Αν ξέραμε τι σημαίνουν ανθρώπινα δικαιώματα, τι διάκριση εξουσιών, τι συνταγματικό πολίτευμα, δε θα χρειαζόμαστε τις μαρτυρίες από τα κολαστήρια της μιας ή της άλλης ιδεοληψίας. Βέβαια, οι Έλληνες, ας μη μας διαφεύγει και αυτό, περισσότερο από ιδεοληπτικοί είμαστε πονηροί. Προτιμούμε να υπάρχει ένα κάποιο αντίπαλο δέος στην πραγματικότητά μας, οι ποικίλοι κομμουνισμοί ας πούμε, προκειμένου να εκβιάζουμε το γκουβέρνο για αργομισθίες, για λογής παροχές, κυρίως για να μας χρησιμεύει ως όπλο στον υπέρ πάντων αγώνα μας, στο πώς θα διατηρήσουμε δηλαδή το παράσιτο τεράστιο κράτος κατά το δυνατόν αλώβητο. Τάχα αγνοούμε ότι ο Ραούλ Κάστρο, ακριβώς ελλείψει συντάγματος, ελευθεριών, δικαιωμάτων, απέλυσε μισό εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους με αποζημίωση το… σοσιαλιστικό μισθό ενός μήνα μόνο, ήτοι περί τα δεκαπέντε δολάρια (με τις τιμές των αγαθών, όταν υπάρχουν, περίπου ίδιες με απέναντι στο Μαϊάμι), και δεν άνοιξε ρουθούνι, δεν ακούστηκε κιχ –επιτρέψτε μου τις δύο στερεότυπες φράσεις.
Έκαμα το ξενύχτι μου στον μακάρι
αλήστου μνήμης δικτάτορα Φιντέλ Κάστρο ξαναδιαβάζοντας τη συνταρακτική
αυτοβιογραφία του Κουβανού ποιητή Ρεϊνάλντο Αρένας «Πριν πέσει η νύχτα». Στις
τετρακόσιες τόσες σελίδες προσπέρασα πολύ λίγα στιγμιότυπα δίχως την πνιγηρή
ασφυξία που προκαλούν οι συνθήκες ακραίας έλλειψης σεβασμού προς την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια.
Σταχυολόγησα τέσσερα ενδεικτικά
αποσπάσματα, όμως ειλικρινά όχι τα σκληρότερα.
(Σελ. 191-192) Κοιμηθήκαμε στο πάρκο και τη νύχτα, φυσικά, μας συνέλαβε
η αστυνομία. Εγώ φοβόμουν για το χειρόγραφο, αλλά αυτό επιβίωσε, ευτυχώς. Ήταν
πολύ δύσκολο να βγάλεις αντίγραφα στην Κούβα, όπου δεν υπήρχαν φωτοτυπικά. Τώρα
πλέον δε μου είχαν απομείνει φίλοι έμπιστοι για να μου το φυλάξουν, γιατί κι
αυτοί που υπήρχαν ζούσαν σε μια κατάσταση τέτοιας αβεβαιότητας και ανασφάλειας
που δεν μπορούσαν να το κρατήσουν, τους ήταν δυσβάσταχτο βάρος.
Πήρα όλα εκείνα τα χαρτιά και τα τύλιξα σε μαύρο νάιλον, το οποίο
έκλεβα, όταν πήγαινα να φυτέψω δενδρύλλια καφέ στα περίχωρα της Αβάνας, σε αυτό
που τότε ονομάστηκε η Περιμετρική της Αβάνας∙ μια από τις παραληρηματικές ιδέες
του Κάστρο, που συνίστατο στο να φυτέψει σε όλα τα περίχωρα της Αβάνας καφέ,
μετατρέποντας την πρωτεύουσα σε ένα είδος φυτείας καφέ. Κανένα από αυτά τα
δέντρα δεν έδωσε μήτε έναν κόκκο καφέ και χάθηκαν εκατομμύρια πέσος, εκτός από
τον κόπο χιλιάδων εργατών, που θυσίασαν τα Σαββατοκύριακά τους για να πάνε να
ανοίξουν τους λάκκους και να φυτέψουν τα δέντρα. Η μόνη χρησιμότητα που είχε
για μένα η Περιμετρική της Αβάνας ήταν το να πάρω στην κατοχή μου ορισμένες
πλαστικές σακούλες, που με εξυπηρέτησαν για να τυλίξω το χειρόγραφό μου και να
το κρύψω κάτω από τη στέγη της Ορφελίνα Φουέντες, όπου εγώ τότε έμενα. Κάποια
μέρα (σκεφτόμουν), όταν θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία, θα έβγαζα τα χειρόγραφα
εκτός Κούβας. Σήκωσα τα κεραμίδια της σκεπής και έκρυψα εκεί το μυθιστόρημά
μου.
(Σελ. 223-224) Την πιο σκληρή πράξη της η θεία μου δεν τη διέπραξε
εναντίον μου, αλλά εις βάρος μιας ηλικιωμένης γειτόνισσάς της. Εκείνη η κυρία
είχε όλα της τα παιδιά στο εξωτερικό κι είχε μείνει μόνη στο σπίτι με την
καθυστερημένη κόρη της. Η θεία μου, που ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας, και
όπως μου είπε η ίδια, υψηλός πληροφοριοδότης της κουβανικής Ασφάλειας,
υποσχέθηκε σε κείνη την κυρία ότι θα έλυνε το θέμα της αναχώρησής της από τη
χώρα, αρκεί εκείνη να της έδινε τα έπιπλά της. Το σπίτι της γυναίκας άδειασε
εντελώς. Εκείνη ήταν η μητέρα του Αλφόνσο Αρτίμε, ο οποίος υπήρξε διάσημος
πολιτικός κρατούμενος. Η κυβέρνηση πίστευε πως ο Αρτίμε θα γύριζε κάποτε, από
τη θάλασσα, για να δει τη μάνα του κρυφά και ήθελε να τον συλλάβει∙ γι’ αυτό το
λόγο ποτέ δε θα άφηναν εκείνη τη δύστυχη γυναίκα να αναχωρήσει. Και η θεία μου,
ενώ υποσχόταν σε κείνη τη γριούλα πως θα τη βοηθούσε να φύγει, έκανε τρομερές
αναφορές γι’ αυτήν στην Κρατική Ασφάλεια, για να μην την αφήσουν ποτέ να φύγει.
Η κυρία πέθανε στην Κούβα, σ’ ένα εντελώς άδειο σπίτι∙ όλα της τα έπιπλα είχαν
μεταφερθεί στην έπαυλη της θείας μου.
Εγώ δεν είχα να φοβάμαι μόνο την αστυνομία, αλλά και την επιτήρηση της
θείας μου, που αποδεικνυόταν για μένα πολύ πιο επικίνδυνη. Με αυτό τον τρόπο,
στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων που έμεινα σ’ εκείνο το σπίτι, οτιδήποτε
έγραφα κατά τη διάρκεια της μέρας έπρεπε να τρέξω την ίδια κιόλας στιγμή να το
κρύψω στη στέγη.
(Σελ. 270-272) Η ζέστη και η μπόχα ήταν αφόρητες. Το να πας στο
αποχωρητήριο ήταν μια Οδύσσεια∙ εκείνο το αποχωρητήριο δεν ήταν παρά μία οπή
όπου αποπατούσαν οι πάντες∙ ήταν αδύνατον να φτάσεις εκεί χωρίς να γεμίσουν τα
πόδια σου και οι αστράγαλοι σκατά, κι έπειτα δεν υπήρχε νερό για να πλυθείς.
Δύστυχο κορμί∙ η ψυχή δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό υπό αυτές τις
περιστάσεις.
Εξάλλου, εκείνη η φυλακή ήταν το απόγειο του θορύβου∙ θαρρείς κι όλοι
οι θόρυβοι που με καταδίωκαν σ’ όλη μου τη ζωή συγκεντρώθηκαν σε κείνο μόνο το
μέρος, και εγώ ήμουν υποχρεωμένος να τους ακούω εξαιτίας ακριβώς της κατάστασής
μου ως κρατουμένου: επειδή δεν μπορούσα να δραπετεύσω.
Μπήκα στο Μόρο περιβεβλημένος τις πιο σκοτεινές φήμες και, αν μη τι
άλλο, αυτό ήταν που μου επέτρεψε και να παραμείνω ζωντανός, εν μέσω όλων αυτών
των δολοφόνων που υπήρχαν εκεί. Με σκοπό να με συλλάβουν, οι κουβανικές αρχές
εξαπέλυσαν ολόκληρη εκστρατεία εναντίον μου, στην οποία όμως δεν εμφανιζόμουν
ως πολιτικός κρατούμενος ή συγγραφέας, αλλά ως ένας κοινός εγκληματίας που
βίασε διάφορες γυναίκες και σκότωσε μια γριούλα. Έτσι, η φωτογραφία μου
βρισκόταν σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και στα διάφορα κτίρια, με όλες αυτές
τις κατηγορίες. Οπότε, όταν μπήκα στο Μόρο, πολλοί κρατούμενοι με αναγνώρισαν
ως βιαστή, δολοφόνο και πράκτορα της CIA∙ όλο αυτό με περιέβαλε με ένα φωτοστέφανο και με κάποιο
σεβασμό, ανάμεσα στους ίδιους τους φονιάδες.
Με αυτό τον τρόπο, μόνο το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα στο πάτωμα, σε κείνον
το θάλαμο νούμερο επτά, όπου με κρατούσαν, και που δεν ήταν βεβαίως για
ομοφυλόφιλους, αλλά για κρατούμενους οι οποίοι είχαν διαπράξει διάφορα
αδικήματα. Οι ομοφυλόφιλοι καταλάμβαναν τις δύο χειρότερες πτέρυγες στο Μόρο∙
ήταν κάτι πτέρυγες ημιυπόγειες, στο ισόγειο, που γέμιζαν νερό όταν ανέβαινε η
παλίρροια∙ ήταν ένα μέρος ασφυκτικό, χωρίς ούτε ένα αποχωρητήριο. Τους
ομοφυλόφιλους δεν τους μεταχειρίζονταν ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά ως κτήνη.
Ήταν οι τελευταίοι που έβγαιναν για φαγητό και γι’ αυτό τους βλέπαμε να
περνούν∙ για οποιοδήποτε ασήμαντο πράγμα έκαναν, τους χτυπούσαν σκληρά. Οι
πολιτοφύλακες που τους επιτηρούσαν και οι οποίοι τους εξανάγκαζαν να τους
αποκαλούν «συντρόφους» ήταν τιμωρημένοι φαντάροι, που με κάποιο τρόπο έπρεπε να
ξεσπάσουν την οργή τους και το έκαναν πάνω στους ομοφυλόφιλους. Φυσικά, κανείς
εκεί δεν τους αποκαλούσε ομοφυλόφιλους, αλλά πουσταράδες ή, στην καλύτερη
περίπτωση, αδερφές. Εκείνος ο θάλαμος με τις αδερφές ήταν, πραγματικά, ο
τελευταίος κύκλος της κόλασης.
(Σελ. 311-312) Θυμάμαι ένα νεαρό νέγρο, που φώναζε στο προαύλιο της
φυλακής επί μία βδομάδα: «Κάτω ο Φιδέλ Κάστρο, Φιδέλ Κάστρο δολοφόνε,
πουτανόσπερμα, προδότη». Έρχονταν οι φύλακες και τον πλάκωναν στις κλοτσιές και
στα χαστούκια. Τον είχαν δεμένο, αλλά εξακολουθούσε να ωρύεται κατά του Φιδέλ
Κάστρο, ένα ολόκληρο κατεβατό από απίστευτες βρισιές και χυδαιότητες, με αυτό
το τυπικό μίσος των Κουβανών, που αρχίζουν σούρνοντας τα εξ αμάξης για τη μάνα
σου και σταματάνε αποκαλώντας πούστη όποιον τα βάλει μαζί τους. Ποτέ δεν
ξαναείδα κάποιον τόσο πολύ έξαλλο εναντίον του δικτάτορα. Οι στρατιώτες δεν
ήξεραν τι άλλο να κάνουν από το να τον χτυπάνε.
Μια βδομάδα έκανε η Ασφάλεια του Κράτους να αποφασίσει τι θα έκανε με
κείνον τον νέγρο μέχρι που τον έδεσαν σε ένα φορείο, του έβαλαν και μια ένεση,
είπαν πως είναι τρελός και τον πήγαν σε ένα τρελοκομείο. Ναι, η τόλμη είναι μια
τρέλα, γεμάτη όμως μεγαλείο.
(Ρεϊνάλντο Αρένας «Πριν πέσει
η νύχτα», αυτοβιογραφία, μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Σύγχρονοι
Ορίζοντες, σελ. 452, Αθήνα 2001)