Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Κως, μια μικρή εκδοχή του κόσμου.


17 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ LIFO
18.7.2012
The Summer fiction issue
Μια μικρή εκδοχή του κόσμου.
Από τον Αντώνη Νικολή
Ένα διήγημα για την Κω.

.
Πρόσφατα μόλις άρχισα να κατανοώ πως όσο κι αν απομακρύνομαι, όπου κι αν ταξιδέψω, μετακινούμαι ελάχιστα από τον πολύ οικείο μου χώρο, την Κω. Χώρος που όλο και στενεύει, μην περιοριστεί στο τέλος -σκεφτόμουν τις προάλλες- στο οικόπεδο του σπιτιού μου, μην, ακόμα κι αν φτάσω μέχρι τον Αμαζόνιο, στη Βραζιλία δηλαδή, το κάνω μόνο για να περιποιηθώ τη μικρή mangueira στη νότια άκρη του κήπου μου, να δέσει καρπούς, να γεμίζω ύστερα γυάλες γλυκό του κουταλιού μάνγκο.
Αλλά, ας εξηγηθώ. Η αδελφή της γιαγιάς μου και νονά μου, η νανά –όπως λέμε στο νησί- η Φροσύνη, καθόταν στην ψάθινη καρέκλα πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτάς της με το βλέμμα στην κίνηση της Ιπποκράτους, από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης, κι όταν δεν δάκρυζε για τα βάσανα, την πολύ πρόωρη χηρεία της, που ήτανε «μόνια μοναχή», αναπολούσε την Κω πριν από τον σεισμό του ’33, πριν από την ιταλική πολεοδόμηση, και πόσο την αναζωογονούσαν τα ταξίδια στην Πάτμο, ότι μ’ αυτά επέστρεφε στην προσεισμική Χώρα, με τα καντούνια, τα άσπρα σπιτάκια, την αρχοντιά των ανθρώπων τότε. Πέρασα δώδεκα ολόκληρα χρόνια που με εμμονή επισκεπτόμουν χειμώνα-καλοκαίρι την Πάτμο, για Σαββατοκύριακα, για δεκαπενθήμερα, για μήνα ή και περισσότερο. Σε κάθε ευκαιρία. Η παρέα τα ίδια εκείνα χρόνια ταξίδευε Βερολίνα και Ιταλίες και Σκανδιναβίες – εμένα και μου κόστιζε περισσότερο (μαγεμένος, ό,τι άγγιζα το… χρύσωνα στην Πάτμο) και καθόλου δεν τους ζήλευα. Κάθε φορά από το πλοίο κι απ’ τη Σκάλα προς τη Χώρα, δεν το πίστευα πως υπήρχε όντως ό,τι αντίκριζα, μου θύμιζε την ταπισερί, την πάντα του τοίχου στο παιδικό μου κρεβάτι με τη νυχτερινή Βενετία να κυματίζει ελαφριά, ακόμα πιο ονειρική με την Αποκάλυψη στο κέντρο και τα φωταγωγημένα τείχη του Μοναστηριού ψηλά στην κορφή. Η Πάτμος ήτανε τα τριάντα μου, ήταν οι αναδρομές στην παλιά μυστική Χώρα της νονάς μου, και όλα τ’ άλλα τα… συμπαρομαρτούντα, βέβαια. Όπως παλιότερα, έφηβος, όταν περνούσα την Πύλη d’ Amboise στα τείχη της Παλιάς Πόλης στη Ρόδο, κάπως σαν να διέσχιζα τη Γέφυρα των Ιπποτών της Οδού των Φοινίκων στην Κω για να μπω στο κάστρο του λιμενοβραχίονά μας. Οι λέξεις ηδονή, λαγνεία, λίμπιντο, αν έχουν μια σκηνογραφία στο μυαλό μου, βρίσκονται εκεί, μα και η Ρόδος δεν είναι παρά τα δεκαοκτώ μου και μια γαλαρία νοητή και αυτή της Κω.
Από την Πάτμο με τράβηξε με το ζόρι ο κολλητός μου. Είχα εν τω μεταξύ παρατήσει τις μηχανές, είχα και σχετική πείρα οδηγού μαζί κι ένα Renault Clio, είχε έρθει η ώρα της Κρήτης, δηλαδή μιας πιο οριζοντιωμένης στα νερά της Μεσογείου και πολλαπλάσιας σε έκταση (όμως και πάλι) Κω. Από γεωλογική άποψη, άλλωστε, μοιάζουν κορφές του ίδιου βουνού η Μεγαλόνησος και τα Δωδεκάνησα. Είκοσι μέρες δεν χόρταινα να σεργιανίζω πάνω-κάτω, ιδίως κάτω (Μάταλα, Κομμός, Τριόπετρα, Άγιος Παύλος, Σούγια, οι ωραιότερες παραλίες γυμνιστών του σύμπαντος), το ανεξερεύνητο καινούριο οικείο.

Τα επόμενα δύο χρόνια, τη μια φορά στη Σητεία, την άλλη στο Ηράκλειο, αποβιβαζόμενος από την μπουκαπόρτα του πλοίου, στο τιμόνι, και με τον νου στις υποδείξεις των λιμενικών, στα μηχανάκια και στους ζαλισμένους πεζούς συνεπιβάτες, και παρά τη σαστιμάρα από τις αγριοφωνάρες των φορτηγατζήδων, δεν άντεξα τη συγκίνηση, αναλύθηκα σε λυγμούς, να την μπροστά μου η ατέλειωτη, η δική μου Κρήτη. Κάθε φορά που κατευθύνομαι προς το Ζηνί ή τη Λάθρα στη νότια άκρη της Κω, πάντοτε έχω την ψευδαίσθηση ότι τώρα όπου να ’ναι θα φανεί η Φαιστός και λίγο μετά τα Μάταλα. Και καμιά φορά, στον Άγιο Θεολόγο -της Κεφάλου πάντα- ψιθυρίζω στον συνταξιδιώτη, «άντε, κι ύστερα στρίβουμε για Σίβα, για μπουρμπουριστούς και κατσικάκι τσιγαριαστό».
Aλλά ο ίδιος κολλητός, μετά και την τρίτη φορά στην Κρήτη, είναι αυτός που θα πατήσει ξανά το πόδι -2000 τότε κι αν δεν το πάταγε ακόμα εκεί θα ήμαστε-, «λοιπόν, θες δε θες, του χρόνου Ευρώπη».
«Αυτό ξέχνα το!», αντέδρασα με σθένος, γιατί δεν αντέχω φτωχός συγγενής στις πόλεις των Ευρωπαίων, κι ορκισμένος έχω να ταξιδέψω προς τα εκεί από το 1988. Του αντιπρότεινα Βόρεια Αφρική ή Μέση Ανατολή (νοητές επεκτάσεις της Κω, σκέφτομαι τώρα). Όμως, άπαξ και προσέλθεις σε διαπραγμάτευση, όσο κι αν ελιχθείς, θα συμβιβαστείς. Καταλήξαμε Πορτογαλία, στη φτωχική Ευρώπη, κανείς από τους δυο μας πλήρως ικανοποιημένος. Αλλά το πράγμα έμελλε να έχει την καλύτερη δυνατή έκβαση: από το 2001, φέτος το ταξίδι προς Λισαβόνα θα είναι αισίως το δωδέκατο. Η μουσική μητρόπολη του λουσόφωνου κόσμου, οι λυπημένες γειτονιές του φάντο, η νοσταλγική ενατένιση προς τον ωκεανό, αλλά και τίποτα όσο μια δυνατή έλξη προς τους Πορτογάλους. Όταν έδινα συνεντεύξεις για τη Λισαβόνα (τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία, τρίτη, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου τελευταία, θεατρική μου απόπειρα), έλεγα ότι περισσότερο και από τον τόπο αγαπώ τους κατοίκους του κι έφερνα ως παράδειγμα ότι, αν πλησιάσεις παγκάκι με τρεις καθισμένους στην Πορτογαλία, αντανακλαστικά μαζεύονται, κάνουν χώρο να καθίσεις κι εσύ, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που και ένας μόνος του απλώνεται, τάχα δεν χωράτε, ή σηκώνεται να φύγει γιατί το ήθελε μόνο για την πάρτη του. «Δεν σταματάς τα βαρύγδουπα», με προσγειώνει και πάλι ο δικός μου, «δήλωνε καλύτερα ότι ανακάλυψες μια χώρα η οποία κατοικείται μόνο από Κώους». Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. «Μιλάς σοβαρά; Μοιάζουμε οι Κώοι με τους Πορτογάλους;». Πόσο χαιρόμουν. Άρχισα να κατασκοπεύω τα παγκάκια. Και πράγματι. Όταν κάθονται Κώοι και πλησιάζει κάποιος αντιδρούν όπως οι Πορτογάλοι, αν Έλληνες αλλά όχι ντόπιοι, τότε το παγκάκι το διέπει το γνωστό μαλακισμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Στις ποικίλες εκδρομές -να πω ακόμα- στην πορτογαλική επικράτεια έφτασα ως το Σάουν Μιγκέλ στις Αζόρες. Η πρώτη εικόνα στη μνήμη μου από ‘κείνον τον όμορφο τόπο είναι, οδηγώντας στις δασώδεις πλαγιές του, οι σκιεροί δρόμοι από τα πανύψηλα πλατάνια με τους λεπτούς κορμούς, «τα ίδια», φώναζα από χαρά, «με τα δέντρα της Ιπποκράτους» και σε άλλους δρόμους στο νησί. Ή, όταν περπατάμε με κανέναν φίλο σε ανάλογο πεζοδρόμιο εδώ, αρχίζω με το «αν, λοιπόν, αφήσεις ακλάδευτα αυτά τα διακοσμητικά πλατάνια, παίρνουν απίστευτο ύψος, όπως στο Σάουν Μιγκέλ», ύστερα, αργότερα, θυμάμαι ν’ αναφέρω τις αυτοφυείς ορτανσίες ή τις αζαλέες, πλαγιές ολόκληρες, τα θερμοκήπια με τους ανανάδες ή τη γραφική Πόντα Ντελγκάδα με τις ψαροταβέρνες και τον καλύτερο μπακαλιάρο «α μπρας».
Από άλλη άποψη, βέβαια, -φιλοσοφώ εκ του προχείρου- κι ο κάθε τόπος με κάποια αναγωγή μπορεί να υπαχθεί στη σφαίρα του οικείου. Μια μικρή εκδοχή ο καθείς μας του κόσμου και από τα ίδια υλικά καμωμένος. Ή, αντίστροφα, θυμάμαι με πόση έκπληξη συνειδητοποίησα ότι τα μυθιστορήματα που είχα διαβάσει στη φαντασία μου εκτυλίσσονταν (εκτός από την Ντόνα Φλορ του Αμάντο που εν μέρει στην Κάτω Πόλη της Λισαβόνας) ανεξαιρέτως όλα τους στην Κω. Σαν μια γωνιά στα δικαστήρια, κατηφορίζοντας τη χαλικωτή πλατειούλα με τον λεγόμενο Πλάτανο του Ιπποκράτη, που όποτε περνάω από κει αναλογίζομαι τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. Κι αν πρέπει να προσδιορίσω την Κω τη μύχια, τη δική μου, θα έλεγα είναι το βλέμμα που βαραίνει νωχελικό στον μεσημεριανό ήλιο, μια ορισμένη τρυφερή  ηδυπάθεια της Ιωνίας -επιτρέψτε μου- και της Καρίας, όπως μαρτυρούν με πολλούς τρόπους τα σώματά μας εδωπέρα.
Είναι και η εικόνα του νεαρού άντρα με τα μισόκλειστα βλέφαρα, χαμογελώντας μπρούμυτα, ακινητοποιημένου από τον καθισμένο στην πλάτη του φίλο του, παραδομένου στα χέρια του, και οι δυο τους παίζοντας στο κράσπεδο του γιαλού.