(...) Τον Ηρώδη θα τον συναντούσε πότε εδώ-πότε εκεί, λίγο αμεσότερα μερικούς μήνες αργότερα στην Ισθμία, στον ναό του Ποσειδώνα, όπου ο οδηγός της άμαξας με προορισμό την Ολυμπία, έκανε μικρή στάση για ανάπαυλα και για να θαυμάσουν τα κολοσσιαία αγάλματα του Ποσειδώνα και της συζύγου του Αμφιτρίτης στον κυρίως ναό, και το επίσης πελώριο δελφίνι με το παιδί στη ράχη του, τον θαλάσσιο θεό Παλαίμονα, στον ομώνυμο κυκλικό ναό, και τα τρία προσφορές του «μεγάλου ευεργέτη των Ελλήνων, του θαυμάσιου Ηρώδη», όπως κάθε λίγα βήματα τους επαναλάμβανε ο οδηγός. Και πόση έκπληξη για τη σύμπτωση, όταν στον περίβολο του θολωτού ναού με το δελφίνι αίφνης έκανε αισθητή με τη δέουσα ασφαλώς φασαρία η κουστωδία του Ηρώδη. Ήτανε μαζί του, κυριολεκτικά φρουρά του, ανάμεσα σε άλλους, ο πιστός του απελεύθερος ο Αλκιμέδοντας, ώριμος, όμως ακόμη ελκυστικός και παρά την ηλικία του και αρρενωπός άντρας, και παραδίπλα αυτός που δύσκολα μπορούσε να χωρέσει σ’ όποια περιγραφή η ομορφιά του, ο Αγαθίωνας όπως το παρονόμαζαν για να φέρνει γούρι (δηλαδή τι άλλο παρά την… αγαθή, την καλή τύχη, να εξυπηρετεί τέτοια και τόση αρμονία της φύσης), άλλοι τον έλεγαν ο Ηρακλής του Ηρώδη, κάποιος από τους συνεπιβάτες της άμαξας ψιθύρισε, «Να κι ο θεόρατος Σώστρατος», αν ήταν όντως αυτό το πραγματικό όνομά του, –ο Περεγρίνος δεν ανακάλεσε τον συνονόματο πατέρα του–, πανύψηλος πράγματι, με μακριά ανοιχτά καστανά μαλλιά, λεπτά μαύρα και σμιχτά φρύδια, μάτια στο χρώμα του μελιού ευκίνητα και ξύπνια, μύτη γρυπή, χείλη και δόντια να ξυπνούν τον πόθο του φιλιού, γενάκια αραιά εφηβικά, σβέρκο πλατύ και στιβαρό, στέρνο εύρωστο, κορμό και σκέλη γεροδεμένα, έως και τα δάχτυλα κι οι ράχες των ποδιών του σαν σμιλεμένες από ερωτομανή με τα αγόρια γλύπτη. Έκοβε την ανάσα η ομορφιά του αγοριού, κι εντούτοις η παρουσία του Ηρώδη δεν επισκιαζόταν σχεδόν καθόλου. Δέσποζε σαν να ήταν αυτός κι άλλος κανείς η απόλυτη υπερβολή της φύσης! Ο Περεγρίνος θα προτιμούσε να άνοιγε η γη να τον καταπιεί.
«Υπέροχε Ηρώδη, οποία τύχη για μας, ενώ θαυμάζουμε τα αναθήματά σου περαστικοί απ’ το ιερό, να πέφτουμε πάνω σου!»
Ο Ηρώδης τούς σάρωσε πρώτα. Δεν θα έκανε μνεία της γνωριμίας τους φυσικά, δεν σκόνταψε καν το βλέμμα του στον Περεγρίνο. «Για πού το βάλατε, λοιπόν; Για τα Ολύμπια να υποθέσω!»
«Ανάμεσα στα άλλα για να θαυμάσουμε το Νυμφαίο σου, θαυμαστέ Ηρώδη! Όλοι οι Έλληνες το συζητούν κιόλας και σ’ ευγνωμονούν».
«Όχι, εμένα. Την σεβάσμια σύζυγό μου», κι έδειχνε παραπίσω τους την αρχοντική ψηλή γυναίκα με τη σεμνή περιβολή, ακολουθούμενη από δυο υπηρέτριές της, «δική της είναι η χορηγία».
Όμως και πάλι η προσοχή τους δεν αποσπάστηκε από την κυρίαρχη δική του παρουσία.
Και παρόλο που για πρώτη φορά θα επισκεπτόταν τους πλέον ένδοξους ανάμεσα στους αρχαίους αγώνες των Ελλήνων, θα πέρναγε την παρθενική ολυμπιάδα της ζωής του προσκολλημένος με εμμονή στον Ηρώδη, πιο σωστά στην απέχθειά του προς τον άνθρωπο, κι ας μην υπάρχει εξ αντικειμένου τόπος και γιορτή με περισσότερους περισπασμούς για το μυαλό ενός επισκέπτη όσο τα ιερά Ολύμπια. Ο θρυλικός ναός του Δία, η λαμπρότερη απόδοση του μεγάλου θεού στον θρόνο του, έργο του θεόπνευστου εκείνου Φειδία, η ιερή Άλτη στο σύνολό της, και πού να κάνει στάση το έκθαμβο μάτι, και πώς έστω για μια στιγμή απερίσπαστο ανάμεσα σε ναούς, βωμούς, αναθήματα, ανδριάντες και αγάλματα, θησαυρούς πόλεων, στη βουή και την κίνηση απ’ τους εκατοντάδες αθλητές, τους χιλιάδες επισκέπτες, τις κατασκηνώσεις, τις φασαρίες τους, κι αίφνης –η αποκορύφωση– η πιο παράξενα… υπερφυσική επίπεδη επιφάνεια, το στάδιο της Ολυμπίας, το λιτό κι απέριττο φυσικό ανάγλυφο που το αναδεικνύει, που γύρω του λες και χαμήλωναν, έσκυβαν κι υποκλίνονταν γήλοφοι και βουναλάκια, μεριάζανε βουνά, προκειμένου να δώσουν αίγλη υπερυψωμένης σκηνής στον στίβο του σταδίου, εκεί όπου γυμνοί έφηβοι και νεαροί άντρες φάνταζαν ιδεώδεις απεικονίσεις θεών, αποθεώνονταν, με τον ίδιο τρόπο αντίστροφα που ένα γυμνό αγόρι πόζαρε στον γλύπτη για τον Απόλλωνα του δυτικού αετώματος στον μεγάλο ναό. Ο Περεγρίνος, ενοχλημένος κι ο ίδιος που του είχε γίνει έμμονη ιδέα, πίεζε τον εαυτό του να ξεχάσει τον Ηρώδη, τη συνοδεία του, την αρχοντική Ρήγιλλα, που την τίμησαν με το αξίωμα της ιέρειας της Δήμητρας Χαμύνης, προκειμένου να της επιτραπεί, παρόλο που γυναίκα και μάλιστα παντρεμένη, ακόμη και η θέαση των γυμνικών αγώνων στο στάδιο, –το πράγμα στη συγκυρία της παρούσας ολυμπιάδας παρ’ όλ’ αυτά θα απέβαινε για τον Παριανό εκτάκτως ενοχλητικό: διακοσιοστή τριακοστή τρίτη ολυμπιάδα, και η πρώτη στην οποία εγκαινιαζόταν το ευεργέτημα του Ηρώδη και της συζύγου του στην Ολυμπία, το Νυμφαίο. Άλλοι το λέγανε και “Εξέδρα του Ηρώδη”, επρόκειτο για μεγάλη δεξαμενή, για μνημειακή διώροφη ημικυκλική κρήνη, με τους ανδριάντες της οικογένειας του αυτοκράτορα Αντωνίνου Πίου στις κόγχες του πρώτου ορόφου, του ίδιου του Ηρώδη, της Ρήγιλλας και των οικείων τους στον δεύτερο, μ’ έναν μαρμάρινο ταύρο στο μέσον της δεξαμενής, δυο κυκλικούς ναΐσκους στα άκρα του ημικυκλικού τυμπάνου, όλο το κτίσμα εντυπωσίαζε ασφαλώς, άλλωστε καθώς αποτελούσε το εντελώς καινούριο αξιοθέατο, αλλά και λόγω της χρήσης του, κατακαλόκαιρα μια κρήνη με μπόλικο δροσερό νερό, στην Άλτη και στις παρυφές του Κρόνιου Λόφου, ανάμεσα στον ναό της Ήρας και το άνδηρο με τους Θησαυρούς των πόλεων, τι πιο εύλογο απ’ το να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των πανηγυριωτών, περισσότερο κι από τους αγώνες καθ’ αυτούς και τους αθλητές... Ο ερεθισμός του νου του Περεγρίνου και μόνο στο άκουσμα του ονόματος Ηρώδης έμοιαζε μέρα τη μέρα εκτός από έμμονος και ανυπόφορος. Υπήρχαν κι άλλοι, ιδίως κυνικοί, που ξίνιζαν στην υπερβολή του τόσου θαυμασμού, πήρε το αυτί του αρκετούς να μουρμουρίζουν διάφορα για ανέσεις ανάρμοστες στον τρόπο των Ελλήνων, ακόμη και για το αρχιτεκτόνημα που τους φάνταζε φλύαρο κι υπερφορτωμένο, ούτε κατάλαβε πότε πήρε για τα καλά ανάποδες, –συνέβη μετά τους τελικούς δρόμου το απόγευμα της τρίτης μέρας των αγώνων. Είχαν προηγηθεί στην πρωινή θυσία των Ηλείων στον Δία, στην εκατόμβη, κι ενώ κατευθύνονταν στολισμένα τα εκατό βόδια σε πομπή, λίγο προτού φτάσουν για να σφαχτούν στην πρόθυση, στη ράμπα για το ειδικό κρηπίδωμα μπροστά στον κυρίως κώνο του βωμού, ο ολωσδιόλου προσβλητικός μυκτηρισμός κι η απαξιωτική χειρονομία του Ηρώδη απ’ την εξέδρα των Ελλανοδικών, (στην οποία παρίσταντο ως ευεργέτες ο ίδιος και η γυναίκα του), προς το σημείο που ήτανε μαζεμένοι διάφοροι φιλόσοφοι, στην πλειονότητά τους κυνικοί, και που ο Περεγρίνος μυγιάστηκε πως απευθύνονταν κυρίως προς το πρόσωπό του. Του το επισήμανε άλλωστε κι ο νεαρός Πατρινός με τον οποίο είχε μόλις γνωριστεί, ένας ονόματι Θεαγένης, «Έχεις προηγούμενα με τον Ηρώδη; Εναντίον σου δεν κάνει τους μορφασμούς και τα σχόλια;» «Δεν αποκλείεται», απάντησε αδιάφορα ο Περεγρίνος. Είχε πάρει με το καλό τον τριάντα κάτι ψηλό με το ευρύ στέρνο και τα δυνατά χέρια Πατρινό, όχι μόνο από αμοιβαιότητα στο βλέμμα του που ευθύς εξαρχής σαν να τον περιέβαλλε με ενδιαφέρον, σαν να διερευνούσε στον Περεγρίνο σπάνιες αρετές, δεν ήταν κιόλας ο νεαρός άντρας η συνηθισμένη περίπτωση του άμουσου πλην επίδοξου σοφιστή ή φιλοσόφου, αν έκρινε απ’ το πρώτο δείγμα της καλλιέργειάς του, όταν καθώς πέρναγαν προ ολίγου κάτω απ’ το ψηλό βάθρο της φτερωτής Νίκης του γλύπτη Παιωνίου βάλθηκε να του την περιγράφει με ευγλωττία και έντονη παραστατικότητα, τα πόδια τα έτοιμα να προσγειωθούν μαλακά και τον λεπτΰφαντο κόκκινο χιτώνα που ανέμιζε πίσω της. «Η έπαρση του ανθρώπου ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια», κατέληξε ήσυχα ο Περεγρίνος δείχνοντας με το σαγόνι προς τον Ηρώδη, κι ενόσω προσπαθούσε να κρύψει τον βαθμό της αντιπάθειάς του.
Ο Πατρινός παρεμπιπτόντως και πάντως διακριτικά τού υπέβαλε αργότερα μες στη μέρα το ερώτημα αν είχε κάποια σχέση –κάτι τέτοιο είχε φτάσει στ’ αυτιά του–, με την εξέγερση πριν από μερικούς μήνες στην περιοχή της Αχαΐας εναντίον του Ρωμαίου έπαρχου, ουσιαστικά εναντίον των φοροεισπρακτόρων που παρέβλεπαν στις απαιτήσεις τους την κακή σοδιά του περασμένου χρόνου. Κούνησε παραξενεμένος αποφατικά το κεφάλι ο Περεγρίνος, «Αφότου γύρισα από Ρώμη, δεν μετακινήθηκα καθόλου από Αθήνα. Θα τα λένε ίσως γιατί λόγω της παρρησίας και της ελευθεροφροσύνης μου διώχθηκα κι εγώ από τη Ρώμη, όπως παλιότερα οι ελλόγιμοι εκείνοι, ο Μουσώνιος Ρούφος επί Νέρωνα, και ο Δίωνας Χρυσόστομος και ο Επίκτητος επί Δομιτιανού». Ο Θεαγένης κοίταζε τον κυνικό έμπλεος θαυμασμού.
Το
απόγευμα στο στάδιο, όταν μετά και τους τελικούς στους αγώνες δρόμου ανέτελλε
περίλαμπρο το ολυμπιακό άστρο του Δημητρίου, του νεαρού Χιώτη, δυο φορές
ολυμπιονίκη, στο αγώνισμα του σταδίου, στην απόσταση ενός γύρου του σταδίου,
και στον δίαυλο, στους δύο γύρους, κι όσο στα πρανή ολόγυρα στον στίβο οι
χιλιάδες θεατές επευφημούσαν, οι πάντες όρθιοι, ξαναμμένοι απ’ τον ήλιο –υποχρεωτικά
ασκεπείς– που μεσοκαλόκαιρα παρότι στη δύση του ήταν ακόμα θερμός, ιδρωμένοι,
με μέτωπα και λαιμούς που στάζανε, διψασμένοι, καθώς με τόσο συνωστισμό δεν
ήταν το πιο απλό να φτάσουν στα πηγάδια ένα γύρο στο στάδιο, θα έχαναν και τη
θέση τους, τον δρομέα τον σήκωναν ήδη στις πλάτες τους οι συναγωνιστές του,
χαιρετούσε τα πλήθη με τα χέρια σε ανάταση σαστισμένος απ’ την πολλή ευτυχία,
γυάλιζε κατακόκκινος απ’ την προσπάθεια και τον ιδρώτα, ένας μελαχρινός, με
στιλπνή σγουρή μαύρη τρίχα στα μαλλιά, στα γενάκια, στα σκέλη του, με φωτεινό
εξαϋλωμένο απ’ την ένταση πρόσωπο, όλοι εντωμεταξύ προσηλωμένοι στον ωραίο κι
ένδοξο πια νεαρό, αναλόγως και η ιέρεια Ρήγιλλα που παρακολουθούσε μόνη γυναίκα
αυτή σ’ όλο το στάδιο δίπλα στον βωμό της Δήμητρας Χαμύνης, το ίδιο και στο
ακριβώς απέναντι πρανές και σημείο, στην εξέδρα των Ελλανοδικών και των
επισήμων, ντόπιων Ηλείων και Ρωμαίων, όπου ανάμεσά τους και στην κεντρικότερη
θέση ο σύζυγός της Ηρώδης, ο οποίος –αν ήταν δυνατόν!– απασχολούσε φλυαρώντας
έναν διπλανό του, κάτι τού εξηγούσε λεπτομερώς στο αυτί, κι οι δυο τους
καθιστοί, αγνοούσε τον θρίαμβο του δρομέα επιδεικτικά, «Επιδεικτικά;», «Όντως,
επιδεικτικά», συμφώνησε και ο Θεαγένης, «Κατάλαβες; Γιατί τον επισκίασε ο
ολυμπιονίκης! Πόση αλαζονεία, πόση ματαιοδοξία, μα τον Ηρακλή!» ωρυόταν πια ο
Περεγρίνος, και συνωθούμενος με πολλούς που αποχωρούσαν ακολουθώντας την
επινίκια πομπή του δρομέα, βγήκε από το στάδιο, και μπροστά στο Νυμφαίο έδωσε
μια, σκαρφάλωσε στο πεζούλι της δεξαμενής, άρχισε να δημηγορεί τόσο κατά του
ευεργετήματος όσο και κατά του Ηρώδη. Με κύριο επιχείρημα πως «Οι αγώνες, η
άθληση δεν είναι παρά η σκληραγώγηση του αντρικού σώματος, κυρίως του
φρονήματος, –άρα, τι γυρεύει μια τόσο κραυγαλέα πολυτέλεια και πηγή ανέσεων σαν
το Νυμφαίο, εντέλει αιτία εκθήλυνσης των αθλητών, εδώ στην ιερή Ολυμπία;
Υπάρχουν τα ποτάμια, τα πηγάδια, έχει ο καθένας τα πόδια του να τρέξει ίσαμε
κει, αλλά και τα νεύρα και την ψυχή ν’ αντέξει την άσκηση, τη σκληραγωγία, τη
δίψα, καταπώς και την πείνα. Τι θα κάνει, λοιπόν, ο… θαυμάσιος εκμαυλιστής στα
επόμενα Ολύμπια για να ξανακαθίσει στους επισήμους, και προκλητικότατα να
αγνοεί τις νίκες των αθλητών, ό,τι ιερότερο σε τούτη την πανήγυρη των
πανηγύρεων; Μήπως θα χτίσει εστιατόρια, να μας ταΐζει δωρεάν γεύματα κάθε που
πεινάμε;» Ο νεαρός Πατρινός σιγόνταρε γύρω του την ορισμένη αποδοχή, όμως μόνο
χλιαρή. Ο ίδιος προφανώς ερεθιζόταν πολύ από τη στάση του Περεγρίνου, όσοι
μαζεύονταν γύρω τους πιο πολύ τον έκαναν χάζι παρά συμφωνούσαν, δεν ήταν
ασυνήθιστες οι ομιλίες, ακόμη και οι σοφιστικές παραστάσεις στα πλαίσια των
αγώνων, με τη διαφορά πως εδώ θιγόταν το έργο και το κύρος ενός αδιαμφισβήτητα
πολύ ισχυρού άντρα, και ο καθένας μπορούσε να αντιληφθεί πως την πλειονότητα
όσων είχαν συγκεντρωθεί ενδιέφερε η κατάληξη της ομιλίας, αργά ή γρήγορα η
αντίδραση των Ηλείων, και λιγότερο η έξαψη ή τα λεγόμενα του σχεδόν εξηντάρη,
του οποίου τότε ψιθύριζαν για πρώτη φορά το όνομα, με τη φωνή του που συνεχώς
δυνάμωνε σε ένταση και πάθος, την προφορά του που δεν πρόδιδε με σιγουριά
καταγωγή, με το παρουσιαστικό του, τον οποίο μάλλον θα τον προσπερνούσαν σαν
κάποιον δευτεροκλασάτο κυνικό. Δεν άργησαν πάντως και οι αντιδράσεις, οι οποίες
έδειχναν και αυθόρμητες, «Τράβα εσύ στα ποτάμια, σκληραγωγημένε σκύλε!» «Ο
κόσμος δίψαγε, αρρώσταινε από την απλυσιά, επισκέπτες κι αθλητές υποφέρανε!»
«Βούλωσ’ το, φλύαρε γέρο, τράβα ζήτα συγγνώμη από τον μεγάλο ευεργέτη των
Ολυμπίων!» Και κάπως έγινε, το πράγμα κλιμακώθηκε, ούτε κατάλαβε πότε ένα
τσούρμο Ηλείοι και άλλοι τον κυνηγούσαν με απειλές, με βρισιές, και στο τέλος
και με πέτρες. Με τον Θεαγένη που τον τράβαγε απ’ το χέρι τρέξανε να χωθούν
ικέτες στον μεγάλο ναό του Δία, ο Περεγρίνος έτρεμε από τα νεύρα του, στεκόταν
απέναντι απ’ τη βάση του καθιστού χρυσελεφάντινου αγάλματος, με τα ρουθούνια
μπουκωμένα απ’ τη μυρωδιά του λαδιού που χυνόταν από την κορφή του γλυπτού για
την προστασία του ελεφαντοστού απ’ την υγρασία, με βλέμμα άδειο προς το
υποπόδιο και τα χρυσά ακροπόδια του Δία, ο Πατρινός από δίπλα προσπαθούσε να
τον ηρεμήσει, αλλά και καθώς πλησίαζε η ώρα που οι ιερείς ανάβουν τα ιερά
λυχνάρια και κλειδώνουν τον ναό, ένας απ’ αυτούς τούς φυγάδευσε από τον
οπισθόδομο, οι διώκτες τους είχαν σκορπίσει, καλού-κακού ωστόσο ο κυνικός θα
δραπέτευε το ίδιο εκείνο βράδυ για Αθήνα. (...)