Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Παρά τη γιορταστική φωταψία.

Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός 

Παρά τη γιορταστική φωταψία
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Περεγρίνος)

[…]ΝΟΙΑΖΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΓΑΘΟΒΟΥΛΟ. ΜΑ ΣΤΗ βάση της συνείδησης του Περεγρίνου η έκφραση των συναισθημάτων δεν είχε και πολύ κύρος. Τα θεωρούσε, τα δικά του συναισθήματα όσο και των άλλων, αδύναμες και αβέβαιες σκιές του ψυχικού κόσμου, και την εξωτερίκευσή τους περίπου ιδιοτελείς τακτικές επιβίωσης. Τον Αγαθόβουλο ήτανε προφανές ότι τον κατέβαλλε πια το γήρας. Ο Περεγρίνος παρατηρούσε τις μειωμένες αντοχές του, πώς βαριανάσαινε σε ανηφόρες ή σκαλιά, πώς κουραζόταν με το τίποτε στο περπάτημα, αυτός που τον πρόλαβε ακαταπόνητο στην πεζοπορία παραπατούσε τώρα κάθε τόσο και σωριαζόταν παρά το μπαστούνι, αδυνατούσε να δει καθαρά ή να διαβάσει κάτι, ακόμη και σε στήλες ευδιάκριτα μεγάλα γράμματα, οτιδήποτε πια ζήταγε να του το περιγράψουν ή να του το διαβάσουν ο Κνήμων ή όποιος μαθητής του τύχαινε κοντά του, δυσκολευόταν να θυμηθεί λέξεις, ιδίως ονόματα, ενώ όλο και συχνότερα επαναλάμβανε μια, την ίδια κουβέντα, δίχως να το συνειδητοποιεί. Ο Περεγρίνος έκανε τη σούμα όλων αυτών, τα σκεφτόταν σωρευτικά λόγω του εξασθενημένου κατά το πέρας του ταξιδιού Αγαθόβουλου, δεν ήταν πια μόνο ένα σφίξιμο ή τσίμπημα μπροστά σε κάποιο μεμονωμένο σύμπτωμα της φανερής από καιρό αδυναμίας ή, και όσο δυσάρεστο, πάντως μπροστά σε ένα μόνο προμήνυμα του επερχόμενου τέλους του Αγαθόβουλου. Κι αυτά ολότελα κόντρα στην απαστράπτουσα μεγαλειώδη Αλεξάνδρεια, που αντίκριζαν σαν να μην την είχαν ξαναδεί ύστερα από τον πολυήμερο ποταμίσιο πλου τους. Έμπαιναν από τις Πύλες του Ήλιου, τη γλυκιά ώρα πριν από το σύθαμπο, και μάλιστα ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η έναρξη της λαμπρής γιορτής για τον Σέραπη, στην πόλη που έτσι κι αλλιώς πάντοτε ξεπερνούσε την όποια προηγούμενη αποτύπωσή της στη μνήμη, πάντοτε φάνταζε πιο μεγαλόπρεπη, πιο σύνθετη στις γραμμές και πιο περικαλλής στις λεπτομέρειές της απ’ όσο μπορούσε να την αναπλάσει με τις δυνάμεις του μυαλού του ακόμη και ένας βέρος γέννημα-θρέμμα Αλεξανδρινός, διέσχιζαν τη μεγάλη ευθεία λεωφόρο με τη διπλή κιονοστοιχία σ’ όλο το μήκος της, τα θαυμαστά αρχιτεκτονήματα, τις πλούσιες ιδιωτικές κατοικίες, όπου κι αν σήκωναν το βλέμμα η πόλη απλωνόταν σ’ έναν ατελείωτο αστραφτερό θρίαμβο, ειδικά απόψε ενισχυμένο απ’ τις τελετές για τον Σέραπη, κυρίως απ’ τη μεγάλη, πολυάνθρωπη λαμπαδηφορία, το πλήθος του κόσμου στους δρόμους, ιδίως εδώ στην πλατιά και μακρότατη λεωφόρο, που η άλλη άκρη της σε απόσταση πολλών σταδίων έμοιαζε κουκίδα, στις Πύλες της Σελήνης, πέρα στο δυτικό άκρο της πόλης∙ Ήλιος και Σελήνη, οι θεοί-φρουροί της Αλεξάνδρειας. Κοσμοπλημμύρα ιδίως κοντά στο μέσον της λεωφόρου, εκεί που η Αλεξάνδρεια απ’ τη ζηλευτή ευρυχωρία θυμίζει ύπαιθρο παρά πόλη, κοντά στο Βρουχείο, στα ανάκτορα και στην ευρύτερη περιοχή του Μουσείου με το άλσος όπου η Βασιλική Βιβλιοθήκη και το Σώμα, οι τάφοι του Αλεξάνδρου και των Πτολεμαίων, τη ρυμοτομία με τους ευθείς και εγκάρσιους δρόμους, τις διασταυρούμενες κιονοστοιχίες, τις προσόψεις ναών, ανακτόρων, μεγάρων –τι να περιεργαστεί πρώτο και με πόση προσοχή ένα μυαλό–, η πόλη εντωμεταξύ απέραντη, τα πλήθη σε πλατείες και δρόμους δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες χιλιάδες –πώς να υπολογίσει κανείς;–, κι απ’ τις μυριάδες δάδες η νύχτα να έχει γίνει κυριολεκτικά μέρα, αλλά κι όλ’ αυτά, όλη ετούτη η φαντασμαγορική αίγλη γύρω του σαν για να κάνει τον Περεγρίνο να βιώσει ακόμη πιο οξύμωρη την προσωπική του ανασφάλεια. Γιατί, αν εξέλειπε ο Αγαθόβουλος, παρά τους όποιους δεσμούς με τους υπόλοιπους της συνοδείας του, με τη Θελξινόη επίσης, παρά και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης, εντούτοις δίχως εκείνον, δεν ήθελε να βαυκαλίζεται, δεν θα αισθανόταν μόνο, θα ήταν και ουσιαστικά ένας ξένος. Επέστρεφε στις έγνοιες του, πρώτα στο τι μέλλει γενέσθαι με τα οικονομικά του, κι αμέσως ύστερα παίρνανε σειρά και μια μια όλες οι άλλες πληγές του. Η πόλη, όπως τη ζούσε, απαρτιζόταν κυρίως από ένα ευρύ δίκτυ γνώριμων του Αγαθόβουλου, οι οποίοι επένδυαν στη συντροφιά του, στις ιδιότυπες σοφιστικές παραστάσεις του ίδιου κι από κοντά και των μαθητών του, τους φρόντιζαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τούς συντηρούσαν, όμως τις σχέσεις τις καλλιεργούσε εκείνος, ο Αγαθόβουλος, κάτι που προφανώς ούτε ο Κνήμωνας, ούτε άλλος κανένας θα κατάφερνε με την ίδια ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Στην Αλεξάνδρεια, όπου, όπως όλα, και οι σχέσεις των ανθρώπων απέβαιναν δαιδαλώδεις και περίτεχνες, ο Αγαθόβουλος διατηρούσε στη μνήμη ένα πολύ πλούσιο αρχείο για πρόσωπα και θεσμούς, ήξερε ανά πάσα στιγμή τι ακριβώς χρειαζόταν και πότε στα αλισβερίσια του τόσο με τους άλλους σοφιστές και λόγιους, όσο και με τους εύπορους της πόλης, όσους επέλεγε να τους ελέγχει σαν κυνικός δημόσια, και τους άλλους από τους οποίους προσποριζόταν ποικίλες εύνοιες και για τους οποίους με διάφορες προφάσεις έκανε τα στραβά μάτια, και ανάλογα και με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή τις σχέσεις του με τις ρωμαϊκές αρχές.
Ύστερα, δεν γερνούσε μόνο ο Αγαθόβουλος, σε λίγο καιρό θα έκλεινε κι ο ίδιος ο Περεγρίνος τα πενήντα τρία. Τα μαλλιά του, ένα ελάχιστο λοφίο ψηλά πάνω απ’ το κούτελο, και πυκνά μόνο γύρω απ’ τους κροτάφους, μαζί και τα γένια του, είχανε ασπρίσει εντελώς, σκληρές γεροντικές άσπρες τρίχες –πού πια το στιλπνό άσπρο του σαραντάρη…–, το δέρμα του είχε σκουρύνει, γκριζάρει κι άλλο, ο κορμός του καμπούριαζε, ο σβέρκος του σαν να βάρυνε, οι μύες του, παρότι δεν έπαψε να συχνάζει στην παλαίστρα, λίγο να ζεσταινόταν κρέμαγαν χαλαροί. Δεν ήταν ποτέ του φιλάρεσκος ούτε τον ένοιαζε η τωρινή φθορά της μορφής του βέβαια, απλώς στένευαν και τα δικά του χρονικά περιθώρια, αν δεν είχαν ήδη εξαντληθεί. Του τριβέλιζαν το μυαλό οι παλιές αγωνίες: ποιος ήταν, τι τον ξεχώριζε από τους άλλους, τι είχε αποκλειστικά δικό του, πού και πώς θα συνέχιζε να ζει. Έμπαιναν στην πόλη και παρά τον καταιγισμό των εικόνων της, παρά τον πανζουρλισμό και τη γιορταστική φωταψία, οι κλεφτές ματιές προς τον Αγαθόβουλο, που ειδικά απόψε του φαινόταν, σκυμμένος και συρρικνωμένος, να έχει απομείνει σχεδόν ο μισός, συνειρμικά τού θύμιζαν την κουβέντα της Θελξινόης: «Ίσαμε πότε θα κοιμάσαι, μεγάλος άνθρωπος, κατάχαμα σε νεκροταφεία κι από δω κι από κει, μέσα στην υγρασία, στις βροχές και στα κρύα –όπου να ’ναι, καθώς θα βλέπεις από κοντά το κακό γήρας του σοφού Αγαθόβουλού σου, ίσως συνετιστείς…» Κάτι βρήκε να της αντείπει, πως ο άνθρωπος είναι σκληραγωγημένος, μαθημένος στα δύσκολα, όμως η απόδειξη ότι ο λόγος της του καρφώθηκε, όταν δεν θα θυμόταν παρά ένα μόνο πράγμα απ’ τη γυναίκα, θα θυμόταν την κουβέντα της αυτή.[…]

✳︎

©Αντώνης Νικολής

❦ ❦ ❦