Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Συνεντεύξεις / "Λισαβόνα"

Αντώνης Νικολής

Μπολερό με τον θάνατο στη Λισαβόνα
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ

Ενα ζευγάρι εξηντάρηδων κάνει διακοπές στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας (πόλη γνώριμη από παλιότερα ταξίδια τους) προσπαθώντας να ξεφύγει από τη σκιά της απώλειας της 24χρονης κόρης τους τρία χρόνια πριν.
Πρόκειται για το καινούργιο έργο του Αντώνη Νικολή «Λισαβόνα», που ανεβαίνει στις 27 Φεβρουαρίου στο θέατρο «Στοά», στου Ζωγράφου, σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, που πρωταγωνιστεί μαζί με τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Είναι το τρίτο έργο του φιλόλογου Αντώνη Νικολή, που μας τον πρωτογνώρισε σκηνοθετικά ο Σταμάτης Φασουλής: το πρώτο ήταν «Ο κύριος Εμμανουήλ και ο... Ροΐδης» (το 2002 στο «Θέατρο της Ανοιξης» στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας) και το δεύτερο «Το σπίτι φεύγει» (το 2003, στο θέατρο «Χορν»).
Με τον Αντώνη Νικολή λοιπόν, που ζει στη γενέτειρά του Κω κι έχει εκδώσει μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας πριν από λίγους μήνες, με τίτλο «Το σκοτεινό νησί» (εκδόσεις «Κριτική»), είναι η κουβέντα που ακολουθεί.

Το ερέθισμα και η επιδίωξή σας γράφοντας τη «Λισαβόνα» ποια ήταν;

«Πρώτα... είδα τους δύο αντιήρωές μου να περπατούν μέσα στην πόλη, ύστερα αντιλήφθηκα το πένθος τους. Μέχρι τα μισά της τρίτης εικόνας/σκηνής κάτι συνέβαινε στο παιδί τους, δεν ήξερα ακριβώς τι.
Αλλά για να σας απαντήσω ουσιαστικά, επιτρέψτε μου μια παρέκβαση. Το καλοκαίρι του 2000, στον Αγιο Παύλο της νότιας Κρήτης, γυμνός με κόσμο γύρω μου, επίσης γυμνιστές, διαβάζοντας για πολλοστή φορά το "Περιμένοντας τον Γκοντό", μου αποκαλύφθηκαν αίφνης δύο πράγματα: πρώτον ότι διάβαζα την ωραιότερη κωμωδία, δεύτερον, το μυστικό που μου μάθαινε ο Μπέκετ, το ίδιο που θα μπορούσαν να με διδάξουν και οι αρχαίοι δραματουργοί βέβαια: τα έργα τα γράφουμε στη σκηνή, ευρισκόμενοι νοερά στη σκηνή, δεν τα μεταφέρουμε στη σκηνή. Μιμούμαστε ιδιολέκτους, αισθήματα, τη ζωή εντέλει, δεν τα αντιγράφουμε με μαγνητόφωνα ή με κάμερες. Οπως έγραφε ο Στανισλάφσκι, στη σκηνή για να υποδυθείς το χαλαρό, μόνο χαλαρός δεν είσαι• το ίδιο κι ο σκηνικός λόγος: μοιάζει προφορικός, ας πούμε, μόνο προφορικός δεν είναι. Υπ' αυτή την έννοια, λοιπόν, και η αγαπημένη πόλη και το πένθος των δύο προσώπων του έργου βρίσκονταν στο ρευστό της μνήμης μου και ήταν μιμήσεις αισθημάτων μου».


Το δικό σας... πένθος ποιο είναι;

«Το συνειδητοποίησα εκεί, στη Λισαβόνα. Είναι για την απώλεια της ταυτότητάς μας εδώ. Παρατηρούσα μια κοινωνία, την πορτογαλική, που ενώ ζει στο σήμερα, σέβεται και μάλιστα καθόλου φοβικά το παρελθόν και τον εαυτό της. Αντίθετα εμείς, ιδιαίτερα τα τελευταία 30 χρόνια, καταστρέφουμε ό,τι αληθινό του προσώπου μας, βάζοντας στη θέση του έναν μικροαστό επιθετικά νεόπλουτο, κακόγουστο, αντιδραστικό και πτωχαλαζόνα -γιατί και όλη μας η ευμάρεια δεν είναι παρά τεράστια χρέη. Και ήμασταν πολύ μικρή πιάτσα -να παραφράσω τον Βενιζέλο- για να καταντήσουμε τόσο κυνικά μεταμοντέρνοι. Τα καταφέραμε, όμως...».

Είναι δυσβάσταχτος ο θάνατος παιδιού για τους γονείς; Στο πέρασμα του χρόνου, η πληγή απαλύνεται ή παραμένει ανεξίτηλη, ανεπούλωτη;

«Η σκέψη μου έχει ένα αυστηρό όριο. Ο θάνατος είναι το όριο. Είναι το τέλος της φύσης και η αρχή του ιερού. Είμαι συνειδητό τέκνο του Διαφωτισμού, άρα ξέρω ότι το πέρα από τη φύση ούτε να το γνωρίσω ούτε να το εικάσω μπορώ. Αφήνεται στα αισθήματα αυτό το παραπέρα, μιλάμε γι' αυτό με σχήματα του λόγου. Οταν, ο μη γένοιτο, δίνουμε στο θάνατο φίλο ή συγγενή ή σύντροφο, ο θάνατος τον κρατάει όμηρο για να μας εκβιάζει. Αν πήρε το παιδί μας μάς εκβιάζει με ό,τι πολυτιμότερο. Δείτε όσους τούς εκβιάζει, πόσο συχνά αφαιρούνται ή μένουν μετέωρα τα λόγια τους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μόνιμη θέα στην περιοχή του ιερού. Και μάτια συχνά άδεια. Βλέπουν ό,τι δεν λέγεται, ό,τι δεν υπάρχει.
Δεν θα έγραφα τη "Λισαβόνα" αν δεν έπεφτα πάνω σε δυο χαροκαμένες μάνες, σε πεζοδρόμιο κοντά στο νεκροταφείο της Κω, να χτυπιούνται κυριολεκτικά στο έδαφος από τα γέλια, σαν τα μικρά κορίτσια που λένε ανέκδοτα έξω από το προαύλιο του σχολείου. Αν δείτε πόσο γλυκό πέφτει το φως του ήλιου στο μάτι μιας χαροκαμένης μάνας, θα καταλάβετε επίσης πως και ο μεγαλύτερος πόνος δίνει τα αντίδωρα της χαράς, τα μικρά, τα πιο δυνατά. Από αυτή την ύλη είμαστε καμωμένοι. Και παρ' όλο που οι πίκρες, όλες λίγο-πολύ επουλώνονται, είναι για τις ακραίες εντάσεις, για το γλυκόπικρο πιοτό, για το προνόμιο της αισθηματικής εγρήγορσης, που τις ξύνουν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι τις πληγές τους για να τις κρατούν ανοιχτές- μοιάζει σχεδόν με διαστροφή».

Οι χαρακτήρες αυτών των δύο, η συμπεριφορά τους, τι δείχνει; Πώς αντιδρούν;

«Ζουν ένοχα τις διακοπές τους, φοβούνται να ομολογήσουν πόσο άγρια τους διεκδικεί η ζωή, αλλά από την άλλη στην κάθε στροφή αυτού του ιδιότυπου bolero που είναι το έργο, είναι και περισσότερο βυθισμένοι στο δέος της αδυναμίας να χωρέσει τόσο πολύ χάος στο μυαλό τους, στην αδυσώπητη θέα του ιερού δηλαδή. Τι να κάνουν, φλυαρούν νομίζοντας ότι τα καταφέρνουν κάπως να δώσουν ένα κύρος στην ύπαρξή τους. Τα μόνα έγκυρα και αληθινά είναι τα αισθήματά τους, εντέλει».

«Είμαστε καρυδότσουφλα στη θάλασσα» θυμάται μια φράση του πατέρα του ο άντρας. Είμαστε έρμαια της τύχης, της μοίρας, ή παίζουν ρόλο η θέληση, οι επιλογές του καθενός;

«Εάν διερωτηθεί κανείς για το δίχτυ των βεβαιοτήτων που συνιστά την πραγματικότητα γύρω του -και μια βαθιά κρίση τον αναγκάζει να το κάνει- δεν είμαστε και περισσότερα πράγματα από καρυδότσουφλα. Είμαστε παιδιά, όρθιοι μέσα στους τάφους μας, αναπηδάμε να δούμε και φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, να ξεχάσουμε τον τρόμο μας. Οιδίποδες -ο εγκυρότερος μύθος για τον homo sapiens- και παίδες της τύχης, όπως το είπε ο Σοφοκλής».

Υπάρχει αρκετό χιούμορ στο έργο, σαν αντίβαρο στην καταχωνιασμένη-υπαινικτική αίσθηση της απώλειας που ακολουθεί και τους δύο. Το χιούμορ είναι μια λυτρωτική διαφυγή και άμυνα; Τι ρόλο παίζει για σας;

«Ενας λόγος που αγαπώ τους φίλους μου είναι το ότι με κάνουν παρέα, παρ' όλο που είμαι βαρετός, δίχως χιούμορ άνθρωπος εννοώ. Εκτός αν βρίσκομαι σε νοσοκομείο ή σε κηδεία. Οταν γύρω μου υπάρχει πόνος, τότε ξαφνικά μου περισσεύει ένα παράδοξο μεν αλλά, νομίζω, ευφάνταστο χιούμορ. Μία ξαδελφούλα μου, η Κλαίρη Μαυροειδή, από την πανεπιστημιακή κλινική του Ηρακλείου, τις τελευταίες μέρες της ζωής της μου περιέγραφε τους πόνους, το κορμί της σε σήψη σχεδόν, κι εγώ την έκανα να γελάει, αλλά να γελάει πολύ. Υστερα έκλεινα το τηλέφωνο, έκλαιγα, η αλήθεια χεσμένος από το φόβο μου. Αυτός είμαι».

**Στη «Λισαβόνα» παίζουν επίσης η Εύα Καμινάρη και ο Δημήτρης Θεοδώρου. Τα σκηνικά-κοστούμια είναι της Λέας Κούση. *


Ο γνήσιος πόνος ξανακάνει τη ζωή πραγματική
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΙΔΑΛΗ

Εντονη η γνώση και η παρουσία της Λισαβόνας, με συχνές αναφορές για δρόμους, γειτονιές, πλατείες, φαγητά. Τι σας γοητεύει προσωπικά στη Λισαβόνα, στους Πορτογάλους;

«Πρώτα με συγκίνησαν οι άνθρωποι, έπειτα η πόλη και η χώρα στο σύνολό της. Δυτικοί λαϊκοί άνθρωποι. Ταπεινοί. Νομίζω όχι ταπεινωμένοι. Δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι άνθρωποι. Ιστορικά ή πολιτιστικά περιβάλλοντα υπάρχουν, που επιτρέπουν να επικρατήσει το ένα ή το άλλο. Για να το πω με μια εικόνα, και τρεις Πορτογάλοι να κάθονται σ' ένα παγκάκι, αν σε δουν να πλησιάζεις, θα μαζευτούν, θα κάνουν χώρο να καθίσεις κι εσύ. Εδώ, και ένας μόνος του ή θα απλώσει τα πράγματά του, ότι δεν χωράτε, ή θα σηκωθεί να φύγει, γιατί το ήθελε μόνο για την πάρτη του. Δεν ήμασταν έτσι πριν από 30 χρόνια».

«Ολα είναι καημός», «ένας αναστεναγμός ο κόσμος», λέει κάποιες στιγμές ο άντρας, που φέρει πιο βαριά τον θάνατο του παιδιού. Είναι έτσι; Ευτυχία υπάρχει για κάποιες στιγμές; Τι είναι ευτυχία για σας;

«Οι περισσότεροι σήμερα δυστυχούν προσπαθώντας να διασφαλίσουν ένα είδος μονιμότητας στην ευτυχία. Στην πράξη, βέβαια, μονιμοποιούν ένα μπουκετάκι μίζερες φοβίες. Γι' αυτό νιώθω ισχυρό τροπισμό προς τα περιβάλλοντα γνήσιου πόνου. Εκεί η ζωή ξαναγίνεται πραγματική και απόλαυση ξανά -είτε ξέρουν να την ονομάσουν έτσι είτε όχι- ή ποίηση: η διαστολή του χρόνου, δηλαδή. Να πλατύνει μια στιγμή, να χωρέσει μέσα της μυριάδες μικρά φώτα συνειδητής εγρήγορσης. Αν ζεις με την ποίηση, ακόμη και σε αναπηρικό απέναντι από ένα ντουβάρι μπετόν, η ζωή είναι τρελά όμορφη. Να κλαις με αναφιλητά από την ομορφιά της».

Πρόσφατα κυκλοφόρησε η επιστημονικής φαντασίας νουβέλα σας «Το σκοτεινό νησί». Επειτα από μεγάλη καταστροφή και μόλυνση του περιβάλλοντος, σ' ένα απομονωμένο νησί όπου ζει ένας ηλικιωμένος αρχαιολάτρης ερημίτης, καταφτάνουν ένας νεότερος άντρας με τη φιλενάδα του. Η σεξουαλική διεκδίκηση του νεοφερμένου από τον ομοφυλόφιλο ερημίτη και η σκληρή κόντρα με τη φίλη του δείχνει ότι το μέλλον της επιβίωσης ανήκει στη... γυναίκα; Είναι ισχυρότερη η γυναίκα από τον άντρα;

«Το ερωτικό τρίγωνο είναι περισσότερο ένα πρόσχημα που προάγει την πλοκή, ένα παιχνίδι. Είναι οι εκδοχές του ίδιου προσώπου, μάλλον. Ετσι κι αλλιώς, τα στερεότυπα για το φύλο ή τη σεξουαλικότητα μου φαίνονται ήδη αναχρονιστικά. Από το άγχος της ανομβρίας το 2000 έστειλα το μυαλό μου στο απώτερο μέλλον και είδα ότι ακόμα και τότε η φυσική ροπή στον άνθρωπο είναι να πει "ας περνάω τώρα εγώ καλά κι οι επόμενοι ας κόψουν τον λαιμό τους". Νομίζω πρόκειται για αλληγορία. Ενας φίλος μού είπε ότι στο "Νησί" κάνω τη δική μου οριστική επιλογή της τέχνης, ότι η ηρωίδα μου Πέργαμοντ (η γη, η μαγεία, η γοητεία) είναι η τέχνη τελικά. Μου άρεσε αυτή η ερμηνεία, γιατί προσέχω ότι συχνά, ακόμη και ηλικιωμένοι επαγγελματίες καλλιτέχνες, την οριστική επιλογή δεν την έχουν κάνει. Δεν είναι εύκολη επιλογή η τέχνη».

21/02/2009                       Copyright © 2008 Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.