Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Βόλτες σε άδειες πόλεις.




 



ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ Κ [Στο Κ της κυριακάτικης Καθημερινής, 27.1.2019]

Βόλτες σε άδειες πόλεις

Αντώνης Νικολής
 
Όσοι μεγαλώσαμε σε τουριστικούς τόπους, στα νησιά ιδιαίτερα, ζούσαμε, μεταξύ των άλλων αλλαγών στον ετήσιο κύκλο, τη διαίρεση της χρονιάς σε δύο κύριες περιόδους, την τουριστική, από τα μέσα του Απριλίου περίπου έως και τον Οκτώβριο, και το υπόλοιπο πεντάμηνο-εξάμηνο με τον χειμώνα στο κέντρο του. Στη μια, την επονομαζόμενη και σεζόν, οι μέρες είναι φωτεινές, σφύζουν από κόσμο και συνακόλουθη οικονομική δραστηριότητα, άρα ανοιχτά μαγαζιά, ποτέ αργία, ούτε καν της Παναγίας. Αντίθετα, στον άλλο μισό χρόνο, η κίνηση στους δρόμους περιορίζεται, σχεδόν υποτονική τις καθημερινές και κόβεται μαχαίρι τις Κυριακές. Για μας τα παιδιά είχε Κυριακές όταν τέλειωνε το καλοκαίρι, όταν πια δεν είχε ούτε κόσμο, θάλασσες, φώτα. Και παρόλο που τις Κυριακές δεν είχαμε σχολείο, όποτε είχε... Κυριακές, είχε και Δευτέρες, πά’ να πει τις χειρότερες μέρες του σχολείου.
Κάπως σαν να λίμναζε ο χρόνος. Ιδίως προς το απομεσήμερο. Με το αίσθημα της ήπιας μελαγχολίας. Που είχε και χρώμα. Τις αποχρώσεις της ώχρας στα δημόσια κυρίως κτίρια της ιταλίζουσας πολίχνης μας, της Κω. Άδεια, και καθώς την περπατούσα, ένιωθα να κυλάει μέσα μου ή το αντίθετο, ν’ απλώνομαι εγώ σ’ εκείνη, και το όλο πράγμα αποκτούσε τη ρευστότητα και τον ρυθμό εσωτερικού τοπίου, μεταπλασσόταν σταδιακά σε εμπειρία αισθηματική. 

Βεβαίως προέκυπταν και περισπασμοί. Κομμάτια της νεοελληνικής ηθογραφίας. Σκόρπιες πότε πότε εικόνες παρωχημένου νυφοπάζαρου ή τίποτε φαντάροι στην έξοδό τους, συνήθως μπροστά σε σουβλατζίδικα ή στο τσοντάδικο του νησιού. Άνοιγα το βήμα – την ομορφιά δίχως την ατομικότητα, από ένστικτο πιο πολύ, την προσπερνούσα από παιδί.
Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι τις πόλεις σαν την πληρέστερη απεικόνιση της ιστορίας των θεσμών, ευρύτερα του πολιτισμού μιας κοινωνίας. Πρόκειται για σύνθετο σχήμα μεταφοράς και θέλει προσεκτική ανάλυση η αντιστοίχιση. Με τα ταξίδια, με τον καιρό ή και την ηλικία, το «περπατώ σε μια άδεια πόλη» το καταλαβαίνω σαν μέσα από ένα σύνολο δεδομένων το να ξεδιαλύνω ή να παρατηρώ ευκρινέστερα πτυχές του εαυτού μου. Κι όταν μένω μόνος ή βυθίζομαι στον εαυτό μου ενόσω βαδίζω σε αστικό δημόσιο χώρο, το αίσθημα είναι η ήπια μελαγχολία – σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας εξοικειωμένος μ’ αυτή τη μάλλον δημιουργική μελαγχολία, άλλοι καθόλου, άλλοι πολύ.
Είναι δρόμοι που τους περπάτησα άδειους Κυριακές ή σαν Κυριακές και για τον έναν ή τον άλλο λόγο αγαπώ να τους ανακαλώ. Την Καραμανλή κάτω στον μόλο των Ιωαννίνων, την Αιόλου στην Αθήνα, τα στενά της Χώρας στην Πάτμο, τη Χάληδων στα Χανιά ή τα δρομάκια μετά τη Μεγάλη Πόρτα στο Ρέθυμνο, στη Λισαβόνα τη Ρούα Αουγκούστα με την Ντόνα Ρόζα, την τυφλή φαντίστα μόνη και λυγμική στο σκαμνάκι της, στη Ρώμη τη Βία Βένετο με τα πλατάνια και τις μανόλιες, από την Πιάτσα Μπελίνι κατηφορίζοντας στην Πιάτσα Ντάντε της Νάπολης κι απ’ τη Βία Μακέδα στο Παλέρμο, με τη δύναμη συνειρμού πίσω στα οικεία κατατόπια, στην Πύλη D’Amboise στη Ρόδο, και παρακάτω στη Σωκράτους της Παλιάς Πόλης με τους ντελικάτους μιναρέδες, τα καφασωτά, τα κεραμικά γείσα σε υπέρθυρα και παράθυρα. Κι ύστερα, ακόμα κοντύτερα στον εαυτό μου, στο πλατύ πεζοδρόμιο με τα γλαυκά κυπαρίσσια της Βασιλέως Παύλου στην Κω, κάτω απ’ το πατρικό μου. ■

* Η νουβέλα «Το γυμναστήριο» του Αντώνη Νικολή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.