«Ο μισθοφόρος» του Αντώνη Νικολή είναι ανάμεσά μας
Ο
πολυγραφότατος κι όμως άκρως λεπτολόγος συγγραφέας μας έδωσε το
καινούργιο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα «Ο θάνατος του μισθοφόρου», από τις
εκδόσεις «Το Ροδακιό»
O Αντώνης Νικολής μού έδωσε τη συνέντευξη που ακολουθεί στο «συνήθη τόπο του εγκλήματος», το καφενείο «Πανελλήνιο».
Ο πολυγραφότατος κι όμως άκρως λεπτολόγος συγγραφέας Αντώνης Νικολής, μετά τη νουβέλα «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», μας έδωσε τώρα ένα καινούργιο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα, το «Ο θάνατος του μισθοφόρου» και πάλι από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
Πώς θα συνοψίζατε την υπόθεση σε 50-100 λέξεις για κάποιον άνθρωπο που δεν έχει έρθει ακόμα σ’ επαφή με το μυθιστόρημά σας;
Ένας σαρανταπεντάρης γνωρίζεται σε γυμναστήριο μ’ ένα νεαρό επαγγελματία οπλίτη και συνδέεται μαζί του με οικειότητα που θυμίζει ερωτική εμμονή. Ένα μοιραίο ατύχημα σε καβγά ανάμεσά τους θα τους ενώσει κατά κάποιο τρόπο για πάντα. Ο φόβος του στιγματισμού, οι ενοχές, αλλά και το πένθος για το θάνατο του νεαρού οπλίτη γίνονται ο πνιγηρός αποκλεισμένος εσωτερικός κόσμος του μεσήλικα. Δραπετεύει από κει μέσα είτε για να ζήσει εξισορροπητικά και με ένταση την ομοερωτική πλευρά του ερωτισμού του, είτε για να οδηγήσει τον εαυτό του προς τη λυτρωτική έξοδο, που δεν είναι άλλη από την αυτοτιμωρία, βέβαια.
Ποια είναι η συγγραφική ιδέα/ επιδίωξη/ ιδεολόγημα ή κάτι άλλο συναφές, που υπήρχε στο μυαλό του συγγραφέα πριν γράψει και για όσο έγραφε;
Το έναυσμα εδώ το αντιλήφθηκα σχετικά γρήγορα. Αρκετά από τα έργα μου, όχι όλα, σχετίζονται με ένα ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν πραγματοποιούνταν κάποιος φόβος μου. Η «Διονυσία» – αν παρέλυε το ένστικτό μου της αυτοσυντήρησης. «Ο θάνατος του μισθοφόρου» – αν γινόμουν ακούσια ο υπαίτιος ενός θανάτου. Τι θα ακολουθούσε αν σε μια στιγμή παρεξήγησης, και μάλιστα σε μια περίπλοκη, σύνθετη σχέση, βρισκόταν ο ένας από τους δύο ήρωες σε αυτή την απόλυτη θέση της συντριβής: με το άλλον νεκρό, μ’ ένα θάνατο που ακούσια προξένησε ο πρώτος, ύστερα δηλαδή από έναν εξ αμελείας φόνο – αν τον ορίσουμε νομικά. Πάντως, δεν ακολουθώ στρατηγικές, και σίγουρα δε γίνεται καμιά συνειδητή κατασκευή από τη μεριά μου, καν το προηγούμενο έναυσμα-ερώτημα, και που το εξιχνιάζω συνήθως πολύ αργότερα αφότου αρχίσω το γράψιμο. Έρχονται μόνα τους: τα κύρια πρόσωπα – ήρωες πρώτα, μαζί με μια συνήθως υποτυπώδη αρχική πλοκή, σχετική με κάποιο περιστατικό κρίσης. Το κυριότερο, όμως, κάτι σαν μάγμα από πολύ βαθιά πράγματα, στην αρχή ασαφή και αδιευκρίνιστα, αλλά που διαισθάνομαι ότι θα μου δώσουν το αισθηματικό υλικό, και κυρίως την ορμή της αφήγησης.
Όταν γράφετε, γράφετε κυρίως συνειδητά, αυτό που λέμε με το «μέσα μυαλό»;
Όχι, δεν εμπιστεύομαι το μυαλό μου, εννοώ τις αντιλήψεις ή ό,τι ονομάζουμε λογική. Κάθε φορά που είτε πρόσωπο είτε ο αφηγητής μοιάζει να αποφαίνεται κάτι σε λογοτεχνικό κείμενό μου, αναρωτηθείτε από ποια απόσταση τους παρακολουθώ. Ως συγγραφέας-λογοτέχνης προγραμματικά δεν υπερασπίζομαι κάποια ιδέα πριν ή έξω από την αφήγηση. Νομίζω, η λογοτεχνία συμβαίνει κάτω εκεί στις γαλαρίες του ασυνειδήτου, ενόσω η μνήμη μηρυκάζει βιώματα, και είναι περισσότερο το να χαζεύουμε το διάχυτο ρευστό χρόνο που εκλύεται απ’ όλη αυτή τη λειτουργία. Αναφέρομαι στον αφηγηματικό χρόνο, το συνεσταλμένο ή το διεσταλμένο, για να χωρέσει την αλήθεια της εμπειρίας μας, και που –σκέφτομαι καμιά φορά– ίσως είναι η μόνη ασφαλής αντίληψη του χρόνου. Αυτή η άλλη αντίληψη, μετουσιωμένη σε καλλιτεχνικές μορφές, καθαρίζει από τις περιττές συμβάσεις τη συνείδηση του φιλότεχνου, του ξαναδίνει στο τέλος της μέρας τη χαμένη του αυθεντικότητα. Αυτό νομίζω είναι και το μεγάλο δώρο της τέχνης.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σεξουαλικής ταυτότητας του Ηλία και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ως ήρωα;
Ο Ηλίας, όπως και οι περισσότεροι κεντρικοί ήρωες των πεζών μου ίσαμε τώρα, είναι αμφισεξουαλικός. Δεν αποκλείεται μετά από χρόνια ακόμα κι αυτοί οι προσδιορισμοί –ετεροφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, ομοφυλόφιλος– να θεωρούνται σχηματικοί, σήμερα όμως είναι αναγκαίοι. Η σεξουαλικότητα, ιδίως υπό την έννοια του προσανατολισμού, είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία στην έκφραση, στη ζωή, άρα και στην ταυτότητα ενός προσώπου. Όσοι απεργάζονται τη χειραγώγηση του ατόμου (μονοθεϊστικές θρησκείες ή ολοκληρωτικές ιδεολογίες) καταλήγουν στο ότι η σεξουαλικότητα είναι επιλογή, άρα και κάθε απόκλιση από τη νόρμα είναι ηθικά επιλήψιμη. Ο δρόμος ύστερα ως τα ροζ τρίγωνα του Χίτλερ ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομοφυλοφίλων του Τσε Γκεβάρα στην Κούβα είναι ελάχιστος.
Στη φύση τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο σχηματικά όσο στην ανθρώπινη σκέψη. Ανάμεσα λοιπόν στον έναν προσανατολισμό (ετεροφυλοφιλία) και τον άλλον (ομοφυλοφιλία) παρεμβάλλεται ο ενδιάμεσος και που παραμένει γενικά ακαθόριστο το εύρος του. Αυτός ο αναμεταξύ χώρος –αν δεχτούμε τους σχηματικούς τρεις– επηρεάζει κατά πολύ την τύχη της μειονότητας των ομοφυλοφίλων – εξηγώ γιατί έστρεψα την προσοχή μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ένας ακόμα λόγος, γιατί, όταν οι αμφισεξουαλικοί ζουν αρμονικά και τους δυο προσανατολισμούς τους, προβάλλουν με κάποιο τρόπο εικόνες της ζωής από το μέλλον. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Δείτε τις ταινίες όπου οι μαύροι είναι μόνο υπηρετικό προσωπικό. Έτσι θα μοιάζουν κάποτε και οι ταινίες όπου για να φιληθούν ή για να κάνουν σεξ δυο άνθρωποι πρέπει να είναι οπωσδήποτε διαφορετικού φύλου. Παλιές. Παλιομοδίτικες.
Ας γυρίσουμε στον Ηλία.
Ναι. Για να πω ακόμα κάτι για τον Ηλία, που ισχύει και για τη σταθερότερη σύντροφό του, τη Μερόπη, αυτούς τους ανθρώπους μπορεί στη μια περίοδο να τους παρακολουθήσει κανείς αποκλειστικά στον έναν ή στον άλλο προσανατολισμό ή και στους δυο, μπορεί ακόμα και να αποφανθεί, ότι ανήκουν κυρίως στον ένα ή στον άλλο, όμως η ουσία βρίσκεται στο ότι μπορούν να ερωτευθούν ή να απολαύσουν το σεξ με συντρόφους αδιακρίτως φύλου. Α, και να μην το ξεχάσω, σε καμία περίπτωση δεν κρύβω πίσω απ’ αυτούς, δηλαδή πίσω από το δάκτυλό μου, το δικό μου αποκλειστικώς έναν προσανατολισμό: έχω αρθρογραφήσει ανοικτά για τα ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα, και από χρόνια είμαι ήσυχα και υπεύθυνα ορατός, ως όφειλα σαν συγγραφέας, δηλαδή δημόσιο πρόσωπο, δεύτερη δεκαετία του 21oυ αιώνα και μετά από τόση πρόοδο σ’ αυτά τα ζητήματα. Τώρα, σχετικά με την ερώτηση, το πόσο δηλαδή επηρεάζει τον Ηλία ο αμφιδέξιος προσανατολισμός του, νομίζω, αν ο Ηλίας δεν ήταν αμφισεξουαλικός, η ιστορία αυτή το πιθανότερο δε θα μπορούσε να συμβεί. Όπως υπάρχουν και δομικές αναγκαίες αοριστίες. Φέρ’ ειπείν, έχω παραιτηθεί πια από το να καταλάβω ποια ακριβώς ήταν η σχέση των δύο ανδρών. Μέσα μου επιμένουν και ο ένας να λέει πως δεν ένιωσε ποτέ σεξουαλική έλξη για το νεαρό, και ο οπλίτης να μην έχει ίχνος ομοερωτικού ερωτισμού. Πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει με ειλικρινή απορία για το θέμα αυτό τους αναγνώστες του μυθιστορήματος, σαν αντικειμενικούς τρίτους, τη δική τους εντύπωση.
Ιστορικότητα, τοπικότητα, πολυεπίπεδος ερωτισμός, ασθμαίνον σώμα, αστυνομικό στοιχείο, ψυχολογισμός, κοινωνικοοικονομική κρίση. Αυτά είναι τα βασικά επίπεδα που εγώ νομίζω πως «έπιασα» μετά από μια καλή πρώτη ανάγνωση. Τι λένε άλλοι αναγνώστες με τους οποίους συζητήσατε; Ποια επίπεδα «έπιασε» η κριτική;
Γράφτηκαν μέχρι στιγμής κάποιες κριτικές, ενδιαφέρουσες, όμως πραγματικά εξαιρετική ήταν της Κατερίνας Σχινά στην κυριακάτικη Καθημερινή της 20 Νοεμβρίου. Για ένα κείμενο που το έγραφα ή το διόρθωνα καθημερινά περίπου τρεισήμισι χρόνια, το να διαβάζω κριτική ανάλυση και να ανακαλύπτω οπτικές ή πράγματα, δεν είναι λίγο. Εκτιμώ ότι στο «Μισθοφόρο» όσο σε κανένα προηγούμενο έργο μου κατάφερα τη μεγαλύτερη δυνατή από εμένα εσωτερική συνέπεια. Αυτό, νομίζω, υποχρεώνει τον αναγνώστη σε ανυστερόβουλη ανάγνωση. Η υστερόβουλη ανάγνωση δεν επιτρέπεται ποτέ, αλλά ας πούμε ότι κάποτε μπορεί να καμωθεί την κριτική. Οι φιλαναγνώστες, ακόμα και άγνωστοι στο ίνμποξ, έρχονται άλλοι συγκινημένοι, άλλοι από σεβασμό στην ποιότητα της δουλειάς. Αλλά είναι κι εκείνοι από το σινάφι ή περίπου –υπάρχει και το περίπου σινάφι εννοείται–, που τσαλαβουτάνε πότε δέκα πότε πέντε σελίδες, να συγκρίνουν και να συγκριθούν με το «συνάδελφο», την ακούω ήδη την πονηρά σιωπή κι αυτωνών. Από το ’80 και δώθε εδραιώθηκε σ’ αυτή τη ρημαδοχώρα η πεποίθηση πως οι αξίες διαμορφώνονται από παρεάκια. Σιωπήστε, να πάει και τούτο στην ευχή. Τεράστια ανοησία. Τα έργα τέχνης μπορούν να ’ρθουν σε διάλογο με τα ομοειδή τους μόνο στον καιρό τους.
Ένα παράδειγμα;
Το «Τρίτο στεφάνι» μπορούσε να αρδεύσει την νεοελληνική πεζογραφία τη δεκαετία του ’60, τότε που γράφτηκε. Έμεινε ιδίοις αναλώμασι και στο πατάρι του Ταχτσή, δεν έχασε το «Τρίτο στεφάνι» βέβαια, και τα τελευταία τριάντα χρόνια που γράφονται κυρίως τρίτα στεφάνια είναι όλα τους για πέταμα ή περίπου για πέταμα. Η κριτική στην Ελλάδα, και όχι μόνο της λογοτεχνίας, εξαντλείται συνήθως στη λεγόμενη ιδεολογική ανάλυση του περιεχομένου. Σπάνια εκπορεύεται από επαρκή τεχνική ή και φιλολογική κατάρτιση. Ακόμα και των πολύ προβεβλημένων κριτικών. Εκόμισα στη μακράς έκτασης πεζογραφία -δηλώνω με έμφαση μυθιστοριογράφος– την υπέρβαση της ηθογραφίας, των προνεωτερικών καθηλώσεων της νεοελληνικής κοινωνίας δηλαδή, με την ειρωνεία. Και μάλιστα δίχως να το συνειδητοποιώ.
Η αναφορά αυτή αφορά το παρόν βιβλίο ή σε προηγούμενά σας;
Μιλάω για το «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», το πρώτο γνήσιο πεζό μου. Τι άλλο από ειρωνεία της νεοελληνικής ηθογραφίας, και μάλιστα στην πιο ελληνοπρεπή της εκδοχή, να ψάχνει δηλαδή πίσω από κάθε λαογραφικό στοιχείο κάποιο αρχαιοελληνικό κατάλοιπο, τι άλλο ήτανε οι κέρινοι φαλλοί στο στηθαίο της βεράντας του Δανιήλ, ή οι φαλλήες, τα πουτσοκούλουρα, μετά το τελετουργικό μυητικό όργιο; Πρόσφατα, καθόλα έγκυρη συνάδελφος μου έλεγε με πολύ θαυμασμό, μπράβο στην Κω που διατήρησε τόσο αρχαία πράγματα και που κράτησε στην ντοπιολαλιά αυτή την ωραία λέξη, τους φαλλήες – δικής μου επινόησης λέξη εννοείται. Έμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένος. Όταν ήτανε να εκδοθεί ο «Δανιήλ» –με τη συμβουλή του φίλου συγγραφέα Θοδωρή Γρηγοριάδη, γιατί μόλις είχα τελειώσει και τη «Διονυσία», συμφώνησε τότε και η Τζούλια Τσιακίρη, η εκδότριά μου– δώσαμε τη θέση της νουβέλας στο μυθιστόρημα. Δεν είναι λιγότερη η χρήση της ειρωνείας σε σχέση με την ηθογραφία και στη «Διονυσία». Δεν πέρασαν δέκα μέρες αφότου κυκλοφόρησε, βγαίνει ο συχωρεμένος ο Παπαγιώργης και σ’ ένα κείμενο άγριας υπόκωφης ομοφοβίας με κατακεραυνώνει ηθογράφο και δη Νότη Περγιάλη. Όχι μόνο δεν τον διόρθωσε κανένας, αλλά για μήνες όλο και έπεφτα σε μπηχτές συναδέλφων από δω κι από κει σκόρπιες πως δεν μπορούσε να θεωρείται πρόταση στο νεοελληνικό μυθιστόρημα η ηθογραφία.
Η χωροθέτηση - γεωδαισία μοιάζει να παίζει μεγάλο ρόλο (και) σ’ αυτό το βιβλίο σας.
Τύποις γεννήθηκα και ως τα τρία μου ήμουνα στην Αθήνα, τα χρόνια της ειδικότητας του πατέρα μου στην Ακτινολογία. Όμως και η καταγωγή, και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ίσαμε τώρα το πέρασα στην Κω. Μετά το 2003 ανεβαίνω σταθερά αρκετούς μήνες το χρόνο και στην Αθήνα, στην Κυψέλη, που σιγά-σιγά συγκαταλέγεται κι αυτή στους οικείους τόπους. Αγάπησα πολύ τη Ρόδο, την Πάτμο, την Κρήτη, την Πορτογαλία – ιδιαίτερα τη Λισαβόνα. Αλλά η Κως είναι ο κήπος της ψυχής μου.
Πάντα και παντού η Κως στο έργο σας, κύριε Νικολή.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν υπάρχει πραγματικά αυτή η Κως. Εδώ διαδραματίζεται νοερά ό,τι διαβάζω, εύλογα και ό,τι γράφω, ή από εδώ ορμάται, εδώ κατοικοεδρεύει. Αν δεν ήτανε τουριστικά αναπτυγμένη, μετά τις σπουδές μου δε θα επέστρεφα στην Κω. Το καλοκαίρι του 1986, θυμάμαι να γυρνάω σπίτι ένα βράδυ, βυθισμένος, και κάπως είχα την παραίσθηση ότι άκουγα τον ήχο χρήματος. Αγαπώ την αγορά. Μου φέρνει ευφορία ένας εμπορικός δρόμος. Καταναλώνω ελάχιστα και είμαι πολύ ολιγαρκής. Αλλά θέλω να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούν να εργάζονται, να επιδιώκουν το κέρδος, να επιχειρούν. Καλύπτουν ανάγκες επικοινωνίας αυτά τα πράγματα, είναι ερωτικά δηλαδή. Έζησα λόγω της τουριστικής ανάπτυξης –ο τουρισμός μεγάλωνε στο νησί μαζί με τη γενιά μου– να ημερεύουν τα βλέμματα των ανθρώπων γύρω μου, να αποκτούν εσωτερικότητα και ανοχή. Πολιτιστικά οι Κώοι είναι του ίδιου χαμηλού μορφωτικού επιπέδου όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, στο ίδιο κακό σχολείο και από την ίδια κακή τηλεόραση μορφώνονται, όμως κοινωνικά, λόγω του τουρισμού, έχουν εκείνη την ωραία ελάχιστη αφηρημάδα στο βλέμμα που υποδηλοί τη διακριτή ατομικότητα: που είναι, να μην το ξεχνάμε, και η πρώτη ύλη στο μυθιστόρημα.
Η γλώσσα σας μοιάζει ακόμα περισσότερο δουλεμένη. Πώς την αντιμετωπίζετε σα μυθιστορηματικό εργαλείο; Σας «έκανε τη χάρη» πλήρως, στην απόδοση των επιθυμητών αποχρώσεων ή όχι;
1978 ή 1979 άκουσα για πρώτη φορά στα «Καθημερινά», την εκπομπή του Άρη Δαβαράκη και της μακαρίτισσας Μαρίκας Τζιραλίδου στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, κάπως σαν ανταπόκριση από κάποια του διάλεξη, τον Γιώργο Ιωάννου. Δεν είχα ξανακούσει τόσο ωραία ελληνικά. Διάβασα τα βιβλία του, μια αίσθηση καθαρτήριου λουτρού που την έχω πάντοτε με τα κείμενα αυτού του ανθρώπου. Πέρασα στην Ιατρική το 1979, στα Γιάννινα. Έμενα σε μια άθλια γκαρσονιέρα, με πανάκριβο νοίκι κιόλας, και κρύα, θυμάμαι εκεί να τον διαβάζω. Το μίτο τον συνειδητοποίησα σχετικά πρόσφατα. Βεβαίως ήθελα να σπουδάσω φιλολογία και πριν διαβάσω τον Ιωάννου, έδωσα κρυφά από το σπίτι μου ξανά εισαγωγικές, και τότε έλεγα «Μου αρκεί το δισάκι μου, κι από χωριό σε χωριό διδάσκοντας τ’ αρχαία», προφανώς με το Γιώργο Ιωάννου στο μυαλό. Και την εργασία επί πτυχίω αργότερα στην Υφογλωσσολογία του Μπαμπινιώτη στον «Επιτάφιο θρήνο» την έκανα, κι όσο δίδασκα, ετοιμάζοντας κάθε βδομάδα 5 με 6 σελίδες Λειψίας άγνωστο αρχαίο κείμενο, άγνωστο και σε μένα τον ίδιο, όχι μόνο στους μαθητές μου, ουσιαστικά στο δρόμο του Ιωάννου ήμουνα.
Αυτά για το υπόστρωμα και τις παλιότερες επιρροές.
Έτσι όμως οδηγήθηκα στην επίγνωση ότι η γλωσσική δεξαμενή, από όπου και η λογοτεχνική ιδιόλεκτος, δεν είναι αποθησαυρισμένες λέξεις, αλλά συντακτικές δομές. Που σημαίνει ότι δουλεύοντας τη γλώσσα σε τεχνικό επίπεδο, παραδείγματος χάρη διορθώνοντας γραπτά, ετοιμάζοντας παραδόσεις, αφομοιώνεις σημασιοσυντακτικές δομές, όχι απομονωμένες «ωραίες λέξεις». Και για να ξαναγυρίσω σε κάτι παλιότερο: επί δώδεκα χρόνια ταξίδευα αποκλειστικά και μόνο προς την Πάτμο. Ακόμα και ελεύθερα Σαββατοκύριακα, εορταστικά δεκαπενθήμερα, ολόκληρο κάθε Αύγουστο, στην πραγματικότητα εκεί πέρναγα για δώδεκα συνεχή χρόνια όλο τον ελεύθερο χρόνο μου. Και εκεί σχεδόν με εμμονή εκκλησιαζόμουν, δεν έχανα ποτέ λειτουργία. Δεν το έκανα γιατί πίστευα. Νόμιζα για την παράδοση, τη βυζαντινή μουσική, την Πάτμο. Αλλά ήταν και εδώ ο Ιωάννου. Δείτε πόσο συχνά την πλαστικότητα στο λόγο του τη δανείζεται από την εκκλησιαστική γλώσσα.
Η οικονομία στην έκφραση είναι η ακρίβεια στη χρήση της λέξης. Όσο για το ύφος, το πώς η ιδιόλεκτος σχετίζεται με την αφήγηση, νομίζω πως και εδώ οι διεργασίες είναι ασύνειδες. Ξέρω ότι αυτό είναι σωστό, όταν φτάσω να το ακούω σωστό, αλλά το γιατί μία επιλογή είναι η σωστή σχετίζεται μάλλον με την αλληλουχία πάρα πολλών στοιχείων.
Το αφηγηματικό αποτέλεσμα δικαίωσε, νομίζω, τις συγγραφικές επιλογές σας. Με τι κριτήριο επιλέξατε τους αφηγηματικούς τρόπους που κυριαρχούν στο έργο σας αυτό;
Πιστεύω ότι το πρώτο πράγμα που κάνουμε αφηγούμενοι είναι να επινοούμε τον αφηγητή μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Ο αφηγητής μου είναι ο ίδιος στη «Διονυσία» και στο «Ο θάνατος του μισθοφόρου». Επίσης και η αφήγηση. Αφήγηση με εσωτερική εστίαση. Από τα φιλοσοφικά ρεύματα το πιο οικείο μου είναι ο εμπειρισμός, και ο αφηγητής μου δεν είναι άσχετος με αυτό. Δεν είναι παντογνώστης, και αυτό που καταγράφει είναι το πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα, όχι τα ίδια τα πράγματα.
Σήμερα εκόντες άκοντες γράφουμε μετανεωτερικό μυθιστόρημα, βέβαια. Σε σχέση με τη «Διονυσία» προσπάθησα να εμπλουτίσω τον «Μισθοφόρο» με κάποια από τα χαρακτηριστικά του προγενέστερου νεωτερικού μυθιστορήματος (Μούζιλ, Μπροχ, Σελίν κ.ά.), κυρίως με την εκτεταμένη εσωτερική αφήγηση. Παραχώρηση που δικαιολογείται, θέλω να πιστεύω, από το ίδιο το θέμα του «Μισθοφόρου».
Βρήκα πολύ γοητευτικό το –εν μέρει κι όχι πλήρως– μετέωρο τέλος. Ξέρατε από την αρχή πώς θα τελειώσετε το μυθιστόρημα;
Την εικόνα των διδύμων με τους δυο ιππείς, όχι, δεν την ήξερα. Η παρουσία του μεταφυσικού στοιχείου δίνεται με ειρωνεία και εδώ όπως και στη «Διονυσία». Αλλά δεν ήξερα καν τους διδύμους. Τέλειωνα το πρώτο γράψιμο όταν πρόσεξα την Μερόπη να χαϊδεύει την κοιλιά της αφηρημένη, κατά την δύσκολη ώρα της ταφής στο νεκροταφείο, να την χαϊδεύει με τον τρόπο που το κάνουν οι έγκυες, και λέω «θε μου, είναι έγκυος», κι αμέσως «έγκυος σε δίδυμα», κι άρχισα να κλαίω. Μπορεί να ήταν το πόσο συχνά τα ομόφυλα ζευγάρια, παρατηρώντας τα, μου θυμίζουν ζεύγη διδύμων, μπορεί να ήταν εκείνη η ωραία Κυριακή πριν από δυόμισι χρόνια στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος –γιόρταζαν οι Οικογένειες Ουράνιο Τόξο και είχαμε πάει μ’ έναν παλιό φίλο, τον Γιώργο Μουσούρη, και οι δύο μέλη του ΑΚΟΕ γύρω στα δεκαοκτώ μας. Μεσημέρι Μαΐου, καμιά δεκαπενταριά οικογένειες λεσβιών με τα παιδιά τους, αρκετοί άντρες επίσης, οι περισσότεροι ακτιβιστές. Καθόμασταν σε πτυσσόμενα καρεκλάκια ή κατάχαμα σε ψάθες, κάπως σαν υπαίθριο πικνίκ, μ’ ένα μεγάλο πανό στερεωμένο σε δυο δέντρα με τα χρώματα και τον τίτλο της ομάδας «Οικογένειες Ουράνιο Τόξο». Τα παιδιά παίζανε γύρω μας, εμείς κουβεντιάζαμε ήσυχα, πέρναγε κόσμος, δεύτερο βλέμμα δε μας έριχνε κανένας. Το συνειδητοποίησα αίφνης, «Ρε συ Γιώργο, αν μας έλεγε κάποιος το ’79 ότι θα ζούσαμε τέτοιο πράγμα, πόσο τρελό θα τον θεωρούσαμε; Και είναι τόσο κανονικό, που δε γυρνάει άνθρωπος να μας κοιτάξει!». Δεν ξέρω πόσα άλλα χωνεμένα απ’ τη μνήμη βιώματα θα μπορούσα να θυμηθώ προσπαθώντας να εξηγήσω και τη δίδυμη κύηση της Μερόπης, και που όταν την είδα άρχισα να κλαίω.
Πέρα από τις τελικές ευχαριστίες για τις οφειλές σας σε τόσο κόσμο που σας βοήθησε (με εντυπωσίασε ιδιαίτερα η ιατρική «συνιστώσα», που μετουσιώθηκε σε ανάλογο κείμενο μέσα στο μυθιστόρημα), το βιβλίο προδίδει πως χρειάστηκε να μελετήσετε και σε βιβλιοθήκες.
Ναι, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, για τους Ιωαννίτες Ιππότες. Πραγματολογικό υλικό που χρειαζόμουν για τις σελίδες κοντά στο τέλος, που αποτέλεσαν και τη μύησή μου στο ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι περίεργο, γιατί, αν πρέπει να καταχωριστεί σε κάποιο ρεύμα το μυθιστόρημά μου γενικά, ανήκει μάλλον στο μαγικό ρεαλισμό, και όμως έχω τόσο μεγάλη ανάγκη ως αφετηρία έναν σχεδόν σχολαστικό νατουραλισμό.
Εκτός από τη Βιβλιοθήκη;
Για τις περιγραφές στην πόλη της Ρόδου, φέρ’ ειπείν, έκανα τρία ταξίδια, το τελευταίο μόνο για τα ανάγλυφα της μουσουλμανικής κρήνης στην πλατεία Αρίωνος. Περίπου σαν προτού απογειώσω το υλικό μου να πρέπει να το στερεώσω με γάντζους στη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια. Για τη σκηνή με τους Ιππότες έκανα μαθήματα ιππασίας. Ο Ηλίας κανονικά οδηγεί ένα ασημί GOLF, τον έβαλα να οδηγεί το άσπρο δικό μου POLO, γιατί διαφορετικά θα χρειαζόμουν κάθε τόσο ένα GOLF. Στο τέλος για να μην ταλαιπωρούμαι χρησιμοποιώ λιγάκι τη χιτσκοκική χαριτωμένη ειρωνεία – η γνωστή σκηνή: ακούγεται το «κάποιος βρίσκεται πίσω απ’ αυτό το έγκλημα» ενώ εμείς βλέπουμε τη φιγούρα του ίδιου του Χίτσκοκ πίσω από ένα φιμέ τζάμι. Το χαμάμ του Δανιήλ έπαυε να λειτουργεί 19 Αυγούστου 1981, με την τυπική δική μου ενηλικίωση, η Διονυσία γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1960, την ίδια μέρα με μένα, το σπίτι του Ηλία βρίσκεται στο ίδιο κτήμα με το σπίτι μου. Χαριτωμένα παιχνίδια περισσότερο, στην πραγματικότητα με διευκολύνουν στην έρευνα του πραγματολογικού υλικού.
Πώς «συνομιλεί» αυτό το βιβλίο με το προηγούμενο έργο σας; Σε τι μοιάζει και σε τι διαφέρει από παλιότερα βιβλία σας;
Όταν τελείωνα τον «Μισθοφόρο» συνειδητοποίησα ότι «Δανιήλ», «Διονυσία» και «Μισθοφόρος», μ’ αυτή τη σειρά, συνιστούν τριλογία. Αναπτύσσονται και τα τρία σε επτά κεφάλαια και τελειώνουν με παρεμφερή τρόπο. Το μυητικό όργιο και η διονυσιακή κάθοδος στη θάλασσα του Δανιήλ, ο τεμαχισμός της σορού της Διονυσίας και ο μετεωρισμός, η ανάληψή της στον ουρανό της πόλης, οι δύο Ιππότες στο κάστρο της Αντιμάχειας στο«Μισθοφόρο», και τα δίδυμα με τη Μερόπη στην παραλία των γυμνιστών: σαν τελειώνοντας να πρέπει να πάρω φόρα δυο φορές προκειμένου ν’ απογειώσω το υλικό της αφήγησης, με την πρώτη που δεν είναι αρκετή, και με τη δεύτερη που πια τα καταφέρνω. Αλλά πάνω σ’ αυτό έχω κάνει και μια-δυο επιπλέον σκέψεις.
Παρακαλώ, προσθέστε ό,τι θέλετε.
Ο δάσκαλος που θυμάμαι συχνότερα από το πανεπιστήμιο είναι ο αείμνηστος Αριστόξενος Σκιαδάς. Μας δίδαξε αρχαίους λυρικούς και Μήδεια. Θυμάμαι στην έξοδο της τραγωδίας την ισχυρή εντύπωση από την ποιητική αποκατάσταση της Μήδειας, την απομάκρυνσή της πάνω σε φτερωτό άρμα. Εδώ ίσως να συντρέχει και ο φιλελευθερισμός. Αν έχεις εννοήσει την αρτιότητα, το ζωτικό χώρο του ατόμου, του οποιουδήποτε ατόμου, και άτομα είναι και οι ήρωές σου, και μ’ αυτούς ζεις δύο - τρία χρόνια μέρα και νύχτα μες στο κεφάλι σου, δεν τους παρατάς στο τέλος στο έλεος της όποιας πραγματικότητας. Τους ανεβάζεις στο φτερωτό άρμα, τους αποδίδεις την αληθινή τους ακεραιότητα, τους αποκαθιστάς στον κόσμο της ποίησης.
Φαίνεται πως η συνεργασία σας με «Το Ροδακιό» φέρνει καλά αποτελέσματα.
Bρέθηκα στον εκδοτικό οίκο λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Βασίλη Διοσκουρίδη, του συντρόφου της Τζούλιας Τσιακίρη. Ήταν το περιοδικό «Εκηβόλος» παλιότερα, οι εκδόσεις «Το Ροδακιό», κι ένας κύκλος διανοουμένων και καλλιτεχνών γύρω από τους δυο τους. Μετά την έκλειψη του Διοσκουρίδη, είναι κυρίως η Τζούλια. Η μακράς έκτασης πεζογραφία κοστίζει. Είτε ως εργασία για το συγγραφέα είτε ως παραγωγή για τον εκδότη. «Το Ροδακιό», παρά την κρίση, ανέλαβε το κόστος της παραγωγής και των τριών βιβλίων μου. Ειδικά σ’ αυτό το τελευταίο δίσταζα ακόμα και να ρωτώ. Θα συγχωρούσα την Τζούλια κι αν μου δήλωνε την τελευταία στιγμή πως δεν μπορεί να το τυπώσει. Και όχι μόνο, αλλά στο τέλος κρατάω στο χέρι ένα υπέροχο βιβλίο.
Εύσημα, λοιπόν, για την κ. Τσακίρη.
Ναι, γιατί τα οικονομικά των μικρών ποιοτικών οίκων, και λόγω της κρίσης, δεν είναι ανθηρά, βέβαια. Θα έπρεπε να είναι άλλο το καθεστώς των ιδιωτικών χορηγιών, αλλά κι ο καθένας που δραστηριοποιείται στην παρουσίαση του βιβλίου, ιδίως σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, να νιώθει κάπως περισσότερο το χρέος να συμβάλει στην επιβίωση αυτών των οίκων. Μα τι ψάχνω; Σε ποια χώρα, σε ποια εποχή. Όπως και τα παιδιά μας, έτσι και τα έργα μας, μια τύχη μπορούν να έχουν πια, τη μετανάστευση. Αυτό προσπαθώ να πείσω την Τζούλια. Ας φύγει πρώτα ο «Μισθοφόρος», που έχει τα κότσια. Αυτός θα τραβήξει έπειτα και το ένα μετά το άλλο τα μεγαλύτερα αδέλφια του.
➜ d.fyssas@gmail.com
Ο πολυγραφότατος κι όμως άκρως λεπτολόγος συγγραφέας Αντώνης Νικολής, μετά τη νουβέλα «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», μας έδωσε τώρα ένα καινούργιο αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα, το «Ο θάνατος του μισθοφόρου» και πάλι από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
Πώς θα συνοψίζατε την υπόθεση σε 50-100 λέξεις για κάποιον άνθρωπο που δεν έχει έρθει ακόμα σ’ επαφή με το μυθιστόρημά σας;
Ένας σαρανταπεντάρης γνωρίζεται σε γυμναστήριο μ’ ένα νεαρό επαγγελματία οπλίτη και συνδέεται μαζί του με οικειότητα που θυμίζει ερωτική εμμονή. Ένα μοιραίο ατύχημα σε καβγά ανάμεσά τους θα τους ενώσει κατά κάποιο τρόπο για πάντα. Ο φόβος του στιγματισμού, οι ενοχές, αλλά και το πένθος για το θάνατο του νεαρού οπλίτη γίνονται ο πνιγηρός αποκλεισμένος εσωτερικός κόσμος του μεσήλικα. Δραπετεύει από κει μέσα είτε για να ζήσει εξισορροπητικά και με ένταση την ομοερωτική πλευρά του ερωτισμού του, είτε για να οδηγήσει τον εαυτό του προς τη λυτρωτική έξοδο, που δεν είναι άλλη από την αυτοτιμωρία, βέβαια.
Ποια είναι η συγγραφική ιδέα/ επιδίωξη/ ιδεολόγημα ή κάτι άλλο συναφές, που υπήρχε στο μυαλό του συγγραφέα πριν γράψει και για όσο έγραφε;
Το έναυσμα εδώ το αντιλήφθηκα σχετικά γρήγορα. Αρκετά από τα έργα μου, όχι όλα, σχετίζονται με ένα ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν πραγματοποιούνταν κάποιος φόβος μου. Η «Διονυσία» – αν παρέλυε το ένστικτό μου της αυτοσυντήρησης. «Ο θάνατος του μισθοφόρου» – αν γινόμουν ακούσια ο υπαίτιος ενός θανάτου. Τι θα ακολουθούσε αν σε μια στιγμή παρεξήγησης, και μάλιστα σε μια περίπλοκη, σύνθετη σχέση, βρισκόταν ο ένας από τους δύο ήρωες σε αυτή την απόλυτη θέση της συντριβής: με το άλλον νεκρό, μ’ ένα θάνατο που ακούσια προξένησε ο πρώτος, ύστερα δηλαδή από έναν εξ αμελείας φόνο – αν τον ορίσουμε νομικά. Πάντως, δεν ακολουθώ στρατηγικές, και σίγουρα δε γίνεται καμιά συνειδητή κατασκευή από τη μεριά μου, καν το προηγούμενο έναυσμα-ερώτημα, και που το εξιχνιάζω συνήθως πολύ αργότερα αφότου αρχίσω το γράψιμο. Έρχονται μόνα τους: τα κύρια πρόσωπα – ήρωες πρώτα, μαζί με μια συνήθως υποτυπώδη αρχική πλοκή, σχετική με κάποιο περιστατικό κρίσης. Το κυριότερο, όμως, κάτι σαν μάγμα από πολύ βαθιά πράγματα, στην αρχή ασαφή και αδιευκρίνιστα, αλλά που διαισθάνομαι ότι θα μου δώσουν το αισθηματικό υλικό, και κυρίως την ορμή της αφήγησης.
Όταν γράφετε, γράφετε κυρίως συνειδητά, αυτό που λέμε με το «μέσα μυαλό»;
Όχι, δεν εμπιστεύομαι το μυαλό μου, εννοώ τις αντιλήψεις ή ό,τι ονομάζουμε λογική. Κάθε φορά που είτε πρόσωπο είτε ο αφηγητής μοιάζει να αποφαίνεται κάτι σε λογοτεχνικό κείμενό μου, αναρωτηθείτε από ποια απόσταση τους παρακολουθώ. Ως συγγραφέας-λογοτέχνης προγραμματικά δεν υπερασπίζομαι κάποια ιδέα πριν ή έξω από την αφήγηση. Νομίζω, η λογοτεχνία συμβαίνει κάτω εκεί στις γαλαρίες του ασυνειδήτου, ενόσω η μνήμη μηρυκάζει βιώματα, και είναι περισσότερο το να χαζεύουμε το διάχυτο ρευστό χρόνο που εκλύεται απ’ όλη αυτή τη λειτουργία. Αναφέρομαι στον αφηγηματικό χρόνο, το συνεσταλμένο ή το διεσταλμένο, για να χωρέσει την αλήθεια της εμπειρίας μας, και που –σκέφτομαι καμιά φορά– ίσως είναι η μόνη ασφαλής αντίληψη του χρόνου. Αυτή η άλλη αντίληψη, μετουσιωμένη σε καλλιτεχνικές μορφές, καθαρίζει από τις περιττές συμβάσεις τη συνείδηση του φιλότεχνου, του ξαναδίνει στο τέλος της μέρας τη χαμένη του αυθεντικότητα. Αυτό νομίζω είναι και το μεγάλο δώρο της τέχνης.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σεξουαλικής ταυτότητας του Ηλία και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν τη συμπεριφορά του ως ήρωα;
Ο Ηλίας, όπως και οι περισσότεροι κεντρικοί ήρωες των πεζών μου ίσαμε τώρα, είναι αμφισεξουαλικός. Δεν αποκλείεται μετά από χρόνια ακόμα κι αυτοί οι προσδιορισμοί –ετεροφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλος, ομοφυλόφιλος– να θεωρούνται σχηματικοί, σήμερα όμως είναι αναγκαίοι. Η σεξουαλικότητα, ιδίως υπό την έννοια του προσανατολισμού, είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία στην έκφραση, στη ζωή, άρα και στην ταυτότητα ενός προσώπου. Όσοι απεργάζονται τη χειραγώγηση του ατόμου (μονοθεϊστικές θρησκείες ή ολοκληρωτικές ιδεολογίες) καταλήγουν στο ότι η σεξουαλικότητα είναι επιλογή, άρα και κάθε απόκλιση από τη νόρμα είναι ηθικά επιλήψιμη. Ο δρόμος ύστερα ως τα ροζ τρίγωνα του Χίτλερ ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομοφυλοφίλων του Τσε Γκεβάρα στην Κούβα είναι ελάχιστος.
Στη φύση τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο σχηματικά όσο στην ανθρώπινη σκέψη. Ανάμεσα λοιπόν στον έναν προσανατολισμό (ετεροφυλοφιλία) και τον άλλον (ομοφυλοφιλία) παρεμβάλλεται ο ενδιάμεσος και που παραμένει γενικά ακαθόριστο το εύρος του. Αυτός ο αναμεταξύ χώρος –αν δεχτούμε τους σχηματικούς τρεις– επηρεάζει κατά πολύ την τύχη της μειονότητας των ομοφυλοφίλων – εξηγώ γιατί έστρεψα την προσοχή μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Ένας ακόμα λόγος, γιατί, όταν οι αμφισεξουαλικοί ζουν αρμονικά και τους δυο προσανατολισμούς τους, προβάλλουν με κάποιο τρόπο εικόνες της ζωής από το μέλλον. Γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Δείτε τις ταινίες όπου οι μαύροι είναι μόνο υπηρετικό προσωπικό. Έτσι θα μοιάζουν κάποτε και οι ταινίες όπου για να φιληθούν ή για να κάνουν σεξ δυο άνθρωποι πρέπει να είναι οπωσδήποτε διαφορετικού φύλου. Παλιές. Παλιομοδίτικες.
Ας γυρίσουμε στον Ηλία.
Ναι. Για να πω ακόμα κάτι για τον Ηλία, που ισχύει και για τη σταθερότερη σύντροφό του, τη Μερόπη, αυτούς τους ανθρώπους μπορεί στη μια περίοδο να τους παρακολουθήσει κανείς αποκλειστικά στον έναν ή στον άλλο προσανατολισμό ή και στους δυο, μπορεί ακόμα και να αποφανθεί, ότι ανήκουν κυρίως στον ένα ή στον άλλο, όμως η ουσία βρίσκεται στο ότι μπορούν να ερωτευθούν ή να απολαύσουν το σεξ με συντρόφους αδιακρίτως φύλου. Α, και να μην το ξεχάσω, σε καμία περίπτωση δεν κρύβω πίσω απ’ αυτούς, δηλαδή πίσω από το δάκτυλό μου, το δικό μου αποκλειστικώς έναν προσανατολισμό: έχω αρθρογραφήσει ανοικτά για τα ΛΟΑΤΚΙ ζητήματα, και από χρόνια είμαι ήσυχα και υπεύθυνα ορατός, ως όφειλα σαν συγγραφέας, δηλαδή δημόσιο πρόσωπο, δεύτερη δεκαετία του 21oυ αιώνα και μετά από τόση πρόοδο σ’ αυτά τα ζητήματα. Τώρα, σχετικά με την ερώτηση, το πόσο δηλαδή επηρεάζει τον Ηλία ο αμφιδέξιος προσανατολισμός του, νομίζω, αν ο Ηλίας δεν ήταν αμφισεξουαλικός, η ιστορία αυτή το πιθανότερο δε θα μπορούσε να συμβεί. Όπως υπάρχουν και δομικές αναγκαίες αοριστίες. Φέρ’ ειπείν, έχω παραιτηθεί πια από το να καταλάβω ποια ακριβώς ήταν η σχέση των δύο ανδρών. Μέσα μου επιμένουν και ο ένας να λέει πως δεν ένιωσε ποτέ σεξουαλική έλξη για το νεαρό, και ο οπλίτης να μην έχει ίχνος ομοερωτικού ερωτισμού. Πιάνω τον εαυτό μου να ρωτάει με ειλικρινή απορία για το θέμα αυτό τους αναγνώστες του μυθιστορήματος, σαν αντικειμενικούς τρίτους, τη δική τους εντύπωση.
Ιστορικότητα, τοπικότητα, πολυεπίπεδος ερωτισμός, ασθμαίνον σώμα, αστυνομικό στοιχείο, ψυχολογισμός, κοινωνικοοικονομική κρίση. Αυτά είναι τα βασικά επίπεδα που εγώ νομίζω πως «έπιασα» μετά από μια καλή πρώτη ανάγνωση. Τι λένε άλλοι αναγνώστες με τους οποίους συζητήσατε; Ποια επίπεδα «έπιασε» η κριτική;
Γράφτηκαν μέχρι στιγμής κάποιες κριτικές, ενδιαφέρουσες, όμως πραγματικά εξαιρετική ήταν της Κατερίνας Σχινά στην κυριακάτικη Καθημερινή της 20 Νοεμβρίου. Για ένα κείμενο που το έγραφα ή το διόρθωνα καθημερινά περίπου τρεισήμισι χρόνια, το να διαβάζω κριτική ανάλυση και να ανακαλύπτω οπτικές ή πράγματα, δεν είναι λίγο. Εκτιμώ ότι στο «Μισθοφόρο» όσο σε κανένα προηγούμενο έργο μου κατάφερα τη μεγαλύτερη δυνατή από εμένα εσωτερική συνέπεια. Αυτό, νομίζω, υποχρεώνει τον αναγνώστη σε ανυστερόβουλη ανάγνωση. Η υστερόβουλη ανάγνωση δεν επιτρέπεται ποτέ, αλλά ας πούμε ότι κάποτε μπορεί να καμωθεί την κριτική. Οι φιλαναγνώστες, ακόμα και άγνωστοι στο ίνμποξ, έρχονται άλλοι συγκινημένοι, άλλοι από σεβασμό στην ποιότητα της δουλειάς. Αλλά είναι κι εκείνοι από το σινάφι ή περίπου –υπάρχει και το περίπου σινάφι εννοείται–, που τσαλαβουτάνε πότε δέκα πότε πέντε σελίδες, να συγκρίνουν και να συγκριθούν με το «συνάδελφο», την ακούω ήδη την πονηρά σιωπή κι αυτωνών. Από το ’80 και δώθε εδραιώθηκε σ’ αυτή τη ρημαδοχώρα η πεποίθηση πως οι αξίες διαμορφώνονται από παρεάκια. Σιωπήστε, να πάει και τούτο στην ευχή. Τεράστια ανοησία. Τα έργα τέχνης μπορούν να ’ρθουν σε διάλογο με τα ομοειδή τους μόνο στον καιρό τους.
Ένα παράδειγμα;
Το «Τρίτο στεφάνι» μπορούσε να αρδεύσει την νεοελληνική πεζογραφία τη δεκαετία του ’60, τότε που γράφτηκε. Έμεινε ιδίοις αναλώμασι και στο πατάρι του Ταχτσή, δεν έχασε το «Τρίτο στεφάνι» βέβαια, και τα τελευταία τριάντα χρόνια που γράφονται κυρίως τρίτα στεφάνια είναι όλα τους για πέταμα ή περίπου για πέταμα. Η κριτική στην Ελλάδα, και όχι μόνο της λογοτεχνίας, εξαντλείται συνήθως στη λεγόμενη ιδεολογική ανάλυση του περιεχομένου. Σπάνια εκπορεύεται από επαρκή τεχνική ή και φιλολογική κατάρτιση. Ακόμα και των πολύ προβεβλημένων κριτικών. Εκόμισα στη μακράς έκτασης πεζογραφία -δηλώνω με έμφαση μυθιστοριογράφος– την υπέρβαση της ηθογραφίας, των προνεωτερικών καθηλώσεων της νεοελληνικής κοινωνίας δηλαδή, με την ειρωνεία. Και μάλιστα δίχως να το συνειδητοποιώ.
Η αναφορά αυτή αφορά το παρόν βιβλίο ή σε προηγούμενά σας;
Μιλάω για το «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα», το πρώτο γνήσιο πεζό μου. Τι άλλο από ειρωνεία της νεοελληνικής ηθογραφίας, και μάλιστα στην πιο ελληνοπρεπή της εκδοχή, να ψάχνει δηλαδή πίσω από κάθε λαογραφικό στοιχείο κάποιο αρχαιοελληνικό κατάλοιπο, τι άλλο ήτανε οι κέρινοι φαλλοί στο στηθαίο της βεράντας του Δανιήλ, ή οι φαλλήες, τα πουτσοκούλουρα, μετά το τελετουργικό μυητικό όργιο; Πρόσφατα, καθόλα έγκυρη συνάδελφος μου έλεγε με πολύ θαυμασμό, μπράβο στην Κω που διατήρησε τόσο αρχαία πράγματα και που κράτησε στην ντοπιολαλιά αυτή την ωραία λέξη, τους φαλλήες – δικής μου επινόησης λέξη εννοείται. Έμεινα να την κοιτάζω αποσβολωμένος. Όταν ήτανε να εκδοθεί ο «Δανιήλ» –με τη συμβουλή του φίλου συγγραφέα Θοδωρή Γρηγοριάδη, γιατί μόλις είχα τελειώσει και τη «Διονυσία», συμφώνησε τότε και η Τζούλια Τσιακίρη, η εκδότριά μου– δώσαμε τη θέση της νουβέλας στο μυθιστόρημα. Δεν είναι λιγότερη η χρήση της ειρωνείας σε σχέση με την ηθογραφία και στη «Διονυσία». Δεν πέρασαν δέκα μέρες αφότου κυκλοφόρησε, βγαίνει ο συχωρεμένος ο Παπαγιώργης και σ’ ένα κείμενο άγριας υπόκωφης ομοφοβίας με κατακεραυνώνει ηθογράφο και δη Νότη Περγιάλη. Όχι μόνο δεν τον διόρθωσε κανένας, αλλά για μήνες όλο και έπεφτα σε μπηχτές συναδέλφων από δω κι από κει σκόρπιες πως δεν μπορούσε να θεωρείται πρόταση στο νεοελληνικό μυθιστόρημα η ηθογραφία.
Η χωροθέτηση - γεωδαισία μοιάζει να παίζει μεγάλο ρόλο (και) σ’ αυτό το βιβλίο σας.
Τύποις γεννήθηκα και ως τα τρία μου ήμουνα στην Αθήνα, τα χρόνια της ειδικότητας του πατέρα μου στην Ακτινολογία. Όμως και η καταγωγή, και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ίσαμε τώρα το πέρασα στην Κω. Μετά το 2003 ανεβαίνω σταθερά αρκετούς μήνες το χρόνο και στην Αθήνα, στην Κυψέλη, που σιγά-σιγά συγκαταλέγεται κι αυτή στους οικείους τόπους. Αγάπησα πολύ τη Ρόδο, την Πάτμο, την Κρήτη, την Πορτογαλία – ιδιαίτερα τη Λισαβόνα. Αλλά η Κως είναι ο κήπος της ψυχής μου.
Πάντα και παντού η Κως στο έργο σας, κύριε Νικολή.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν υπάρχει πραγματικά αυτή η Κως. Εδώ διαδραματίζεται νοερά ό,τι διαβάζω, εύλογα και ό,τι γράφω, ή από εδώ ορμάται, εδώ κατοικοεδρεύει. Αν δεν ήτανε τουριστικά αναπτυγμένη, μετά τις σπουδές μου δε θα επέστρεφα στην Κω. Το καλοκαίρι του 1986, θυμάμαι να γυρνάω σπίτι ένα βράδυ, βυθισμένος, και κάπως είχα την παραίσθηση ότι άκουγα τον ήχο χρήματος. Αγαπώ την αγορά. Μου φέρνει ευφορία ένας εμπορικός δρόμος. Καταναλώνω ελάχιστα και είμαι πολύ ολιγαρκής. Αλλά θέλω να ζω ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούν να εργάζονται, να επιδιώκουν το κέρδος, να επιχειρούν. Καλύπτουν ανάγκες επικοινωνίας αυτά τα πράγματα, είναι ερωτικά δηλαδή. Έζησα λόγω της τουριστικής ανάπτυξης –ο τουρισμός μεγάλωνε στο νησί μαζί με τη γενιά μου– να ημερεύουν τα βλέμματα των ανθρώπων γύρω μου, να αποκτούν εσωτερικότητα και ανοχή. Πολιτιστικά οι Κώοι είναι του ίδιου χαμηλού μορφωτικού επιπέδου όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, στο ίδιο κακό σχολείο και από την ίδια κακή τηλεόραση μορφώνονται, όμως κοινωνικά, λόγω του τουρισμού, έχουν εκείνη την ωραία ελάχιστη αφηρημάδα στο βλέμμα που υποδηλοί τη διακριτή ατομικότητα: που είναι, να μην το ξεχνάμε, και η πρώτη ύλη στο μυθιστόρημα.
Η γλώσσα σας μοιάζει ακόμα περισσότερο δουλεμένη. Πώς την αντιμετωπίζετε σα μυθιστορηματικό εργαλείο; Σας «έκανε τη χάρη» πλήρως, στην απόδοση των επιθυμητών αποχρώσεων ή όχι;
1978 ή 1979 άκουσα για πρώτη φορά στα «Καθημερινά», την εκπομπή του Άρη Δαβαράκη και της μακαρίτισσας Μαρίκας Τζιραλίδου στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, κάπως σαν ανταπόκριση από κάποια του διάλεξη, τον Γιώργο Ιωάννου. Δεν είχα ξανακούσει τόσο ωραία ελληνικά. Διάβασα τα βιβλία του, μια αίσθηση καθαρτήριου λουτρού που την έχω πάντοτε με τα κείμενα αυτού του ανθρώπου. Πέρασα στην Ιατρική το 1979, στα Γιάννινα. Έμενα σε μια άθλια γκαρσονιέρα, με πανάκριβο νοίκι κιόλας, και κρύα, θυμάμαι εκεί να τον διαβάζω. Το μίτο τον συνειδητοποίησα σχετικά πρόσφατα. Βεβαίως ήθελα να σπουδάσω φιλολογία και πριν διαβάσω τον Ιωάννου, έδωσα κρυφά από το σπίτι μου ξανά εισαγωγικές, και τότε έλεγα «Μου αρκεί το δισάκι μου, κι από χωριό σε χωριό διδάσκοντας τ’ αρχαία», προφανώς με το Γιώργο Ιωάννου στο μυαλό. Και την εργασία επί πτυχίω αργότερα στην Υφογλωσσολογία του Μπαμπινιώτη στον «Επιτάφιο θρήνο» την έκανα, κι όσο δίδασκα, ετοιμάζοντας κάθε βδομάδα 5 με 6 σελίδες Λειψίας άγνωστο αρχαίο κείμενο, άγνωστο και σε μένα τον ίδιο, όχι μόνο στους μαθητές μου, ουσιαστικά στο δρόμο του Ιωάννου ήμουνα.
Αυτά για το υπόστρωμα και τις παλιότερες επιρροές.
Έτσι όμως οδηγήθηκα στην επίγνωση ότι η γλωσσική δεξαμενή, από όπου και η λογοτεχνική ιδιόλεκτος, δεν είναι αποθησαυρισμένες λέξεις, αλλά συντακτικές δομές. Που σημαίνει ότι δουλεύοντας τη γλώσσα σε τεχνικό επίπεδο, παραδείγματος χάρη διορθώνοντας γραπτά, ετοιμάζοντας παραδόσεις, αφομοιώνεις σημασιοσυντακτικές δομές, όχι απομονωμένες «ωραίες λέξεις». Και για να ξαναγυρίσω σε κάτι παλιότερο: επί δώδεκα χρόνια ταξίδευα αποκλειστικά και μόνο προς την Πάτμο. Ακόμα και ελεύθερα Σαββατοκύριακα, εορταστικά δεκαπενθήμερα, ολόκληρο κάθε Αύγουστο, στην πραγματικότητα εκεί πέρναγα για δώδεκα συνεχή χρόνια όλο τον ελεύθερο χρόνο μου. Και εκεί σχεδόν με εμμονή εκκλησιαζόμουν, δεν έχανα ποτέ λειτουργία. Δεν το έκανα γιατί πίστευα. Νόμιζα για την παράδοση, τη βυζαντινή μουσική, την Πάτμο. Αλλά ήταν και εδώ ο Ιωάννου. Δείτε πόσο συχνά την πλαστικότητα στο λόγο του τη δανείζεται από την εκκλησιαστική γλώσσα.
Η οικονομία στην έκφραση είναι η ακρίβεια στη χρήση της λέξης. Όσο για το ύφος, το πώς η ιδιόλεκτος σχετίζεται με την αφήγηση, νομίζω πως και εδώ οι διεργασίες είναι ασύνειδες. Ξέρω ότι αυτό είναι σωστό, όταν φτάσω να το ακούω σωστό, αλλά το γιατί μία επιλογή είναι η σωστή σχετίζεται μάλλον με την αλληλουχία πάρα πολλών στοιχείων.
Το αφηγηματικό αποτέλεσμα δικαίωσε, νομίζω, τις συγγραφικές επιλογές σας. Με τι κριτήριο επιλέξατε τους αφηγηματικούς τρόπους που κυριαρχούν στο έργο σας αυτό;
Πιστεύω ότι το πρώτο πράγμα που κάνουμε αφηγούμενοι είναι να επινοούμε τον αφηγητή μας, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι. Ο αφηγητής μου είναι ο ίδιος στη «Διονυσία» και στο «Ο θάνατος του μισθοφόρου». Επίσης και η αφήγηση. Αφήγηση με εσωτερική εστίαση. Από τα φιλοσοφικά ρεύματα το πιο οικείο μου είναι ο εμπειρισμός, και ο αφηγητής μου δεν είναι άσχετος με αυτό. Δεν είναι παντογνώστης, και αυτό που καταγράφει είναι το πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα, όχι τα ίδια τα πράγματα.
Σήμερα εκόντες άκοντες γράφουμε μετανεωτερικό μυθιστόρημα, βέβαια. Σε σχέση με τη «Διονυσία» προσπάθησα να εμπλουτίσω τον «Μισθοφόρο» με κάποια από τα χαρακτηριστικά του προγενέστερου νεωτερικού μυθιστορήματος (Μούζιλ, Μπροχ, Σελίν κ.ά.), κυρίως με την εκτεταμένη εσωτερική αφήγηση. Παραχώρηση που δικαιολογείται, θέλω να πιστεύω, από το ίδιο το θέμα του «Μισθοφόρου».
Βρήκα πολύ γοητευτικό το –εν μέρει κι όχι πλήρως– μετέωρο τέλος. Ξέρατε από την αρχή πώς θα τελειώσετε το μυθιστόρημα;
Την εικόνα των διδύμων με τους δυο ιππείς, όχι, δεν την ήξερα. Η παρουσία του μεταφυσικού στοιχείου δίνεται με ειρωνεία και εδώ όπως και στη «Διονυσία». Αλλά δεν ήξερα καν τους διδύμους. Τέλειωνα το πρώτο γράψιμο όταν πρόσεξα την Μερόπη να χαϊδεύει την κοιλιά της αφηρημένη, κατά την δύσκολη ώρα της ταφής στο νεκροταφείο, να την χαϊδεύει με τον τρόπο που το κάνουν οι έγκυες, και λέω «θε μου, είναι έγκυος», κι αμέσως «έγκυος σε δίδυμα», κι άρχισα να κλαίω. Μπορεί να ήταν το πόσο συχνά τα ομόφυλα ζευγάρια, παρατηρώντας τα, μου θυμίζουν ζεύγη διδύμων, μπορεί να ήταν εκείνη η ωραία Κυριακή πριν από δυόμισι χρόνια στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος –γιόρταζαν οι Οικογένειες Ουράνιο Τόξο και είχαμε πάει μ’ έναν παλιό φίλο, τον Γιώργο Μουσούρη, και οι δύο μέλη του ΑΚΟΕ γύρω στα δεκαοκτώ μας. Μεσημέρι Μαΐου, καμιά δεκαπενταριά οικογένειες λεσβιών με τα παιδιά τους, αρκετοί άντρες επίσης, οι περισσότεροι ακτιβιστές. Καθόμασταν σε πτυσσόμενα καρεκλάκια ή κατάχαμα σε ψάθες, κάπως σαν υπαίθριο πικνίκ, μ’ ένα μεγάλο πανό στερεωμένο σε δυο δέντρα με τα χρώματα και τον τίτλο της ομάδας «Οικογένειες Ουράνιο Τόξο». Τα παιδιά παίζανε γύρω μας, εμείς κουβεντιάζαμε ήσυχα, πέρναγε κόσμος, δεύτερο βλέμμα δε μας έριχνε κανένας. Το συνειδητοποίησα αίφνης, «Ρε συ Γιώργο, αν μας έλεγε κάποιος το ’79 ότι θα ζούσαμε τέτοιο πράγμα, πόσο τρελό θα τον θεωρούσαμε; Και είναι τόσο κανονικό, που δε γυρνάει άνθρωπος να μας κοιτάξει!». Δεν ξέρω πόσα άλλα χωνεμένα απ’ τη μνήμη βιώματα θα μπορούσα να θυμηθώ προσπαθώντας να εξηγήσω και τη δίδυμη κύηση της Μερόπης, και που όταν την είδα άρχισα να κλαίω.
Πέρα από τις τελικές ευχαριστίες για τις οφειλές σας σε τόσο κόσμο που σας βοήθησε (με εντυπωσίασε ιδιαίτερα η ιατρική «συνιστώσα», που μετουσιώθηκε σε ανάλογο κείμενο μέσα στο μυθιστόρημα), το βιβλίο προδίδει πως χρειάστηκε να μελετήσετε και σε βιβλιοθήκες.
Ναι, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, για τους Ιωαννίτες Ιππότες. Πραγματολογικό υλικό που χρειαζόμουν για τις σελίδες κοντά στο τέλος, που αποτέλεσαν και τη μύησή μου στο ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι περίεργο, γιατί, αν πρέπει να καταχωριστεί σε κάποιο ρεύμα το μυθιστόρημά μου γενικά, ανήκει μάλλον στο μαγικό ρεαλισμό, και όμως έχω τόσο μεγάλη ανάγκη ως αφετηρία έναν σχεδόν σχολαστικό νατουραλισμό.
Εκτός από τη Βιβλιοθήκη;
Για τις περιγραφές στην πόλη της Ρόδου, φέρ’ ειπείν, έκανα τρία ταξίδια, το τελευταίο μόνο για τα ανάγλυφα της μουσουλμανικής κρήνης στην πλατεία Αρίωνος. Περίπου σαν προτού απογειώσω το υλικό μου να πρέπει να το στερεώσω με γάντζους στη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια. Για τη σκηνή με τους Ιππότες έκανα μαθήματα ιππασίας. Ο Ηλίας κανονικά οδηγεί ένα ασημί GOLF, τον έβαλα να οδηγεί το άσπρο δικό μου POLO, γιατί διαφορετικά θα χρειαζόμουν κάθε τόσο ένα GOLF. Στο τέλος για να μην ταλαιπωρούμαι χρησιμοποιώ λιγάκι τη χιτσκοκική χαριτωμένη ειρωνεία – η γνωστή σκηνή: ακούγεται το «κάποιος βρίσκεται πίσω απ’ αυτό το έγκλημα» ενώ εμείς βλέπουμε τη φιγούρα του ίδιου του Χίτσκοκ πίσω από ένα φιμέ τζάμι. Το χαμάμ του Δανιήλ έπαυε να λειτουργεί 19 Αυγούστου 1981, με την τυπική δική μου ενηλικίωση, η Διονυσία γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1960, την ίδια μέρα με μένα, το σπίτι του Ηλία βρίσκεται στο ίδιο κτήμα με το σπίτι μου. Χαριτωμένα παιχνίδια περισσότερο, στην πραγματικότητα με διευκολύνουν στην έρευνα του πραγματολογικού υλικού.
Πώς «συνομιλεί» αυτό το βιβλίο με το προηγούμενο έργο σας; Σε τι μοιάζει και σε τι διαφέρει από παλιότερα βιβλία σας;
Όταν τελείωνα τον «Μισθοφόρο» συνειδητοποίησα ότι «Δανιήλ», «Διονυσία» και «Μισθοφόρος», μ’ αυτή τη σειρά, συνιστούν τριλογία. Αναπτύσσονται και τα τρία σε επτά κεφάλαια και τελειώνουν με παρεμφερή τρόπο. Το μυητικό όργιο και η διονυσιακή κάθοδος στη θάλασσα του Δανιήλ, ο τεμαχισμός της σορού της Διονυσίας και ο μετεωρισμός, η ανάληψή της στον ουρανό της πόλης, οι δύο Ιππότες στο κάστρο της Αντιμάχειας στο«Μισθοφόρο», και τα δίδυμα με τη Μερόπη στην παραλία των γυμνιστών: σαν τελειώνοντας να πρέπει να πάρω φόρα δυο φορές προκειμένου ν’ απογειώσω το υλικό της αφήγησης, με την πρώτη που δεν είναι αρκετή, και με τη δεύτερη που πια τα καταφέρνω. Αλλά πάνω σ’ αυτό έχω κάνει και μια-δυο επιπλέον σκέψεις.
Παρακαλώ, προσθέστε ό,τι θέλετε.
Ο δάσκαλος που θυμάμαι συχνότερα από το πανεπιστήμιο είναι ο αείμνηστος Αριστόξενος Σκιαδάς. Μας δίδαξε αρχαίους λυρικούς και Μήδεια. Θυμάμαι στην έξοδο της τραγωδίας την ισχυρή εντύπωση από την ποιητική αποκατάσταση της Μήδειας, την απομάκρυνσή της πάνω σε φτερωτό άρμα. Εδώ ίσως να συντρέχει και ο φιλελευθερισμός. Αν έχεις εννοήσει την αρτιότητα, το ζωτικό χώρο του ατόμου, του οποιουδήποτε ατόμου, και άτομα είναι και οι ήρωές σου, και μ’ αυτούς ζεις δύο - τρία χρόνια μέρα και νύχτα μες στο κεφάλι σου, δεν τους παρατάς στο τέλος στο έλεος της όποιας πραγματικότητας. Τους ανεβάζεις στο φτερωτό άρμα, τους αποδίδεις την αληθινή τους ακεραιότητα, τους αποκαθιστάς στον κόσμο της ποίησης.
Φαίνεται πως η συνεργασία σας με «Το Ροδακιό» φέρνει καλά αποτελέσματα.
Bρέθηκα στον εκδοτικό οίκο λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Βασίλη Διοσκουρίδη, του συντρόφου της Τζούλιας Τσιακίρη. Ήταν το περιοδικό «Εκηβόλος» παλιότερα, οι εκδόσεις «Το Ροδακιό», κι ένας κύκλος διανοουμένων και καλλιτεχνών γύρω από τους δυο τους. Μετά την έκλειψη του Διοσκουρίδη, είναι κυρίως η Τζούλια. Η μακράς έκτασης πεζογραφία κοστίζει. Είτε ως εργασία για το συγγραφέα είτε ως παραγωγή για τον εκδότη. «Το Ροδακιό», παρά την κρίση, ανέλαβε το κόστος της παραγωγής και των τριών βιβλίων μου. Ειδικά σ’ αυτό το τελευταίο δίσταζα ακόμα και να ρωτώ. Θα συγχωρούσα την Τζούλια κι αν μου δήλωνε την τελευταία στιγμή πως δεν μπορεί να το τυπώσει. Και όχι μόνο, αλλά στο τέλος κρατάω στο χέρι ένα υπέροχο βιβλίο.
Εύσημα, λοιπόν, για την κ. Τσακίρη.
Ναι, γιατί τα οικονομικά των μικρών ποιοτικών οίκων, και λόγω της κρίσης, δεν είναι ανθηρά, βέβαια. Θα έπρεπε να είναι άλλο το καθεστώς των ιδιωτικών χορηγιών, αλλά κι ο καθένας που δραστηριοποιείται στην παρουσίαση του βιβλίου, ιδίως σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, να νιώθει κάπως περισσότερο το χρέος να συμβάλει στην επιβίωση αυτών των οίκων. Μα τι ψάχνω; Σε ποια χώρα, σε ποια εποχή. Όπως και τα παιδιά μας, έτσι και τα έργα μας, μια τύχη μπορούν να έχουν πια, τη μετανάστευση. Αυτό προσπαθώ να πείσω την Τζούλια. Ας φύγει πρώτα ο «Μισθοφόρος», που έχει τα κότσια. Αυτός θα τραβήξει έπειτα και το ένα μετά το άλλο τα μεγαλύτερα αδέλφια του.
➜ d.fyssas@gmail.com