(...) Τώρα όσο ποτέ, ακόμη κι αν δεν ήταν, όφειλε να συμπεριφέρεται ως ο σοφός, ο βαθύς, αυτός που ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο, που περίοπτος συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή και τον σεβασμό των άλλων, όσων περισσότερων άλλων. Ασκεπής, όπως υποχρεωτικά όλοι, με το κεφάλι και τον κορμό στητό, κάποτε και ώρες στο λιοπύρι, στοχαστικός και σιωπηλός, αδιάφορος για ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω του σε στάδιο, σε ιππόδρομο, σε παλαίστρα, –μεταξύ τους τον σχολίαζαν ακόμη και οι δικοί του: από πού ν’ αντλούσε τόσες αντοχές, τέτοια ανθεκτικότητα σε θερινό καύσωνα, σε δίψα, σε φασαρίες και φωνές έξαλλων φιλάθλων, ένας παραπάνω λόγος που το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε δώσει κάποια δείγματα λιποψυχίας–, και παρόλο που πολύ δύσκολα αποσπούσε κανείς την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από τους αθλητές, όμως στα πρανή του στίβου στο στάδιο ή στον ιππόδρομο, ανάμεσα στους χιλιάδες θεατές, φαινόταν κάποτε κάποτε να διαπερνούν σαν ρίγη τα λοξοκοιτάγματα, ή τα αδιάκριτα επίμονα βλέμματα, ή το σούσουρο για την παρουσία του στην κορφή ή στο κέντρο της αλλόκοτης αγέλης των κυνικών (που ο ίδιος φαντασιωνόταν να αντιστοιχούν περίπου στη φράση:
“Ιδού εκεί μεταξύ των κυνικών ο Περεγρίνος-Πρωτέας αυτός που ως άλλος Φοίνιξ πρόκειται να πέσει στην πυρά”). Από τις εικόνες κατά τη διεξαγωγή των αγώνων που όλες σχεδόν έτρεχαν ασύνδετες στο οπτικό πεδίο του, εστίασε στα δρώμενα μόνο δυο φορές, και τις δυο ο ειρμός γινόταν με τις πόλεις καταγωγής των ολυμπιονικών, του πρώτου η Αλεξάνδρεια, του δρομέα στο στάδιο κατά την τρίτη ημέρα των αγώνων, ενός μελαχρινού ραδινού στο σουλούπι νεαρού άντρα, οι θεατές στα πρανή τον επευφημούσαν με το όνομά του, «Αειθαλής, Αειθαλής!» διάσημος και ένδοξος σταδιονίκης πλέον, γυάλιζαν τα μαύρα στιλπνά μαλλιά του, έσταζαν ιδρώτα στον σβέρκο του, η ίδια σγουρή τρίχα σε σχήμα σταυρού στο στέρνο, παρακάτω στην τριγωνική ηβική λάχνη, κι επιστέφοντας χαμηλά τους αστραγάλους, οι συναγωνιστές, οι συμπατριώτες του, το στάδιο όλο τον αποθέωνε, αφορμή για τον Περεγρίνο να διασχίσει νοερά και νοσταλγικά τους κήπους του Μουσείου, τη μεγάλη ευθεία λεωφόρο με τη διπλή κιονοστοιχία σ’ όλο το μάκρος της, από τις ανατολικές Πύλες του Ήλιου ως την άλλη άκρη της αρχοντικής πόλης, σε απόσταση πολλών σταδίων, τις Πύλες της Σελήνης, ο ενθουσιασμός κι οι ιαχές του πλήθους στο στάδιο της Ολυμπίας μετατρέπονταν στο μυαλό του σε θριαμβικές αχτίδες λαμπερό πρωινό φως αντανακλώμενες στις πλάκες και στους κίονες της αγαπημένης πολιτείας∙ ο έτερος νικητής ήταν στην πάλη, κατά την τέταρτη μέρα των αγώνων, ένας εύρωστος εικοσάρης, με μεγάλα μελιά και μαλακά μάτια, ερατεινά τα διαφήμιζαν όσοι θαύμασαν την ομορφιά του από κοντά, Σμυρνιός αυτός, ονόματι Αυρήλιος Χρύσιππος, κι ίσως κι από το όνομά του παρασυρμένος ο κυνικός σεργιάνιζε με τον νου του ήσυχα τη Χρυσή Οδό μέχρι πέρα στον ναό της Κυβέλης, ανατολικά μετά το λιμάνι της όμορφης πόλης των νεανικών σπουδών του. Στην πραγματικότητα δεν βρισκόταν πια καν στην Ολυμπία. Παρίστατο, περιφερόταν μονάχο του σαν άβουλο και άθελά του το κορμί του, όχι πια ο ίδιος, αυτός κλεινόταν μέσα στο ίδιο το μυαλό του –φυλακισμένος απ’ τον τρόμο για τον ελάχιστο χρόνο που του απέμενε–, με εξαίρεση τις στιγμές που μαζί με τον Θεαγένη δραπέτευε στο… μέλλον, –πού πια η νηφαλιότητα να συναισθανθεί την ειρωνεία, αντίθετα αφηνόταν στην προσδοκία της υστεροφημίας του, όπως στην ανεπαίσθητη ανατριχίλα από το σεντονάκι με το οποίο τυλιγόταν στο φιλόξενο ντιβάνι του Αριστοκλή. (...)[Προηγήθηκε απόσπασμα: Ο Περεγρίνος στην παρθενική ολυμπιάδα του.]