Σάββατο, 01 Δεκέμβριος 2012 20:54
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ |
της Μάγδας Τσιρογιάννη
Η σοβαρότητα, η σημασία και η δύναμη συγκίνησης του θέματος.
Χένρυ Τζέιμς
Θέλοντας
να γράψω για τη Δ. ήρθε στο νου μου η παραπάνω φράση (παραθέτω από
μνήμης) επειδή το θέμα του βιβλίου είναι πολύ σημαντικό για τις μέρες
μας. Ο βίος της Δ. μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη για τις χαμένες ζωές στη
δίνη του αλκοόλ και των ναρκωτικών, αφού κατά κανόνα λοιδορούσα αυτούς
που έφταναν στα έσχατα, πιστώνοντας την κατάντια τους σε ταπεινά
ένστικτα, επιπολαιότητα, συβαριτισμό και ελευθεριότητα άνευ
προηγουμένου. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι λειμώνας του χώρου
αυτού. Η δράση αρχίζει σ’ ένα νησί του Αιγαίου όπου μια απλή νέα
γυναίκα, σύζυγος αγροίκου και αυταρχικού άντρα, μητέρα δύο νεαρών, που
δουλεύει σκληρά στην επιχείρηση και στο σπίτι της, συνευρίσκεται ερωτικά
μ’ έναν περιοδεύοντα πλασιέ, ο οποίος, καθότι αμφισεξουαλικός, της
«πλασάρει» συγχρόνως τρίτους μαζί και ναρκωτικά επίσης. Η καθημερινή
νοικοκυρά, ζητώντας τρυφερότητα, άλλωστε και ο σύζυγός της έχει ερωμένη,
χαλαρώνει, αφήνεται στον αφρό των ημερών, ερωτεύεται τον ξένο και μετά
από ξυλοδαρμό και διασυρμό απ’ το βάναυσο σύζυγο, μπροστά στα μάτια των
παιδιών που δεν αντιδρούν στη βαρβαρότητα αυτή, αφήνει τα πάντα και
πηγαίνει να τον βρει στην Αθήνα. Εκεί, ύστερα από μια σύντομη
αποτυχημένη σχέση όπου πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, ενώ προσπαθεί να
ξεχάσει, βιώνει μια πρωτόγνωρη ελευθεριότητα δίνοντας τον εαυτό της παντού, με μια σχεδόν πρωτόγονη σιωπηλή συγκατάβαση, χαλαρή και φευγάτη
στον κόσμο της γενετήσιας απόλαυσης, του αλκοόλ και των ναρκωτικών,
στην αρχή χόρτο μαζί με σεξ και μετά ηρωίνη. Έτσι αυτό που άρχισε σαν
λυτρωτική, τρυφερή, απελευθερωτική, περιδιάβαση στις περιοχές του
σώματος την οδηγεί, τελικά, σε απόλυτη ένδεια, κατάθλιψη και μοναξιά,
ώσπου στο τέλος, αγνώριστη και άστεγη, ζητιανεύει στο δρόμο για την
πρέζα και το ψωμί, απογυμνωμένη από όλα. Η Δ. δεν παρουσιάζεται σαν μορφή της μοίρας ούτε σαν θύμα της κοινωνίας. Με το μέσο συναισθηματισμό, άβουλη και δοτική, δεν μπορεί να αρνηθεί σε κανέναν τίποτε. Ο οιοσδήποτε μπορεί να την πάρει, ακόμα και σε αυτοκίνητα, σε τουαλέτες, σε πάρκα, σε γιαπιά, γίνεται στην κυριολεξία ζωντανό σκεύος όπου ανακουφίζονται διάφοροι άστεγοι, ξένοι, εξαθλιωμένοι, νωδοί και ό,τι άλλο, απ’ ό,τι σαλεύει και κινείται στο ίζημα της πόλης. Ώσπου σαρώνεται και αποβάλλεται, φυσικά απ’ αυτόν τον κόσμο που δεν πιστεύει σε τίποτα και δεν έχει έρμα. Όλα τα πρόσωπα γύρω της, εκτός απ’ τα πρεζάκια, τους συνδαιτυμόνες της τελευταίας της κοινωνικότητας και τους πεθαμένους προγόνους της, περιγράφονται ως άνθρωποι ανάλγητοι, σκληροί και υπολογιστές. Αλλά εκείνη, θύμα, άκακη, ήσυχη, ήμερη, ψυχούλα, όπως τη λεν οι φίλοι της, όσο βυθίζεται και γίνεται σχεδόν ένα με το χώμα, τόσο μεγαλώνει μέσα της ένα σπάνιο χάρισμα. Επικοινωνεί με τις ψυχές, τις γαληνεύει, ένα άγγιγμά της ανακουφίζει τους πάσχοντες, ενώ οι γύρω της την αποκαλούν αγία, ως την τελευταία της έξοδο και το αναπάντεχο τέλος, Είναι η Δ. ευήθης; Είναι αγαθιάρα, όπως τη λέει κάποιος, είναι γεννημένο θύμα; Είναι ο αθώος αμνός; Η δράση αρχίζει τη Μεγάλη Εβδομάδα, στον Παράδεισο του τόπου της και τελειώνει στο ζοφερό χώρο των Εξαρχείων, στο περιβάλλον της μικρής της συντροφιάς και στο κέντρο υπερβατικής μετοχής και κοινωνίας. Το βιβλίο είναι πολύ σκληρό και πολύ όμορφο όπως η ζωή. Με τους μετρημένους όγκους των επτά κεφαλαίων ο συγγραφέας οδηγεί τα νοήματα. Τρόποι, λέξη, διάνοια εξυπηρετούν το σκοπό του. Είναι άδηλες οι αιτίες της δημιουργίας και τα στάδια της γραφής αλληλοπεριχωρούνται με τον καιρό. Η έκφραση αρχίζει με αναφορές στα συναισθήματα και το κάλλος, ωριμάζει με την περιγραφή της κοινωνίας και προχωρεί με τον έρωτα για τις πραγματωμένες μορφές. Η Δ. είναι χτισμένη σε γερά θεμέλια. Πολύμηνη και εργώδης συλλογή πραγματολογικού υλικού την προίκισε με συγκλονιστική αληθοφάνεια. Έχει ατίμητη προίκα την απαράμιλλη γλώσσα, απ’ το ιδίωμα του τόπου της μέχρι τις σπάνιες λέξεις από όλη την ελληνική, με την κοινή λέξη σωστή κι όχι χυδαία και τη λόγια λέξη εύστοχη και όχι επιδεικτική. Η ακρίβεια της απόδοσης, χωρίς να διολισθήσει προς την κατάχρηση και να αποβεί γλωσσαλγία, μου θύμισε τις παραδειγματικές σελίδες του πεζού λόγου, απ’ τα Δοκίμια του Ζ. Λορεντζάτου ως τις «Μέρες» του Γ. Σεφέρη. Η Δ. και τα πάθη της, με πλαίσιο συγκεκριμένους τόπους και καθημερινά στοιχεία της κοινωνίας, μεγάλωσαν τη γνώση μου για τον κόσμο. Για μήνες μετά έβλεπα μια ύπαρξη, μαστουρωμένη, ξαπλωμένη κατάχαμα, αναίσθητη, μέρα μεσημέρι, με το πόδι γεμάτο έλκη, ξεραμένα αίματα και πύον, πίσω απ’ την Ακαδημία Αθηνών και ένιωθα μεγάλη συμπάθεια. Δεν ξέρω αν νομιμοποιούμαι να το πω, αλλά καθώς ξανάπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, σκέφτηκα πάλι τα γυναικεία πρόσωπα της πεζογραφίας μας, την Αριάγνη, τη θεια μας την Αγγελική, κι εκείνη την άλλη, από ένα διήγημα του Γιώργου Ιωάννου που δε θυμάμαι τ’ όνομά της, εν αναγνώσει δικές μου μανάδες και αδερφές. Όπως κάθε λογοτεχνικό έργο θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τη Δ. από πολλές απόψεις. Η σοβαρότητα, η σημασία και η δύναμη συγκίνησης του θέματος, σε συνδυασμό με την καθαρότητα και την ακρίβεια των εκφραστικών τρόπων, μ’ έκαναν να τη δω σαν πραγματικό άνθρωπο και η αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο είναι η επίγνωση της μορφής της που απλώνεται πάνω απ’ το νησί της καταγωγής της και φτάνει να σκεπάσει την πρωτεύουσα, ενώ χιλιάδες άλλες μορφές και εικόνες αλληλοπεριχωρούνται στην αντίληψη αυτή. Διονυσία Αντώνης Νικολής Το Ροδακιό 395 σελ. Τιμή € 21,30 |