Μετά το πέρας κάθε έργου μου, ξαναπιάνω τα προηγούμενα –να θυμηθώ κάπως τον μεταξύ τους ειρμό–, κάνω μικρές διορθώσεις, την προεργασία-συμπληρωματικά κείμενα για τυχόν επανεκδόσεις, ανάλογα και μετά τον Περεγρίνο, ξεκίνησα με τον Δανιήλ, τη Διονυσία έπειτα, είμαι στον Μισθοφόρο τώρα, άφησα για το τέλος τα διαφορετικά δύο: Το Σκοτεινό Νησί και Το Γυμναστήριο.
Στον Μισθοφόρο, λοιπόν, εντόπισα ένα μικρό δείγμα λεπτής (λογοτεχνικής) ειρωνείας.
[Ο θάνατος του μισθοφόρου, (κεφ. Δ)]
(…) Αλλά και με την ελάχιστη αφορμή επέστρεφε στην κατάθλιψη. Όπως το μεσημέρι που διέσχιζε την Ιπποκράτους κι εκεί λίγο πριν από το λύκειο θυμήθηκε την αφήγηση για τον φονιά ιερέα που, όποτε χρειαζόταν να ιερουργήσει, ένας άγγελος στην είσοδο του ναού έπαιρνε από τον ώμο του το κουφάρι του δολοφονημένου, το βάρος της αμαρτίας, τον ελάφραινε, το φορτωνόταν στη διάρκεια της λειτουργίας εκείνος. Ο Ηλίας βούρκωσε, βάρυναν οι ώμοι του, σχεδόν τρέκλισαν τα καλάμια του, χώθηκε στο αλσύλλιο του Ηρώου. Τα πόδια του τον κατεύθυναν στο μεσαίο από τα τρία εκεί εκκλησάκια, άλλωστε όποτε το θυμόταν, σχεδίαζε να ρίξει σε παγκάρι εκκλησίας τα 150 ευρώ του μισθοφόρου, τα φύλαγε, τα ίδια και τυλιγμένα όπως τα βρήκε, σε ξεχωριστή θήκη στο πορτοφόλι του. Το τερέτισμα των τζιτζικιών, οι ευκάλυπτοι, τα πεύκα, οι πικροδάφνες, οι ψευτοπιπεριές, χώθηκε στις πυκνές σκιές, πατούσε τις πευκοβελόνες, το ξερό χώμα, όλ’ αυτά τον ανακούφιζαν, κυρίως γιατί τον απομόνωναν, αλλά και δεν αρκούσαν για να του πάρουν απ’ τους ώμους το βαρύ φορτίο, έφτασε στην πλακόστρωτη αυλή του Αϊ-Γιώργη, στην πόρτα, την άνοιξε, άκουσε το τρίξιμο από τους γανιασμένους μεντεσέδες, τη μυρωδιά από το καμένο σπορέλαιο στα καντήλια, σήκωσε τα υγραμένα μάτια στα λιγοστά εικονίσματα, στους ασβεστωμένους τοίχους, στον τρούλο στο κέντρο του ναΐσκου, «Θε μου, λύτρωσέ με, το αγαπούσα αυτό το παιδί, δεν έφταιξα σε τίποτα, Εσύ το ξέρεις!» έπεσε γονατιστός στο δάπεδο, με τα δάχτυλα στις λαδωμένες πλάκες. Κι αίφνης θυμήθηκε πως Γιούρι στα ρώσικα είναι ο Γιώργης, προφανώς το ασυνείδητο τον είχε σύρει ίσαμε δω, στον συνονόματο άγιο, άπλωσε σαν αντιστήριγμα την παλάμη για να σηκωθεί, κι αμέσως, στα λογικά του πάλι, όλα, το εκκλησάκι, οι προσευχές του, οι βρόμικες παλάμες, όπως στέγνωνε με τις ράχες τους τις κόγχες των ματιών, όλα τού φαίνονταν παιδαριώδεις δοξασίες, διαλύονταν τώρα, ούτε θα έριχνε τα ευρώ στο παγκάρι (αλλά καιρό έπειτα σε κουμπαρά του Ερυθρού Σταυρού σε σουπερμάρκετ), ήτανε ξανά μόνος και χαμένος. Όμως για λίγο το κουφάρι θα έπαυε να βαραίνει τον σβέρκο του (αυτό δεν το συνειδητοποίησε), βυθισμένος (μα και ελαφρύτερος), έβγαινε προς τον παραλιακό. (...)