— Διάβασα το «Πολεμική αντί κριτικής» (Βήμα, 11/2/24) «Μια απάντηση στην κριτική του μυθιστορήματος “Περεγρίνος” από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου» το οποίο υπογράφει ο Αντώνης Νικολής, συγγραφέας του μυθιστορήματος.
Παραθέτω: «Σε τρεις όλες κι όλες παραγράφους ο συντάκτης τους περιέλαβε: α) Αρκετές κατά βάση ασύντακτες τάχα μακρές και περισπούδαστες περιόδους που καταλήγουν σε ακυριολεξίες [...]. β) Κάμποσες ασαφείς ή ακατανόητες συνάψεις-φράσεις, του τύπου: [...]. γ) Πληροφορίες που δεν μπορεί να αντλήθηκαν ούτε έξω απ’ το μυθιστόρημα (στις όποιες ιστορικές πηγές) ούτε από το μυθιστόρημα το ίδιο. Μερικές από αυτές: “Πρόσωπο που αμφισβητήθηκε κατά κόρον στον καιρό του, καθώς χλευάστηκε και κατηγορήθηκε ως κοινός απατεώνας”, “...Όντας εξαρχής κυνικός, αλλά και χριστιανός, δίδασκε πως ο φόβος του θανάτου αποτελούσε εμπόδιο για την ελευθερία των ανθρώπων”, “...Εκείνο που ενδιαφέρει πρωτίστως τον Νικολή είναι να προβάλει τον ήρωά του πάνω στο σοφιστικό αρχέτυπο του Σωκράτη” (οι έντονοι χαρακτήρες δικοί μου). Για τις “πληροφορίες” αυτού του είδους, εικάζω ότι ο κομιστής τους είτε γενικώς δυσκολεύεται να κυριολεκτήσει (άλλα εννοεί και άλλα περίπου διατυπώνει), είτε περιέτρεξε το μυθιστόρημα, έπειτα και εκ του προχείρου γκουγκλάροντας συνέλεξε όσες συνέλεξε, και πάντως με εντυπωσιακή ευκολία τις αράδιασε στις… εκτυφλωτικές τρεις παραγράφους του – και πόσο στραφταλιστή η παραπομπή του στο “κυνικό τρίπτυχο του Φουκό! Κι ενώ προφανέστατα μόνο φυλλομέτρησε τον Περεγρίνο, στην κατακλείδα της τρίτης παραγράφου, με την οίηση χιλίων τουλάχιστον Κατσιμπαλήδων, σχολιάζει αρνητικά την οικονομία του μυθιστορήματος, που είναι –και αυτό το πιθανότερο το γνωρίζει– το κρισιμότερο στοιχείο αξιολόγησης σε κείμενα εκτενούς αφήγησης: “Μικρότερη ανάπτυξη, πάντως του μυθιστορήματος θα διευκόλυνε τον Νικολή να αναδείξει πυκνότερα τόσο τις λεπτομέρειες όσο και το κεντρικό του σχήμα”. Μ’ άλλα λόγια, όταν τόσο στο ποδάρι απορρίπτει κανείς το έκτο και σαφώς έργο ζωής ενός δόκιμου συγγραφέα, η πρόθεσή του δεν είναι να γράψει κριτική, αρνητική εν προκειμένω, αλλά να κάνει πολεμική, και δη την πιο δηλητηριώδη, την “πολεμική των χαμηλών τόνων”».
Θα σταθώ στο κρισιμότερο ίσως
στοιχείο της απάντησης του κ. Νικολή, ότι πιστεύει πως ο κ.
Χατζηβασιλείου δεν διάβασε καν το μυθιστόρημα πριν συντάξει την κρίση
του. Είμαι της άποψης ότι ειδικά ο συγγραφέας μπορεί πολύ εύκολα να
αντιληφθεί πότε ο κριτικός έχει διαβάσει ένα βιβλίο και πότε όχι.
Μπορούν και άλλοι, πέραν του συγγραφέα, αλλά αυτό δεν έχει και τόση
σημασία, όταν ο ίδιος ο συγγραφέας νιώθει ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ένα
άλλο στοιχείο που θίγει ο κ. Νικολής είναι η έκταση της “κριτικής”. «Σε
τρεις όλες κι όλες παραγράφους [...]», «στις… εκτυφλωτικές τρεις
παραγράφους του», γράφει χαρακτηριστικά. Η έκταση των “κριτικών”
κειμένων στις εφημερίδες δεν ξεπερνά τις 500-600 λέξεις. Τα κείμενα
αυτά, επαναλαμβάνω, είναι μόνο κατ’ επίφαση κριτικά. Σκοπός τους είναι
να προωθήσουν βιβλία. Η ειρωνεία, εδώ, είναι ότι ο κ. Χατζηβασιλείου,
στα ήδη σύντομα κείμενά του εντάσσει πάντοτε και μια σύντομη ανασκόπηση
του έργου του συγγραφέα πριν από το βιβλίο που κρίνει κάθε φορά. Ο χώρος
που απομένει για να γράψει κάτι ουσιαστικό είναι, επομένως, ακόμα
λιγότερος. Περαιτέρω ειρωνεία, ότι ο κ. Χατζηβασιλείου εξαιρετικά σπάνια
θα γράψει κάτι αρνητικό για κάποιο βιβλίο, κι αν το κάνει θα έχει
φροντίσει να το σερβίρει με εξαιρετικά μειλίχιους τόνους, όπως, καλή
ώρα, έπραξε εδώ. Πολύ καλά κάνει και διαμαρτύρεται ο κ. Νικολής. Πολύ
καλά κάνει και δημοσιεύει το Βήμα την απάντησή του στη κριτική του κ. Χατζηβασιλείου.