Δεν μου αρέσει το γεροντίστικο προοδευτιλίκι
Αντώνης Νικολής
Athens Voice, τεύχος: 417 - 12/12/2012.
Το πρώτο του μυθιστόρημα «Διονυσία»
(εκδ. Το Ροδακιό) μας σύστησε ένα συγγραφέα που γράφει σε εξαιρετικά
ελληνικά. Για να αποδειχτεί στη συζήτηση πως, όπως η ηρωίδα του Διονυσία
δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και την κοινωνία, έτσι κι ο
ίδιος δεν φοβάται ν’ αναμετρηθεί με τους κακούς δαίμονες της ελληνικής
πραγματικότητας.
Η συγγραφή της «Διονυσίας» ποιες ανάγκες σας ήρθε να καλύψει;
Πριν από τη «Διονυσία» είχα γράψει θεατρικά έργα. Οπότε η πρώτη ανάγκη σχετιζόταν με τη φόρμα – να καταπιαστώ με μια διαφορετική οικονομία κειμένου. Η δεύτερη, με το περιεχόμενο. Έμοιαζε με μύηση στον πολύ βαθύ φόβο να βρεθώ στην πλήρη ανέχεια, στην πιο ακραία θέση που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Η Διονυσία είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει την ουσία από τη ζωή του. Της έμεινε μόνο το τσόφλι. Κι επίσης, γιατί δεν έχει νόημα πια γι’ αυτήν το να σωθεί, το ότι θα ακολουθήσει μοιραία το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο.
Πίσω από την ηρωίδα κρύβεται κάποιο υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, κάποτε, πριν 6-7 χρόνια, εδώ στην Αθήνα, στην Τοσίτσα συγκεκριμένα, έπεσα σε μια Διονυσία, και η εικόνα της με στοίχειωσε – παντού έλεγα πως στο πρόσωπό της συνάντησα την απόλυτη δυστυχία. Ήταν τοξικομανής και σε ακραίο στάδιο φθίσης. Την είδα, σοκαρισμένος άνοιξα το πορτοφόλι μου, της έδωσα όσα χρήματα κουβάλαγα πάνω μου. Το βλέμμα της μου έγινε έμμονη ιδέα, απαιτούσε να υπάρξει ηρωίδα κάποιας ιστορίας μου. Αυτή, η πραγματική… Διονυσία, είναι που επέβαλε το φύλο της στον πρωταγωνιστή του κειμένου. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άντρες. Αυτή έβαλε και το καρφί να κρεμάσω το πρώτο μυθιστόρημά μου.
Πολύ πριν η ηρωίδα του βιβλίου σας συναντηθεί με την πραγματική «Διονυσία» έχει κάνει επιλογές, που νομίζω δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές από μικροαστές αναγνώστριες.
Αυτό, αν συμβαίνει, συμβαίνει γιατί δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ένας Έλληνας που δεν «αντρώθηκε» σε τουριστικό τόπο πόσο δραστική είναι η επίδραση του τουρισμού σ’ αυτό που ονομάζουμε πολιτιστική ταυτότητα για τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Είμαι παιδί του τουρισμού, γεννήθηκα και έζησα/ζω στην Κω, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Εξάλλου τουριστικός τόπος σημαίνει ότι εκεί επιτέλους υπάρχει και κάποια λιγότερο κρατικοδίαιτη οικονομική δραστηριότητα.
Πρόκειται για μια κοινωνική εμπειρία πιο ανοιχτή στα αιτήματα του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το άνοιγμα στον κόσμο η Διονυσία, βέβαια, το αντιλαμβάνεται μόνο διαισθητικά και επιπλέον δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο άντρας με τον οποίο θα αποδράσει από την πνιγηρή της καθημερινότητα είναι αμφισεξουαλικός – η κατανόηση των ερωτικών επιλογών του είναι αυτή που την διαφοροποιεί τελείως από τους Ελληναράδες ομοφοβικούς σύζυγο και γιους της (ο οποίος σύζυγός της δεν είναι ντόπιος νησιώτης).
Γιατί μου υπογραμμίζετε τόσο το ομοφοβικός;
Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η λυδία λίθος στις σημερινές δημοκρατίες είναι η στάση τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θεσπίζει και κατοχυρώνει την αναφαίρετη ατομικότητα. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια καθυστερημένη χώρα και σε παρακμή, όχι γιατί κάνει αυτά που λέει ο Πειραιώς, αλλά γιατί δεν τα νομιμοποιεί. Το γεγονός πως η Γερμανία έχει σήμερα έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο αντικαγκελάριο, έναν υπουργό με κινητικά προβλήματα… δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, όταν ψάχνουμε τις αιτίες που αυτή η χώρα έχει τη σημερινή θέση της στον κόσμο. Έχει απαλλαγεί από οπισθοδρομικά στερεότυπα.
Ενώ αντίθετα η Ελλάδα…
Η ελληνική κοινωνία κάπου στο ’80 εγκατέλειψε τον εαυτό της. Μετά λες και πέρασαν οι μπουλντόζες και ισοπέδωσαν τα πάντα. Μια μπουλντόζα είναι ο κρατισμός στην οικονομία. Δεύτερη τα τηλεοπτικά κανάλια. Τρίτη το γεγονός πως η Αθήνα διαχύθηκε και έγινε όλη η Ελλάδα. Όλη η χώρα είναι σπαρμένη μικρές, μικρότερες Αθήνες. Η κυριαρχία των κατ’ ευφημισμόν αριστερών που κρύβουν και συντηρούν την οπισθοδρόμηση – παρεμπιπτόντως από αυτούς μόνο δέχτηκε επικρίσεις το βιβλίο.
Οι στερεότυπες αντιλήψεις στα πάντα: από την πολιτική μέχρι τη σεξουαλικότητα. Η επικράτηση των αγράμματων – διάβαζα τις προάλλες ένα άρθρο γνωστού συγγραφέα και μέτρησα 7 λανθασμένες χρήσεις επιθέτων, ίσως γιατί θεωρεί πως αρκούν μερικές σπουδαιοφανείς κυνικές ατάκες για να δικαιολογηθούν τόσα λάθη. Η ελληναράδικη δοκησισοφία που μπορεί να ξιπάζεται με φράσεις όπως «εμένα, λοιπόν, δεν μου αρέσουν τα χρυσάνθεμα, προτιμώ τις παπαρούνες», κι ας μιλάει για τα χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ ή με μεταμοντέρνες μαϊμουδιές του τύπου: «Θέλω να δω τις Τρεις αδελφές στο θέατρο, αλλά δεν θέλω με τίποτα να ακούσω το λόγο του Τσέχοφ», απλώς βροντοφωνάζουν το «είμαστε μια κατεστραμμένη κοινωνία».
Οι Έλληνες συμπεριφερόμαστε σαν μετανάστες που ήρθαμε εδώ να βγάλουμε λεφτά, που αδιαφορούμε για το πώς και το τι θα αφήσουμε πίσω μας, γιατί δήθεν μετά θα φύγουμε. Να πάμε πού; Υπάρχει μια φράση στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι πολύ ταιριαστή μ’ αυτό που ζούμε: «Είμαστε μία χώρα δίχως ηγέτιδα κοινωνική ομάδα». Αυτή η έλλειψη ξεσηκώνει την ακραία λαϊκίστικη λαίλαπα, δεξιά και αριστερή. Ευτυχώς συμφέρει ακόμα τους Ευρωπαίους να υπάρχουμε ως κράτος, γιατί αλλιώς…
Σε ποια γενιά λογοτεχνών πιστεύετε πως ανήκετε;
Στη γενιά του ’80. Θέλω να έχω την ηλικία μου, δεν μου αρέσει να νεάζω. Είμαι ένας συντηρητικός άνθρωπος πενήντα τριών ετών, που σέβεται το ότι πρέπει να αφήνουμε χώρο για τους νέους. Δεν μου αρέσει καθόλου το γεροντίστικο προοδευτιλίκι. Σιχαίνομαι το λαϊκισμό σε οποιαδήποτε μορφή και μισώ αυτό που ονομάζεται λαοφιλές στην Ελλάδα. Είναι καρκίνωμα και μακάρι να τελειώσουμε κάποτε μαζί του. Έχω βαρεθεί να διαβάζω δηλώσεις καλλιτεχνών που κολακεύουν τον κόσμο και συγχρόνως κλαίνε για τις υπό κατάργηση επιχορηγήσεις. Μου θυμίζουν τους τυφλούς της Ζακύνθου. Αυτοί που έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται είναι όσοι πραγματικά πεινάνε. Κι εγώ μιλάω έτσι γιατί δεν πεινάω. Δεν ξέρω πώς θα μιλούσα αν δεν είχα να φάω.
Είναι το «πάπλωμά» σας η συγγραφή;
Έκανα τα πάντα προκειμένου να είμαι ένας κανονικός άνθρωπος. Όταν διαβάζω λογοτεχνία, νιώθω μόνο συμπόνια γι’ αυτόν που τη γράφει, γι’ αυτό και ανέκαθεν με τρόμαζε. Τη σεξουαλικότητά μου την αποδέχτηκα στα 16, την ιδιότητα του συγγραφέα στα 42. Ξεκίνησα να σπουδάζω ιατρική, όμως με ρούφηξε η γλώσσα, βρέθηκα στη φιλολογία, στη συνέχεια έκανα μαθήματα. Δεν ξέρω αν είναι πάπλωμα, αλλά μετά και το φροντιστήριο και το θέατρο θέλω να ασχοληθώ μόνο με την πεζογραφία. Της έχω αφοσιωθεί απερίσπαστος.
Να ασχοληθώ με την οικονομία της αφήγησης στην πρόζα. Κουβαλάω μια διδαχή από τον παππού μου, τον Αντώνη Νικολή. Ήταν δάσκαλος, κυνηγήθηκε για τα αριστερά του φρονήματα. Όταν έφτασε στο τελευταίο πλατύσκαλο, γύρισε και κοίταξε τη ζωή του και του άρεσε αυτό που έβλεπε. Αν ήξερα πως θα πεθάνω σε κάνα δυο χρόνια ίσως να μην με ένοιαζε τόσο το τι κάνω τώρα. Αλλά αν πρόκειται να ζήσω περισσότερο, ελπίζω να έχω το δικό του καλό γήρας: να αναλογίζομαι τη ζωή μου και να την υπολήπτομαι. Όχι για την υστεροφημία, το μετά θάνατον είναι πολύ χαζή ματαιοδοξία.
Τι θετικό έχει που ξεκινήσατε ως μυθιστοριογράφος σ’ αυτή την ηλικία;
Πως ξέρω κάπως καλύτερα ποιος είμαι και το τι θέλω. Πως δεν είμαι τόσο φοβισμένος. Πως έχω λίγο περισσότερες εμπειρίες. Ότι καταλαβαίνω καλύτερα την άποψη του άλλου και άρα γίνομαι πιο διαλλακτικός. Ότι ξέρω τι σημαίνουν οικονομία, κυριολεξία, ακρίβεια: η τυραννία της σωστής λέξης – έλεγε ο Μαρκ Τουέιν «η διαφορά μεταξύ της απολύτου σωστής λέξης και της αμέσως επόμενης είναι παρόμοια με τη διαφορά της αστραπής και της πυγολαμπίδας».
Έχω λιγότερο άγχος με το χρόνο, κι αυτό μου δίνει την πολυτέλεια να βασανίζομαι πάνω σε μια παράγραφο με τις ώρες. Η εμπειρία μου στην εκπαίδευση της γλώσσας με βοήθησε να ξεχωρίσω τη ρητορική από τη λογοτεχνία. Ο ρήτορας επιλέγει τις «ωραίες» λέξεις, ο λογοτέχνης βρίσκει τις πλέον οικονομικές για τη χρήση τους. Η γλώσσα είναι πηλός, πλαστελίνη, και μ’ αυτήν πρέπει να πλάσουμε μορφές. Αυτό το κατάφερε ο Ιωάννου, φέρ’ ειπείν, όχι μόνο από το πολύ του ταλέντο, αλλά και από τη δουλειά του, το μεροκάματο στην εκπαίδευση.
Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που τις βάλατε ηθελημένα στο στόμα της Διονυσίας;
Όταν έχεις κάνει θέατρο, αυτό απαγορεύεται ρητά. Με κατέκριναν γιατί η Διονυσία λέει κάποια στιγμή «τυχερές οι μάνες που τα παιδιά τους είναι γκέι». Αυτή η γυναίκα το λέει, όχι εγώ. Γιατί αν ήταν δικιά μου φράση, όταν θα ξαναδιάβαζα το βιβλίο αυτή θα επέπλεε και θα έπρεπε να τη σβήσω.
Συγκρίνεται η χαρά μιας πρεμιέρας με τη χαρά που νιώσατε όταν κρατήσατε στα χέρια σας το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου;
Δεν συγκρίνονται. Μπορεί να κέρδισα χρήματα από το θέατρο, αλλά δεν κέρδισα ούτε έναν να ’ρθει με συγκίνηση να μου πει κάτι. Η χαρά που ένιωσα στο τυπογραφείο με την Τζούλια Τσακίρη (σ.σ. εκδότρια του Ροδακιού) –της οφείλω τόσα πολλά–, δεν περιγράφεται. Έκανα σαν μικρό παιδί. Πάντως η θεατρική μου εμπειρία δεν μου άφησε και εξαιρετικές αναμνήσεις. Δέχτηκα επεμβάσεις στα κείμενα, ή για να γίνουν πιο εμπορικά ή για να ικανοποιήσουν άλλες μίζερες μικρότητες, και –η αλήθεια– τις ανέχθηκα. Αλλά είναι πια παρελθόν, και το παρόν και το μέλλον μου, θέλω να πιστεύω, είναι η πεζογραφία και οι σχέσεις με ανθρώπους όπως η Τζούλια.
Η συγγραφή της «Διονυσίας» ποιες ανάγκες σας ήρθε να καλύψει;
Πριν από τη «Διονυσία» είχα γράψει θεατρικά έργα. Οπότε η πρώτη ανάγκη σχετιζόταν με τη φόρμα – να καταπιαστώ με μια διαφορετική οικονομία κειμένου. Η δεύτερη, με το περιεχόμενο. Έμοιαζε με μύηση στον πολύ βαθύ φόβο να βρεθώ στην πλήρη ανέχεια, στην πιο ακραία θέση που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Η Διονυσία είναι ο άνθρωπος που έχει χάσει την ουσία από τη ζωή του. Της έμεινε μόνο το τσόφλι. Κι επίσης, γιατί δεν έχει νόημα πια γι’ αυτήν το να σωθεί, το ότι θα ακολουθήσει μοιραία το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο.
Πίσω από την ηρωίδα κρύβεται κάποιο υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, κάποτε, πριν 6-7 χρόνια, εδώ στην Αθήνα, στην Τοσίτσα συγκεκριμένα, έπεσα σε μια Διονυσία, και η εικόνα της με στοίχειωσε – παντού έλεγα πως στο πρόσωπό της συνάντησα την απόλυτη δυστυχία. Ήταν τοξικομανής και σε ακραίο στάδιο φθίσης. Την είδα, σοκαρισμένος άνοιξα το πορτοφόλι μου, της έδωσα όσα χρήματα κουβάλαγα πάνω μου. Το βλέμμα της μου έγινε έμμονη ιδέα, απαιτούσε να υπάρξει ηρωίδα κάποιας ιστορίας μου. Αυτή, η πραγματική… Διονυσία, είναι που επέβαλε το φύλο της στον πρωταγωνιστή του κειμένου. Οι ήρωές μου είναι συνήθως άντρες. Αυτή έβαλε και το καρφί να κρεμάσω το πρώτο μυθιστόρημά μου.
Πολύ πριν η ηρωίδα του βιβλίου σας συναντηθεί με την πραγματική «Διονυσία» έχει κάνει επιλογές, που νομίζω δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές από μικροαστές αναγνώστριες.
Αυτό, αν συμβαίνει, συμβαίνει γιατί δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί ένας Έλληνας που δεν «αντρώθηκε» σε τουριστικό τόπο πόσο δραστική είναι η επίδραση του τουρισμού σ’ αυτό που ονομάζουμε πολιτιστική ταυτότητα για τους κατοίκους αυτών των περιοχών. Είμαι παιδί του τουρισμού, γεννήθηκα και έζησα/ζω στην Κω, και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Εξάλλου τουριστικός τόπος σημαίνει ότι εκεί επιτέλους υπάρχει και κάποια λιγότερο κρατικοδίαιτη οικονομική δραστηριότητα.
Πρόκειται για μια κοινωνική εμπειρία πιο ανοιχτή στα αιτήματα του σύγχρονου κόσμου. Αυτό το άνοιγμα στον κόσμο η Διονυσία, βέβαια, το αντιλαμβάνεται μόνο διαισθητικά και επιπλέον δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο άντρας με τον οποίο θα αποδράσει από την πνιγηρή της καθημερινότητα είναι αμφισεξουαλικός – η κατανόηση των ερωτικών επιλογών του είναι αυτή που την διαφοροποιεί τελείως από τους Ελληναράδες ομοφοβικούς σύζυγο και γιους της (ο οποίος σύζυγός της δεν είναι ντόπιος νησιώτης).
Γιατί μου υπογραμμίζετε τόσο το ομοφοβικός;
Γιατί, κατά τη γνώμη μου, η λυδία λίθος στις σημερινές δημοκρατίες είναι η στάση τους απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που θεσπίζει και κατοχυρώνει την αναφαίρετη ατομικότητα. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια καθυστερημένη χώρα και σε παρακμή, όχι γιατί κάνει αυτά που λέει ο Πειραιώς, αλλά γιατί δεν τα νομιμοποιεί. Το γεγονός πως η Γερμανία έχει σήμερα έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο αντικαγκελάριο, έναν υπουργό με κινητικά προβλήματα… δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, όταν ψάχνουμε τις αιτίες που αυτή η χώρα έχει τη σημερινή θέση της στον κόσμο. Έχει απαλλαγεί από οπισθοδρομικά στερεότυπα.
Ενώ αντίθετα η Ελλάδα…
Η ελληνική κοινωνία κάπου στο ’80 εγκατέλειψε τον εαυτό της. Μετά λες και πέρασαν οι μπουλντόζες και ισοπέδωσαν τα πάντα. Μια μπουλντόζα είναι ο κρατισμός στην οικονομία. Δεύτερη τα τηλεοπτικά κανάλια. Τρίτη το γεγονός πως η Αθήνα διαχύθηκε και έγινε όλη η Ελλάδα. Όλη η χώρα είναι σπαρμένη μικρές, μικρότερες Αθήνες. Η κυριαρχία των κατ’ ευφημισμόν αριστερών που κρύβουν και συντηρούν την οπισθοδρόμηση – παρεμπιπτόντως από αυτούς μόνο δέχτηκε επικρίσεις το βιβλίο.
Οι στερεότυπες αντιλήψεις στα πάντα: από την πολιτική μέχρι τη σεξουαλικότητα. Η επικράτηση των αγράμματων – διάβαζα τις προάλλες ένα άρθρο γνωστού συγγραφέα και μέτρησα 7 λανθασμένες χρήσεις επιθέτων, ίσως γιατί θεωρεί πως αρκούν μερικές σπουδαιοφανείς κυνικές ατάκες για να δικαιολογηθούν τόσα λάθη. Η ελληναράδικη δοκησισοφία που μπορεί να ξιπάζεται με φράσεις όπως «εμένα, λοιπόν, δεν μου αρέσουν τα χρυσάνθεμα, προτιμώ τις παπαρούνες», κι ας μιλάει για τα χρυσάνθεμα του Βαν Γκογκ ή με μεταμοντέρνες μαϊμουδιές του τύπου: «Θέλω να δω τις Τρεις αδελφές στο θέατρο, αλλά δεν θέλω με τίποτα να ακούσω το λόγο του Τσέχοφ», απλώς βροντοφωνάζουν το «είμαστε μια κατεστραμμένη κοινωνία».
Οι Έλληνες συμπεριφερόμαστε σαν μετανάστες που ήρθαμε εδώ να βγάλουμε λεφτά, που αδιαφορούμε για το πώς και το τι θα αφήσουμε πίσω μας, γιατί δήθεν μετά θα φύγουμε. Να πάμε πού; Υπάρχει μια φράση στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι πολύ ταιριαστή μ’ αυτό που ζούμε: «Είμαστε μία χώρα δίχως ηγέτιδα κοινωνική ομάδα». Αυτή η έλλειψη ξεσηκώνει την ακραία λαϊκίστικη λαίλαπα, δεξιά και αριστερή. Ευτυχώς συμφέρει ακόμα τους Ευρωπαίους να υπάρχουμε ως κράτος, γιατί αλλιώς…
Σε ποια γενιά λογοτεχνών πιστεύετε πως ανήκετε;
Στη γενιά του ’80. Θέλω να έχω την ηλικία μου, δεν μου αρέσει να νεάζω. Είμαι ένας συντηρητικός άνθρωπος πενήντα τριών ετών, που σέβεται το ότι πρέπει να αφήνουμε χώρο για τους νέους. Δεν μου αρέσει καθόλου το γεροντίστικο προοδευτιλίκι. Σιχαίνομαι το λαϊκισμό σε οποιαδήποτε μορφή και μισώ αυτό που ονομάζεται λαοφιλές στην Ελλάδα. Είναι καρκίνωμα και μακάρι να τελειώσουμε κάποτε μαζί του. Έχω βαρεθεί να διαβάζω δηλώσεις καλλιτεχνών που κολακεύουν τον κόσμο και συγχρόνως κλαίνε για τις υπό κατάργηση επιχορηγήσεις. Μου θυμίζουν τους τυφλούς της Ζακύνθου. Αυτοί που έχουν δικαίωμα να διαμαρτύρονται είναι όσοι πραγματικά πεινάνε. Κι εγώ μιλάω έτσι γιατί δεν πεινάω. Δεν ξέρω πώς θα μιλούσα αν δεν είχα να φάω.
Είναι το «πάπλωμά» σας η συγγραφή;
Έκανα τα πάντα προκειμένου να είμαι ένας κανονικός άνθρωπος. Όταν διαβάζω λογοτεχνία, νιώθω μόνο συμπόνια γι’ αυτόν που τη γράφει, γι’ αυτό και ανέκαθεν με τρόμαζε. Τη σεξουαλικότητά μου την αποδέχτηκα στα 16, την ιδιότητα του συγγραφέα στα 42. Ξεκίνησα να σπουδάζω ιατρική, όμως με ρούφηξε η γλώσσα, βρέθηκα στη φιλολογία, στη συνέχεια έκανα μαθήματα. Δεν ξέρω αν είναι πάπλωμα, αλλά μετά και το φροντιστήριο και το θέατρο θέλω να ασχοληθώ μόνο με την πεζογραφία. Της έχω αφοσιωθεί απερίσπαστος.
Να ασχοληθώ με την οικονομία της αφήγησης στην πρόζα. Κουβαλάω μια διδαχή από τον παππού μου, τον Αντώνη Νικολή. Ήταν δάσκαλος, κυνηγήθηκε για τα αριστερά του φρονήματα. Όταν έφτασε στο τελευταίο πλατύσκαλο, γύρισε και κοίταξε τη ζωή του και του άρεσε αυτό που έβλεπε. Αν ήξερα πως θα πεθάνω σε κάνα δυο χρόνια ίσως να μην με ένοιαζε τόσο το τι κάνω τώρα. Αλλά αν πρόκειται να ζήσω περισσότερο, ελπίζω να έχω το δικό του καλό γήρας: να αναλογίζομαι τη ζωή μου και να την υπολήπτομαι. Όχι για την υστεροφημία, το μετά θάνατον είναι πολύ χαζή ματαιοδοξία.
Τι θετικό έχει που ξεκινήσατε ως μυθιστοριογράφος σ’ αυτή την ηλικία;
Πως ξέρω κάπως καλύτερα ποιος είμαι και το τι θέλω. Πως δεν είμαι τόσο φοβισμένος. Πως έχω λίγο περισσότερες εμπειρίες. Ότι καταλαβαίνω καλύτερα την άποψη του άλλου και άρα γίνομαι πιο διαλλακτικός. Ότι ξέρω τι σημαίνουν οικονομία, κυριολεξία, ακρίβεια: η τυραννία της σωστής λέξης – έλεγε ο Μαρκ Τουέιν «η διαφορά μεταξύ της απολύτου σωστής λέξης και της αμέσως επόμενης είναι παρόμοια με τη διαφορά της αστραπής και της πυγολαμπίδας».
Έχω λιγότερο άγχος με το χρόνο, κι αυτό μου δίνει την πολυτέλεια να βασανίζομαι πάνω σε μια παράγραφο με τις ώρες. Η εμπειρία μου στην εκπαίδευση της γλώσσας με βοήθησε να ξεχωρίσω τη ρητορική από τη λογοτεχνία. Ο ρήτορας επιλέγει τις «ωραίες» λέξεις, ο λογοτέχνης βρίσκει τις πλέον οικονομικές για τη χρήση τους. Η γλώσσα είναι πηλός, πλαστελίνη, και μ’ αυτήν πρέπει να πλάσουμε μορφές. Αυτό το κατάφερε ο Ιωάννου, φέρ’ ειπείν, όχι μόνο από το πολύ του ταλέντο, αλλά και από τη δουλειά του, το μεροκάματο στην εκπαίδευση.
Υπάρχουν λέξεις ή φράσεις που τις βάλατε ηθελημένα στο στόμα της Διονυσίας;
Όταν έχεις κάνει θέατρο, αυτό απαγορεύεται ρητά. Με κατέκριναν γιατί η Διονυσία λέει κάποια στιγμή «τυχερές οι μάνες που τα παιδιά τους είναι γκέι». Αυτή η γυναίκα το λέει, όχι εγώ. Γιατί αν ήταν δικιά μου φράση, όταν θα ξαναδιάβαζα το βιβλίο αυτή θα επέπλεε και θα έπρεπε να τη σβήσω.
Συγκρίνεται η χαρά μιας πρεμιέρας με τη χαρά που νιώσατε όταν κρατήσατε στα χέρια σας το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου;
Δεν συγκρίνονται. Μπορεί να κέρδισα χρήματα από το θέατρο, αλλά δεν κέρδισα ούτε έναν να ’ρθει με συγκίνηση να μου πει κάτι. Η χαρά που ένιωσα στο τυπογραφείο με την Τζούλια Τσακίρη (σ.σ. εκδότρια του Ροδακιού) –της οφείλω τόσα πολλά–, δεν περιγράφεται. Έκανα σαν μικρό παιδί. Πάντως η θεατρική μου εμπειρία δεν μου άφησε και εξαιρετικές αναμνήσεις. Δέχτηκα επεμβάσεις στα κείμενα, ή για να γίνουν πιο εμπορικά ή για να ικανοποιήσουν άλλες μίζερες μικρότητες, και –η αλήθεια– τις ανέχθηκα. Αλλά είναι πια παρελθόν, και το παρόν και το μέλλον μου, θέλω να πιστεύω, είναι η πεζογραφία και οι σχέσεις με ανθρώπους όπως η Τζούλια.