Μοιάζει με παρωδία τερατολογικών αφηγήσεων, απίθανων φαντασιοκοπημάτων
που ενίοτε στα χρόνια του Λουκιανού παρουσιάζονταν ως ιστορικά κείμενα, ιδίως τα
αναφερόμενα στα άκρα του τότε γνωστού κόσμου, όπως στην Ινδία των ελληνιστικών
- αυτοκρατορικών χρόνων. Θα μπορούσε ίσως η διήγηση αυτή να συμπεριληφθεί, όπως
εισηγούνται κάποιοι, στο αρχαίο μυθιστόρημα: είναι παρόντα τα περισσότερα από
τα χαρακτηριστικά του, η δεύτερη σοφιστική, βέβαια, από τον Όμηρο ως τον
Σωκράτη, αμφότερους να εμφανίζονται αυτοπροσώπως μάλιστα, και όχι οι μόνοι από τους αρχαίους, επίσης η περιδίνηση του ατόμου σ’ έναν κόσμο οριστικά αβέβαιο και
επισφαλή κ.ά. Νομίζω, όμως, ότι και πάλι βρισκόμαστε μπροστά στη δυσκολία του αν
μπορεί να καταχωριστεί στη λογοτεχνία και ποιο από τα έργα του Λουκιανού.
Παρωδεί, διακωμωδεί, σαρκάζει, όμως τη λογοτεχνία τόσο στα διαλογικά κείμενα
όσο και στα αφηγηματικά -τη εξαιρέσει, και εφόσον του αποδοθεί, του «Λούκιος ἢ ὄνος»-,
μοιάζει να τη χρησιμοποιεί προσχηματικά, να μην τη φιλοδοξεί καν πραγματικά. Είναι ο
φλεγματικός και με χιούμορ διανοούμενος του καιρού του, ο καλλιεργημένος και πνευματώδης
σοφιστής, που περιδιαβάζει και που με το δικό του σκωπτικό ύφος γελάει
με το στόμφο, τη φλυαρία, την ανοησία των συγχρόνων του.
Όπως οι αθλητές που ανάμεσα στις προπονήσεις τους, λέει ο Λουκιανός, πρέπει
και να αφιερώνουν διαστήματα για ξεκούραση, έτσι και οι πνευματικοί άνθρωποι να
εγκαταλείπουν κάπου κάπου τα σοβαρά και να ασχολούνται με χαριτωμένες και ευφάνταστες
διηγήσεις, αυτό θα κάνει κι ο ίδιος και μάλιστα εκ προοιμίου υπόσχεται ότι θα παρωδήσει συγκεκριμένους
ανάμεσα σ’ εκείνους που γράφουν «πολλὰ τεράστια καὶ μυθώδη».
Κάποτε ξεκίνησε, λέει, από τις Ηράκλειες Στήλες, το Γιβραλτάρ δηλαδή,
και με πενήντα συνομήλικούς του τράβηξε για τον ἑσπέριο ὠκεανό, το δυτικό, τον Ατλαντικό, να
δει τι υπάρχει και ποιοι τυχόν κατοικούν πέρα αποκεί. Το ταξίδι θα εξελιχτεί σε
διαστημικό, θα βρεθεί στη Σελήνη, τη χώρα του βασιλιά Ενδυμίωνα, που την
κατοικούν οι Σεληνίτες, τότε σε πόλεμο με τους Ηλιώτες, τους κατοίκους του Ήλιου,
εκείνους υπό το βασιλιά Φαέθοντα. Οι συγκρούσεις άρχισαν αφότου φτωχοί Σεληνίτες
προσπάθησαν να αποικίσουν την Αφροδίτη. Από τη μια οι Σεληνίτες: Ιππόγυποι, Λαχανόπτερα,
Κεγχροβόλοι, Σκοροδομάχοι, Ψυλλοτοξότες, Ανεμοδρόμοι, από την άλλη οι δυνάμεις
του Φαέθοντα: Αεροκώνωπες, Αεροκόρδακες, Καυλομύκητες, Κυνοβάλανοι,
Νεφελοκένταυροι, όλοι αυτοί κατά δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες, και
τεραστίων διαστάσεων, και θυμίζουν παιδικά σύγχρονα κινούμενα σχέδια (ένα
παράδειγμα μόνο: οι Ανεμοδρόμοι πετάνε γιατί φοράνε μακριούς χιτώνες που
φουσκώνουν στον άνεμο). Οι Ηλιώτες χτίζουν φράγμα ανάμεσα στον ήλιο και τη
σελήνη, που σκοτεινιάζει τη δεύτερη, ο Ενδυμίωνας με τους Σεληνίτες αναγκάζονται σε υποταγή, στο εξής φόρου υποτελείς, να καταβάλλουν στον Φαέθοντα ετησίως
δέκα χιλιάδες κανάτια δροσιάς και δέκα χιλιάδες ομήρους, ωστόσο την αποικία
στην Αφροδίτη την αποικίζουν εντέλει από κοινού.
Στη Σελήνη δεν υπάρχουν γυναίκες. Οι ίδιοι ως τα 25 τους τελούν χρέη
γυναικών, μετά τα 25 ανδρών (μέχρι μὲν οὖν πέντε καὶ εἴκοσι
ἐτῶν γαμεῖται ἕκαστος, ἀπὸ δὲ τούτων γαμεῖ αὐτός,
παρ. 22). Μένουν έγκυοι στις γάμπες, στις κνήμες, εξού λέει ο Λουκιανός και η
ελληνική λέξη γαστροκνημία.
Λέει και άλλα πολλά, ας πούμε ηθογραφικά της Σελήνης, και καταλήγει ὅστις δὲ ταῦτα μὴ πιστεύει οὕτως ἔχειν,ἄν ποτε
καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε ἀφίκηται, εἴσεται ὡς ἀληθῆ λέγω /
κι όποιος δεν πιστεύει πως αυτά είν’ έτσι, σαν πάει κάποτε κι αυτός εκεί, θα
δει πως λέω την αλήθεια.
Ύστερα απ’ τη Σελήνη θα περάσουν στη Λυχνούπολη, έπειτα θα τους καταπιεί
το τεράστιο κήτος, εκεί κι αν διαδραματίζονται τα απίθανα επεισόδια καρτούν,
-και περνώντας πια στο δεύτερο μέρος, Ἀληθῶν
διηγημάτων Β’-, η έξοδος από το κήτος, το νησί με έδαφος από τυρί το αφιερωμένο στη
Νηρηίδα Γαλάτεια, στο πέλαγος από γάλα, έπειτα οι Φελλόποδες που περπατούν στην
επιφάνεια του νερού κατευθυνόμενοι στο νησί τους, τη Φελλώ, ύστερα το Νησί των
Μακάρων, ο παράδεισος των αρχαίων, τα Ηλύσια Πεδία. Εδώ συνωστίζονται οι
επιφανείς νεκροί. Από τον Όμηρο που οριστικά διευκρινίζει την καταγωγή του αλλά
και δίνει κατηγορηματικές απαντήσεις στο ομηρικό, τον Σωκράτη με τους όμορφους
νεαρούς πάντα γύρω του, αλλά και τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, την Ελένη και τον Μενέλαο.
Στο Νησί των Μακάρων κάνουν σεξ όλοι με όλους, δίχως ντροπές, δημόσια, εκτός
από τον Σωκράτη που συνεχίζει ψευδώς να ισχυρίζεται πως εκείνος δεν ενδίδει
ποτέ. Οι γυναίκες ανήκουν σε όλους καὶ
οἱ παῖδες δὲ παρέχουσι τοῖς βουλομένοις οὐδὲν ἀντιλέγοντες /
και τα αγόρια υπηρετούν (δηλαδή κάθονται σε) όποιους τα θέλουν δίχως αντιρρήσεις (παρ. 19).
Φεύγοντας από το Νησί των Μακάρων ο Λουκιανός ζητάει από τον Όμηρο να
του αφιερώσει ένα δίστιχο, χατίρι που δε θα του χαλάσει ο ποιητής:
Λουκιανὸς τάδε πάντα φίλος
μακάρεσσι θεοῖσιν
εἶδέ τε καὶ πάλιν ἦλθε φίλην ἐς
πατρίδα γαῖαν.
(Ο Λουκιανός, ο φίλος των μακαρίων θεών, τα είδε όλα και πάλι έφυγε για
την αγαπημένη του πατρίδα.)
Ο Οδυσσέας κρυφά από την Πηνελόπη στέλνει μέσω του Λουκιανού μήνυμα
στην Καλυψώ ότι μετάνιωσε που δεν έμεινε μαζί της, να τον έκανε κι αθάνατο, κι
αν μπορούσε παρ’ όλ’ αυτά να τον πάρει μαζί της πίσω στο νησί της, την Ωγυγία.
Στο δρόμο της επιστροφής η παρέα του Λουκιανού θα περάσει κι από το
νησί των τιμωριών, έπειτα από το Νησί των Ονείρων, που γλιστρούσε κι
απομακρυνόταν κι αυτό σαν όνειρο, κι όπου μπήκαν από το λιμάνι του Ύπνου, θα
ζήσουν και άλλα… ουκ ολίγα, τους Κολοκυνθοπειρατές, τους Καρυοναύτες, την
τεράστια αλκυόνα στη φωλιά με τ’ αυγά της, έπειτα τις παραισθήσεις, την άβυσσο,
το νησάκι με τους Βουκεφάλους, τους ανθρώπους - πλοία που ταξιδεύουν ύπτιοι με
πανιά στους όρθιους τεράστιους φαλλούς τους, άλλοι πάνω σε φελλούς με ζεμένα
δελφίνια, και τέλος το νησί των γυναικών με τα γαϊδουρινά σκέλη, τὰς Ὀνοσκελέας,
που μετά το σεξ, πάνω στον ύπνο, σκοτώνουν τους άντρες που πλάγιασαν μαζί τους.
Και κάπου εκεί τελειώνουν τα Ἀληθῆ διηγήματα
με το τελευταίο ψέμα - υπόσχεση του συγγραφέα ότι θα συνεχίσει την
εξιστόρηση σε περισσότερα άλλα βιβλία…
(Για τον Λουκιανό εισαγωγικά σε προηγούμενη ανάρτηση.)
(John Stanhope (1829-1880), Οι πηγές της Λήθης
στα Ηλύσια Πεδία (1879-1880).)