Παλαιός και σπουδαίος πανεπιστημιακός, όταν ακόμα τα συγγράμματα γράφονταν "με την οικονομία και την ακρίβεια" της αρχαΐζουσας, αφιερώνει το πόνημά του στην καλή του σύντροφο, την Πιπίτσα.
Τῇ ἐμῇ Πιπίτσῃ. (Με υπογεγραμμένες και οι τρεις δοτικές, οι δύο πρώτες με περισπωμένη.)
Στην Πιπίτσα μου.
Ένα πρώτο γελάκι, ναι.
Αλλά είναι και ένα αισθηματικό χνάρι, η χροιά μιας οικείας προσφώνησης: ο κύριος καθηγητής, ο οποίος, κλείνοντας πίσω του την εξώπορτα, πριν κρεμάσει καπέλο και πανωφόρι στον καλόγηρο, θα φωνάξει ένα ήσυχο "Πιπίτσα μου", για να τον ακούσει εκείνη από τα εσωτερικά δωμάτια, να του απαντήσει εξίσου καθησυχαστική, "ήρθες;".
Τῇ ἐμῇ Πιπίτσῃ. (Με υπογεγραμμένες και οι τρεις δοτικές, οι δύο πρώτες με περισπωμένη.)
Στην Πιπίτσα μου.
Ένα πρώτο γελάκι, ναι.
Αλλά είναι και ένα αισθηματικό χνάρι, η χροιά μιας οικείας προσφώνησης: ο κύριος καθηγητής, ο οποίος, κλείνοντας πίσω του την εξώπορτα, πριν κρεμάσει καπέλο και πανωφόρι στον καλόγηρο, θα φωνάξει ένα ήσυχο "Πιπίτσα μου", για να τον ακούσει εκείνη από τα εσωτερικά δωμάτια, να του απαντήσει εξίσου καθησυχαστική, "ήρθες;".