Περεγρίνος, ένας ήρωας όλων των εποχών!
Το μυθιστόρημα ξεκινά μεγαλοπρεπώς εισάγοντάς μας φαντασμαγορικά στην Ολυμπιάδα του 165 μ.Χ. Και λέω «φαντασμαγορικά» όχι για λόγους διακοσμητικούς, αλλά κατά κυριολεξία, καθώς οι περιγραφές του τόπου, των κτισμάτων, της περιρρέουσας ατμόσφαιρας δημιουργούν την αίσθηση μιας λεπτομερειακής αυτοψίας στον χώρο και τον χρόνο, μια και όλα ζωντανεύουν μέσα από μια διεισδυτική ματιά που εντυπωσιάζει με την ακρίβειά της.
Ο αναγνώστης περιφέρεται στους αγωνιστικούς, δημόσιους και ιερούς χώρους της Ολυμπίας με τη δύναμη των εικόνων που η λογοτεχνία μπορεί να αναπλάσει, καθώς δεν ακούς μόνο και βλέπεις, αλλά κυρίως νιώθεις το περιβάλλον, αφουγκράζεσαι στην ατμόσφαιρα εκείνο το αρχαίο πάθος για την άθληση, τη λατρεία του σώματος, ακολουθώντας οσμές ανακατεμένες με ήχους που διασκορπίζονται ανάμεσα σε απίστευτης ωραιότητας καλλιτεχνικά αριστουργήματα, μνημειώδεις ναούς, που αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη της ανθρωπότητας παραμένοντας αναλλοίωτα. Και ο συγγραφέας το πετυχαίνει όχι μόνο αναπλάθοντας εικόνες, αλλά εμβαθύνοντας σε εκείνη την απαράμιλλη ομορφιά της ατμόσφαιρας των Ολυμπιακών Αγώνων ακολουθώντας τα βήματα του παράξενου ήρωά του, ενός ήρωα των καιρών του και ταυτόχρονα των καιρών μας.
Ο συγγραφέας δεν περιγράφει απλώς με διάφανο ρεαλισμό τα τοπία, τα κτίσματα, τα μνημεία, τα διάφορα αντικείμενα με λεπτομέρειες σαν ένας παρατηρητικός αυτόπτης, αλλά μας μεταφέρει στην εσωτερικότητα της εποχής αυτού του άγνωστου σε μας κόσμου αφυπνίζοντας όλη την ταυτοτική – υπαρξιακή μας αίσθηση της συνέχειας, καθώς μας κάνει να αισθανόμαστε οικειότητα σε ένα περιβάλλον δυο χιλιάδων ετών πίσω… Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα ιστορικό μυθιστόρημα να μας δίνει την εντύπωση του σύγχρονου συνδέοντάς μας μυστικά και θαυμαστά διά μέσου της λογοτεχνίας σε μια σύμπτυξη παρελθόντος και παρόντος.
Ο ήρωάς του, Περεγρίνος, έχει μιαν ιδιαιτερότητα που ευνοεί τη λογοτεχνική του επεξεργασία, καθώς είναι ένα πρόσωπο αμφίβολης ιστορικότητας. Δηλαδή, υπάρχει και δεν υπάρχει ταυτόχρονα. Με δυο λόγια, δεν έχουν σωθεί επαρκή ιστορικά τεκμήρια για το αν υπήρξε και σαν ιστορική προσωπικότητα παρά μόνο μια σύντομη και απαξιωτική αναφορά στον Λουκιανό από όπου και τον ανέσυρε ο Αντώνης Νικολής.
Το μυθιστόρημα ξεκινά στην Ολυμπία, όπου ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος που έχει συρρεύσει εκεί, βρίσκεται και ο σπουδαίος σοφιστής Περεγρίνος, ωστόσο, όχι τόσο ως θεατής, αλλά ως ένας άνθρωπος που έχει φτάσει εκεί αποφασισμένος να κλέψει την παράσταση – με όποιο τίμημα. Κυκλοφορεί στους χώρους του Ολυμπιακού Χωριού, όπως θα λέγαμε σήμερα, με τη θορυβώδη κουστωδία του, έτοιμος από καιρό να καθορίσει ο ίδιος τη μοίρα του και να ολοκληρώσει τον σκοπό της ζωής του, που δεν ήταν άλλος από το να κερδίσει μια θέση στην αιωνιότητα – ή ίσως να την εκβιάσει;
Ο ήρωάς μας είναι κυνικός φιλόσοφος και σε αυτό πρέπει να δοθεί μια σημασία, καθώς οι κυνικοί αναγνώριζαν ως βασικό εργαλείο διακίνησης των ιδεών τους κυρίως το έμπρακτο παράδειγμα. Έτσι, δεν απέφευγαν να επιδεικνύουν με σχολαστικότητα την προσήλωσή τους στα απολύτως απαραίτητα του βίου, επιδεικνύοντας την προσεκτικά επιτηδευμένη λιτότητα του δικού τους βίου. Η προσοχή τους επικεντρωνόταν στο άτομο και όχι γενικά στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και «…ο Θεαγένης, ο κυνικός από την Πάτρα και πρώτος τη τάξει ανάμεσα στους ακόλουθους του ηλικιωμένου σοφιστή», τονίζει στους παρευρισκόμενους τις έμπρακτες αρετές του σπουδαίου κυνικού κι όχι αφηρημένες ιδέες και λόγια του αέρα.
Ο δάσκαλος σε όλη του τη ζωή εφάρμοζε τη θεωρία του στην πράξη («δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο») και αυτό θα το αποδείξει, με δραματικό είναι η αλήθεια τρόπο και με την τελευταία του πράξη, πέφτοντας στη φωτιά μπροστά στο πλήθος, όπως είχε υποσχεθεί στην προηγούμενη Ολυμπιάδα. Ο «μέγας» σοφιστής δίδασκε ότι δεν πρέπει οι άνθρωποι να φοβούνται τον θάνατο καταδικάζοντας τελικά τον εαυτό του σε θάνατο, ορίζοντας μάλιστα την ακριβή μέρα και ώρα της αυτοπυρπόλησής του.
Προφανώς, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια καταδίκη στην πιο επίπονη εκδοχή της, καθώς το να μην φοβάται ο άνθρωπος τον θάνατο δεν σημαίνει να τον εύχεται, ούτε να τον προκαλεί προγράφοντας προκαταβολικά τη ζωή του, μετρώντας αντίστροφα τις μέρες, τις ώρες και τα λεπτά που του απομένουν. Ωστόσο, άγνωστες οι βουλές της ψυχής των σοφιστών, που αρκούνται στον λιτό βίο, αλλά δεν χορταίνουν την αίγλη της διάκρισης, της αριστείας, του μοναδικού, πραγμάτων που δεν εκβιάζονται όμως, ούτε σκηνοθετούνται. Η δόξα της αιωνιότητας έχει μυστική συνταγή…
Φυσικά, αυτό το γεγονός αποτελούσε μια ξεχωριστή ατραξιόν εκείνων των Ολυμπιακών Αγώνων και είχε κερδίσει το ενδιαφέρον πολλών που ήθελαν άλλοι να κάνουν πλάκα, άλλοι να γιουχάρουν, άλλοι να ακούσουν – όπως συμβαίνει πάντα σε υπερβολικά δημόσια happenings. Θα κρατούσε τον λόγο του;
Στη συνέχεια, ανοίγει μια τεράστια αφηγηματική παρένθεση όπου παρακολουθούμε τη ζωή του Περεγρίνου από τη στιγμή της γέννησής του έως και λίγο πριν ρίξει ο ίδιος – μαζί με τη δική του δάδα – και το σώμα του στην πυρά, ολοκληρώνοντας με μιαν ακραία ενέργεια τη διά βίου ακόρεστη επιθυμία διάκρισης που του έτρωγε τα σωθικά. Επέλεξε αυτός την ακριβή ώρα του θανάτου του, ωστόσο όχι αποσυρόμενος ταπεινά και αθόρυβα από τα εγκόσμια, αλλά χρησιμοποιώντας τη μεγαλύτερη σε δόξα γιορτή της αρχαιότητας, αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων, με την υστερόβουλη φιλοδοξία να κλέψει τη δόξα τους, να επισκιάσει τον μεγαλύτερο θεσμό της αρχαιότητας, να μείνουν αυτοί οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ιστορία ως οι αγώνες όπου αυτοκτόνησε ο μεγάλος σοφιστής Περεγρίνος, όπως είχε υποσχεθεί, όπως είχε εκείνος προκαθορίσει. Γι’ αυτό και διάλεξε να το πράξει σε ζωντανή μετάδοση, όπως θα λέγαμε σήμερα, ενώπιον του πολυπληθέστερου κοινού που μπορούσε να υπάρξει εκείνη την εποχή.
Ο συγγραφέας του Περεγρίνου, τον οποίο ανέσυρε από μιαν επιστολή του Λουκιανού σε έναν του φίλο, τοποθετεί ευφυώς τον ίδιο τον Λουκιανό ως θεατή να παρακολουθεί τις τελευταίες μέρες της ζωής ενός γελοίου – όπως τον βάζει να θεωρεί τον γέρο κυνικό. Ο Νικολής, όμως, του χαρίζει τη συμπάθειά του, αυτήν που δικαιούται κάθε τσακισμένη ψύχη, κάθε ανήμπορος άνθρωπος. Έτσι, ο Νικολής παραλαμβάνοντας τον Περεγρίνο από τον Λουκιανό, τον πλάθει με τον δικό του συγγραφικό πηλό, τον ζωντανεύει με τη δική του λογοτεχνική ανάσα. Ταυτόχρονα, μας παραδίδει μια λογοτεχνική παραβολή προβάλλοντας στο σήμερα τη σπουδή με την οποία ο σύγχρονος σπουδαρχίδης εκθέτει ανεπανόρθωτα τον εαυτό του, επιδεικνύοντας όλες τις πτυχές της ασημαντότητας, γελοιοποιούμενος σε δημόσια έκθεση.
Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι στη διάρκεια του 2ου μ.Χ. αιώνα, όπου τοποθετείται το μυθιστόρημα, ο κόσμος βίωνε μια συντριπτική αλλαγή εποχής, καθώς τέλειωνε ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος παραδίδοντας τη θέση του στον νέο, όπου ο χριστιανισμός υποσχόταν την αιώνια ζωή για όλους. Η υπόσχεση αυτή άλλαξε την αντίληψη για τη σχέση ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς. Ώς τότε, στους Έλληνες και στους Ρωμαίους μόνο οι θεοί ήταν αθάνατοι. Στις μέρες μας, οι σύγχρονοι προφήτες αναγγέλλουν το τέλος της ιστορίας, ενώ άλλοι ονειρεύονται την κατάργηση της συλλογικής μνήμης του πολιτισμού μας.
Όπως και έχει, όπως ο παλιός, έτσι και ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος «διάσημους» Περεγρίνους, μετριότητες που είναι διαθέσιμοι να θυσιάζουν (συμβολικά) τη ζωή τους προκειμένου να διακριθούν. Ο συγγραφέας μάς παρέδωσε ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα δίχως λογοτεχνικές εκπτώσεις στην ευκολία και, κυρίως, δίχως να πέσει στην παγίδα του ήρωά του, Περεγρίνου, να θυσιάσει το βιβλίο για τον συγγραφέα, να θυσιάσει το περιεχόμενο προς χάριν της εικόνας.
Θα ήθελα τελειώνοντας να τονίσω την αισθητική ρυθμική ανάδειξη της ανδρικής ανατομίας με αρχιτεκτονική ακρίβεια, πλαστική ευαισθησία και λατρευτικό ερωτισμό που συναντάμε στο μυθιστόρημά του αυτό, όπως και στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Γενικά οι ήρωές του έλκονται από τα σώματα και τα ένστικτα, από τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες των σωμάτων που φωτίζουν το οικοδόμημα των κορμιών, τις σάρκες εκείνες που εμπνέουν κτηνώδη τρυφερότητα, αναδεύοντας την ατόφια οσμή της ανθρωπίλας!
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.