερση Σεϊρλή με το «Ρέκβιεμ: η τριλογία της Αθήνας» διεισδύει σταδιακά στην πόλη του νέου αιώνα και εν τέλει την κυκλώνει (εκδ. Απόπειρα, 2016). Ο Αλέξης Πανσέληνος με την «Κρυφή Πόρτα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2016) εστιάζει στη μικρογεωγραφία του αστικού διαμερίσματος και αρχιτεκτονεί σχέσεις με βάση την κάτοψη της αθηναϊκής ζωής. Με τη νέα του συλλογή, «Πλατεία Μεσολογγίου» (εκδ. Ολκός, 2016), ο Βαγγέλης Προβιάς προχωράει σε μία θεώρηση ανθρώπινων τύπων, μέσα και έξω από το άστυ, με την Πλατεία Μεσολογγίου ως συμβολική λίμνη αστικής ζωής.
Αναβλύζει η ανάγκη ορισμού μιας νέας ατομικής συνθήκης σε μία κόψη ιστορικού χρόνου.
Δεν προκαλεί, φυσικά, εντύπωση ότι η αλλαγή της αστικής καθημερινότητας τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει κύμα νέας γραφής, με διαβαθμίσεις και αποχρώσεις ποιότητας, φόρμας, αυτοαναφορικότητας, εμμονών και ευρυχωρίας, αλλά το σύνολο, σχεδόν, της παραγωγής έχει μετακινήσει την Αθήνα σε ένα οξύμωρο και γκροτέσκο τοπίο. Οπως και να το δει κανείς, νέοι ανθρωπότυποι αναδύoνται και η ανατομία στη μοναξιά προτείνει παράλληλα και αναθεωρημένες εκδοχές της αποξένωσης. Μία λογοτεχνική πόλη σιωπής, κραδασμών, οργής, ματαίωσης αλλά και ανάταξης, σταδιακά γεννιέται.
Συγγραφείς από τη νέα και τις παλαιότερες γενιές τροφοδοτούν τη νέα λογοτεχνική Αθήνα. Μου είχε κάνει εντύπωση η νουβέλα του Γιάννη Τσίρμπα «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» (εκδ. Νεφέλη, 2013), στην οποία με έναν αρκετά σκοτεινό και συμβολικό τρόπο όριζε τη νέα ανθρωπογεωγραφία. Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είχε δώσει με το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή» (εκδ. Καστανιώτη, 2013) μία ακτινογραφία της καθημερινότητας στην προθήκη ενός πλήρους διαγράμματος ηθικών διλημμάτων. Ο Αντώνης Νικολής με τη «Διονυσία» (εκδ. Ροδακιό, 2013) είχε οργανώσει με σάρκα και αίμα έναν ισχυρό γυναικείο ανθρωπότυπο από τη μικρή κοινωνία στην ανωνυμία της Αθήνας. Περιπτώσεις όπως της Μαρίας Μήτσορα ή του Σωτήρη Δημητρίου, με σκέψη πάνω στο νέο άστυ επί πολλά χρόνια, συνέβαλαν και αυτές στο νέο ρεύμα. Από τα πιο πρόσφατα, αξιομνημόνευτο το διήγημα «Νυχτερινό Ρεύμα» από την ομώνυμη συλλογή του Κώστα Κατσουλάρη (εκδ. Πόλις, 2015) αλλά και οι υπερτοπικοί, εν μέρει, αμφίσημοι και απρόβλεπτοι χαρακτήρες του Νικόλα Σεβαστάκη («Αντρας που πέφτει», εκδ. Πόλις, 2015). Η Ερση Σεϊρλή με το «Ρέκβιεμ: η τριλογία της Αθήνας» διεισδύει σταδιακά στην πόλη του νέου αιώνα και εν τέλει την κυκλώνει (εκδ. Απόπειρα, 2016). Ο Αλέξης Πανσέληνος με την «Κρυφή Πόρτα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2016) εστιάζει στη μικρογεωγραφία του αστικού διαμερίσματος και αρχιτεκτονεί σχέσεις με βάση την κάτοψη της αθηναϊκής ζωής. Με τη νέα του συλλογή, «Πλατεία Μεσολογγίου» (εκδ. Ολκός, 2016), ο Βαγγέλης Προβιάς προχωράει σε μία θεώρηση ανθρώπινων τύπων, μέσα και έξω από το άστυ, με την Πλατεία Μεσολογγίου ως συμβολική λίμνη αστικής ζωής.
Αναβλύζει η ανάγκη ορισμού μιας νέας ατομικής συνθήκης σε μία κόψη ιστορικού χρόνου.