Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Με τη Δοξούλα Παλαμάρα.


Κάπου τεσσερισήμισι ώρες μαζί στο Μπλακ Ντακ της Κλαυθμώνος, είπαμε πολλά, πια και διά ζώσης. Μου είχε εμπιστευτεί και διάβασα την τελευταία και ανέκδοτη ακόμη συλλογή διηγημάτων της που ειλικρινά με ενθουσίασε. Επιτέλους λογοτεχνία νεοελληνική για την οποία δεν έχω κανέναν αστερίσκο, καμία επιφύλαξη. Η Δοξούλα είναι φυσιοδίφισσα, με αφομοιωμένο γνήσιο εμπειρισμό, λεπτότατο χιούμορ: χώνεψε στοιχεία της αγγλικής κουλτούρας σαν μόνο για να εμπλουτίσει την αντίστοιχη νεοελληνική. Όταν διαβάζω νεοελληνική σύγχρονη λογοτεχνία, αν είναι πεζογραφία, το μέτρο στην κρίση μου είναι ο Επιτάφιος του Γιώργου Ιωάννου. Και δυστυχώς, όταν δεν είναι μίμηση λογοτεχνίας (που είναι σε κάθε εποχή η συντριπτική πλειονότητα των κειμένων, βέβαια), συνήθως υστερεί τριάντα ή είκοσι ή στην καλύτερη δέκα χρόνια απ’ τον Ιωάννου. (Αν πρόκειται για ποίηση, το μέτρο μου εκεί ο μέγας Σαχτούρης.) Ε, λοιπόν, η υπό έκδοση συλλογή της Δοξούλας Παλαμάρα στη “δοκιμασία Ιωάννου” τα πηγαίνει μάλλον αρκετά καλά…

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Όλος ο αέρας νερό!

(...) Έσκυψα, του κατέβασα τα βλέφαρα, του έκλεισα τα μάτια, σήκωσα ένα από τα χράμια, σαν ένα στρωσίδι από χρόνο, μέσα μου το είπα… χρόνινο, και τον σκέπασα.

«Είναι μέρα;» με ρωτάει η Πέργαμοντ.

Σκέπαζα την άκρη του ποδιού του, κοίταξα τη λάμπα. «Νυχτώνει».

«Άρα, δεν θα φορέσουμε στολές. Καλό αυτό. Ή να τις φορέσουμε;»

«Πέθανε πλέον, νομίζω, πέθανε». Είχα ολοκληρώσει την ιδιότυπη μίνι κηδεία που του έκανα.

«Πρώτα όμως θα βρέξει».

«Τι…!» εκπλησσόμουν επιτέλους από κάτι ευχάριστο.

«Γιατί σ’ το υποσχέθηκα…»

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η Δοξούλα Παλαμάρα ξαναχτυπά!

Με τον δικό της τρόπο, ιδιοσυγκρασιακό όπως αρμόζει, η πολύ καλή λογοτέχνις Δοξούλα Παλαμάρα γράφει και αναρτά στο φμ σημείωμα για Το γυμναστήριο. Τον περασμένο Αύγουστο, θυμίζω, είχε κάνει το ίδιο για τον Περεγρίνο.

Το Γυμναστήριο είναι μια σπαρακτική προσέγγιση στις ψυχικές νόσους, όπως τις βιώνουμε στην εποχή μας. Πότε ως αναγνώστες και πότε ως θεατές καθώς η νουβέλα μετατρέπεται σε ένα άρτιο θεατρικό κείμενο, βλέπουμε χρώματα, σμαραγδί και ραδικί κι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, ακούμε τρυφερές κοριτσίστικες φωνές να εκφράζουν τρυφερές κοριτσίστικες επιθυμίες “μόνο να χαϊδευτούμε ήθελα” και ενήλικες γυναίκες να διαπράττουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο συγγραφέας δεν μέμφεται τους ήρωες του. Θύτες και θύματα, σε μια θανάσιμη ‘Ρόδα’ σε ένα ζοφερό Λούνα παρκ, η μάνα συνευρίσκεται με τους αρρενωπούς άντρες με γέλια και χαρές, αφήνει τα παιδιά της, επιστρέφει με λουλούδια, γλυκά και μακαρόνια φιογκάκια, οι κόρες ζουν στερημένες, χωρίς χαρές σε μια εποχή που οι χαρές φαίνονται εύκολες. Λίγο πιο πέρα από τη μπαλκονόπορτα, στο γυμναστήριο, κορμιά νεανικά, ιδρωμένα, με μυς και τατουάζ και λεπτά δακτυλάκια.