Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 13) Απόφοιτος λυκείου-υποψήφιος και επιτέλους φοιτητής!



Ο ενάμισης περίπου χρόνος μετά την αποφοίτηση απ’ το λύκειο μοιάζει στη μνήμη μου σαν μια εκρηκτική σύνθεση ετερόκλητων εικόνων αλλά και ένα βουερό ασθματικό κυνήγι του χρόνου. Φοιτούσα στο φροντιστήριο του Τσούνη, στη Σόλωνος, ακριβώς στο κτήριο όπου στεγάζεται το «Έναστρον βιβλιοκαφέ» σήμερα, εκεί δίδασκε χημεία ο θείος Σπύρος Χατζημάρκος (1938-2011), ο αδελφός της μητέρας μου. Έμενα στη Λήμνου, τωρινή Λέλας Καραγιάννη, στην Κυψέλη, σε γκαρσονιέρα που αγοράσαμε στην ίδια πολυκατοικία με τον θείο. Ήμουν ο πρώτος ένοικος, η υπόλοιπη οικοδομή δεν είχε ολοκληρωθεί. Ντυνόμουν από ένα πανκ -θα το έλεγε κανείς και κουήρ για την εποχή- μαγαζί στην Πλάκα, κάτι πολύ εκκεντρικά ρούχα, αλήτευα μέχρι πρωίας, επέστρεφα σπίτι αφότου είχε ανατείλει, μετά τις επτά συνήθως. Ο μεσήλικας επιστάτης της οικοδομής ένα τέτοιο πρωινό με κοιτάζει κάπως λοξά, με ρωτάει, «Δεν μου λες εσύ, παιδί μου, τι κάνεις εδώ πέρα;», «Είμαι υποψήφιος της ιατρικής», του απαντάω. «Δύσκολη η ιατρική», κουνάει το κεφάλι και προφανώς υπονοεί άλλα.
Όχι πως είχε άδικο. Ήτανε η ηλικία, αλλά και η εποχή, εκεί στο τέλος του ’70. Είχα πέσει με τα μούτρα: γνώριζα ανθρώπους, τα μυστικά της πόλης, σύχναζα στα μπαρ της Θόλου στην Πλάκα, αλλά κι όπου το πράγμα γινόταν πάρα πολύ ζόρικο (πάρκα, λουτρά, κ.τ.ό.), πραγματικά άτρομος. Παράλληλα άκουγα σαν τρελός το Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι –Θε μου, τι ελευθερία, ποτέ ξανά τόση πολλή σ’ αυτό τον τόπο-, έτρεχα στο «Στούντιο» και στο «Βοξ» κυρίως στ’ αφιερώματα, για τις ταινίες που άκουγα χρόνια στην εκπομπή του Μπακογιαννόπουλου και δεν είχα τη δυνατότητα να δω στο νησί –μάλλον στο Δεύτερο ραδιοφωνικό πρόγραμμα η εκπομπή, στη μιάμιση τα μεσημέρια Κυριακής-, έβλεπα συστηματικά για πρώτη φορά θέατρο. Στο Τρίτο πρωτάκουσα και τον Γιώργο Ιωάννου. Το ρήγμα βάθαινε, δεν ήμουν και ποτέ ευτυχής μικροαστός, που ούτε και κανείς στο σπίτι μας ήτανε το δείγμα του πράγματος. Ο πατέρας μου δεν μου ζητούσε να γίνω γιατρός (αυτό το απαιτούσε ποικιλοτρόπως και ίσως ακόμα το απαιτεί η νεοελληνική κοινωνία απ' τους καλούς μαθητές, και δη τα αγόρια)∙ ο πατέρας μου μου ζητούσε να μην ακολουθήσω το ταλέντο μου. Ταλέντο σημαίνει δυστυχία, έλεγε. Το ταλέντο το καλλιτεχνικό∙ όχι η κλίση. Πολύ σοβαρή κουβέντα, που την ένιωθα και σωστή, για να μην την ακούω. Δεν έφερε αντίρρηση στον Θανάση τον αδελφό μου, όταν εκείνος επέλεγε το μαθηματικό τέσσερα χρόνια αργότερα, παρόλο που είχε τις μονάδες και για την ιατρική. Άλλωστε ο ίδιος καυχιόταν που σαν γιατρός δεν έκανε χρήματα (όταν στην Κω του ενός ακτινολόγου η ακτινογραφία κόστιζε 120 δραχμές, στη Ρόδο των τεσσάρων ακτινολόγων κόστιζε 1500 δραχμές) ούτε θυμάμαι ποτέ στο σπίτι να μιλάνε για περιουσίες ή για την οικονομική κατάσταση του ενός ή του άλλου.
Με την Αθήνα με συνδέει μια πολύ ιδιότυπη οικειότητα, να την ονομάσω και διαταραγμένη οικειότητα. Ίσως η ασύνειδη βρεφική μνήμη του τόπου μαζί με την από πολύ νωρίς αίσθηση ότι η πόλη συνιστά μια μνημειακών διαστάσεων απόδοση των στρεβλώσεων της νεοελληνικής ζωής. Μεγαλούπολη πνιγηρή, αλλά δεν υπάρχει κι άλλη. Χαμηλού μέσου όρου, δυσλειτουργική, όμως και με εντυπωσιακές εξαιρέσεις: γωνιές ή συντροφιές ανθρώπων. Το διαισθανόμουν αλλά και δεν το άντεχα, ότι θα πέρναγα όλη μου τη ζωή σε εξάρτηση αλλά και σε απόσταση απ’ αυτή την πόλη. Έγινε κυριολεκτικά και μεταφορικά εντός μου ο τόπος της ασυδοσίας, της ελευθεριότητας, αλλά και της ισοπέδωσης. Μέσα σ' αυτή την οιονεί... δυστοπία έπρεπε να διαπραγματευτώ την ύπαρξή μου, μακριά πορεία που εξιχνιάζω βέβαια τώρα, τότε, στην αρχή, δεν ήταν παρά ψαχουλευτά τυφλά μπουσουλήματα.
Πάντως τον Φεβρουάριο του 1979 αποφασίζω να μαζέψω κάπως τα μυαλά μου, να γίνω επιτέλους φοιτητής, να μην είμαι άλλο υποψήφιος, κι οριστικά αποκλείω να φύγω για σπουδές εκτός Ελλάδος. Βυθιζόμουν στη γλώσσα, στην ελληνική γλώσσα -ακόμα κάτι που συνειδητοποιώ εκ των υστέρων. Διάβαζα λογοτεχνία, δεν το ήξερα ακόμα πως όλα τα άλλα θα μου ήτανε μία επιφανειακή στοιβάδα μόνο, η δική μου η χώρα, η μόνη, θα γινόταν η ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Είχε δίκιο ο πατέρας μου, έκρινε εξ ιδίων -τον απελευθέρωσα στα 76 του, έκτοτε έγραψε κι εκείνος, ησύχασε νομίζω. Είχε δίκιο, αλλά ο ίδιος μπόρεσε να το κουλαντρίσει γιατί δεν του ήταν τόσο. Όταν είναι πολύ, είναι θηρίο, το θηρίο που έλεγε ο Σαχτούρης, πρέπει να κλειστείς μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, να μη σε κατασπαράξει, να μην του φορέσεις περιλαίμιο, να τα βρείτε. Ύστερα ό,τι άλλο. Γιατί σε περιπτώσεις όπως η δική μου ή τα βγάζεις πέρα με το θηρίο σου ή πας στο τρελάδικο, που δεν αποκλείεται παρ’ όλ’ αυτά και στο τρελάδικο.  
Εντωμεταξύ, ενόσω καταλάγιαζε η λίμπιντο, τακτοποιούσα και τις τελευταίες λεπτομέρειες στη συνείδηση του προσανατολισμού μου, διάβαζα με ζήλο το Αμφί τότε, έγινα μέλος του ΑΚΟΕ, η μόνη και ουσιαστικότερη ένταξή μου σε συλλογικότητα που λέμε σήμερα, για την οποία, γιατί συνέβη στο πολύ πρώιμο γι' αυτά τα ζητήματα 1979, είμαι με τα χρόνια υπερήφανος.
Στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, τον Σεπτέμβριο του 1979, θα πέρναγα από τους τελευταίους, όμως ιατρική, στα Γιάννενα, η αναλογία τη χρονιά εκείνη στις ιατρικές ήταν ένας επιτυχών στους 48 υποψηφίους, όχι και μικρή επιτυχία αν συνυπολογιστούν μαζί με τη χλιαρή, μάλλον τυφλή φιλοδοξία μου, επιπλέον και τα ανωτέρω... ανδραγαθήματα, καθώς και τα πολλά περισσότερα, που από συγγραφική... σκοπιμότητα –τα χρειάζομαι ως υλικό-, όχι βεβαίως από καμιά δειλία, αποσιωπώ εδώ.      
Οι φωτογραφίες σε καφετέρια στον μόλο της Παμβώτιδας. Και δύο τεκμήρια του πρώτου έτους στην ιατρική, φυλαγμένα κι αυτά σ' ένα απ' τα φωτογραφικά άλμπουμ που μου αποκάλυψε ο σεισμός του 2017.