Ο Χέρμαν Μπροχ, γεννημένος στη Βιέννη το 1886, εβραϊκής καταγωγής, εργάζεται μέχρι τα σαράντα του σχεδόν στο υφαντουργείο του πατέρα του, όταν το 1925 αποφασίζει να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία. "Οι Υπνοβάτες" είναι η μυθιστορηματική τριλογία, με την οποία πρωτοεμφανίζεται (εκδίδεται το 1932) και η οποία συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες κατακτήσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας. Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τους ναζί, ο Μπροχ συλλαμβάνεται από την γκεστάπο, για να αποφυλακιστεί με τις ενέργειες φίλων του, ιδίως του Τζόυς. Στην Αμερική θα ολοκληρώσει το μεγαλύτερο έργο του, "Το Θάνατο του Βιργιλίου". Πεθαίνει το 1951 στο Νιου Χέηβεν.
Στον πρώτο τόμο των Υπνοβατών (1888, Πάσενοβ), παρόλο που έχουμε τη γραφή και τη δυναμική ενός πρωτοπόρου του εικοστού αιώνα, διατηρούνται ακόμα όλα τα χαρακτηριστικά της κλασικότροπης αφήγησης: η διάρθρωση της πλοκής, οι χαρακτήρες, ο (γραμμικός) άξονας του χρόνου, ο οικείος αφηγητής. Κατά διαστήματα ανοίγονται περίεργες ρωγμές, ο χρόνος της αφήγησης μοιάζει να διαστέλλεται ...επικίνδυνα, να αποκτά εσωτερικότητα και έναν τόνο ποιητικής σύγχυσης, αλλά όχι ακόμα τόσο, ώστε ένας σύγχρονος σήμερα αναγνώστης φέρ' ειπείν, αν δεν είναι εντελώς αρχάριος, να δυσκολεύεται στην ανάγνωση. Το αντίθετο, μάλλον.
[Πρόκειται για την ιστορία του Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, τον οποίο όπως γενικά τους δευτερότοκους γιους των γαιοκτημόνων τον κατευθύνουν προς μια καριέρα στο στρατό. Ο Γιόαχιμ δεν αντιδρά, εμφορείται μάλιστα οικεία βουλήσει από τα ξεπερασμένα ρομαντικά ιδεώδη του μιλιταρισμού της κεντρικής Ευρώπης της εποχής (τελευταίο τέταρτο δεκάτου ενάτου αιώνα), αλλά βιώνει και όλες τις αντιφάσεις που επιφυλάσσει ένας κόσμος που καταρρέει: παρά την προσωπική του εμμονή στη σωματική πειθαρχία, θα υποκύψει στη γοητεία της ελευθεριάζουσας -τηρουμένων των αναλογιών- Βοημής, της Ρουτσένα, παρά το σεβασμό του στο στρατό, θα μοιραστεί με μπόλικες βέβαια επιφυλάξεις μια φιλία με τον φον Μπέρτραντ, έναν που εγκατέλειψε τη θητεία του για να επιδοθεί στις επιχειρήσεις, και παρά τη διαρκή αμφισβήτηση προς τον αυταρχικό πατέρα του, όταν, ύστερα από το θάνατο του πρωτότοκου Χέλμουτ σε μονομαχία τιμής, ο πατέρας θα του υποδείξει να αφήσει καριέρα, να επιστρέψει στο πατρικό και να παντρευτεί την Ελίζαμπετ Μπάντεζεν, την κόρη των επίσης γαιοκτημόνων γειτόνων τους, (αλλά και γιατί οι υπόλοιπες σχέσεις του, με τη Ρουτσένα ή τον Μπέρτραντ, σταδιακά φτάνουν σε αδιέξοδο), ανόρεκτα, όμως με τελικά καλή προαίρεση ακολουθεί και πάλι το δρόμο της ζωής που χαράσσεται γι' αυτόν, ερήμην του.]
Ακόμα και με δεδομένο ότι μεγάλο μέρος της αξίας του εν λόγω κειμένου αποτελεί η καταγραφή ενός ιστορικού πλαισίου, άλλωστε το δηλωνει ο ίδιος ο Μπροχ στον τίτλο (...ή ο ρομαντισμός), νομίζω ότι και εδώ, όπως σε κάθε σημαντικό σταθμό της λογοτεχνίας, είναι πράγματα πολύ βαθύτερα που συνωθούνται μέσ' απ' τη γραφή, και σε τελική ανάλυση μεταρσιώνουν τον αναγνώστη.
Σελίδες που ξανοίγουν μπροστά σου έναν άλλο χρόνο.
(Όπως, π.χ.
στις σελ. 44-45, τα ανοιξιάτικα βράδια που διαρκούν περισσότερο από όσο ορίζει η αστρονομία,
120-123, το δωμάτιο των ξένων ή του κυνηγού,
169-170, η κρίση του πατέρα παρόντος του νευρολόγου,
177-178, ο Γιόαχιμ και η Ρουτσένα στις τουαλέτες του νυχτερινού κέντρου,
190-194, η Ελίζαμπετ και ο Μπέρτραντ στο σαλονάκι της κλινικής όπου νοσηλεύεται ο δεύτερος μετά το επιπόλαιο ακούσιο τραύμα από τη Ρουτσένα, και συζητούν για την πρόταση γάμου του Γιόαχιμ προς την Ελίζαμπετ,
201-202, η Ελίζαμπετ λέει το ναι στον Γιόαχιμ,
203, ο Γιόαχιμ αγωνιά όταν στη φαντασία του το πρόσωπο της Ελίζαμπετ μεταλλάσσεται σε τοπίο.)
Όσον αφορά στον αφηγητή, μοιάζει να είναι κάποιος γνώριμος του βασικού ήρωα, του Γιόαχιμ, κάπως αμήχανος όταν χρειάζεται να απομακρυνθεί -όχι συχνά- απ' αυτόν.
Και ορισμένα αποσμάσματα, ενδεικτικά της δυναμικής ιδιοφυΐας του Μπροχ:
(Σελ. 41) "...ο σωστός στρατιωτικός δεν αφήνει να προβάλλουν τα μανικέτια του πουκαμίσου του κάτω από τα μανίκια του χιτωνίου του, γιατί τα πάντα: η γέννηση, ο ύπνος, ο έρωτας και ο θάνατος, κοντολογής ότι είχε σχέση με τον κόσμο των πολιτών, ήταν κυρίως θέμα ασπρορούχων."
(Σελ. 153) "Οι παρυφές του κρατήρα του στόματος ήταν μαλακές, το άντρο της μύτης σκοτεινό, με μια λευκή κολόνα να το χωρίζει στα δυο, το αλσύλλιο των φρυδιών φύτρωνε σαν ένα μικρό μουστάκι και πίσω από το ξέφωτο του μετώπου, που ήταν χαρακωμένο από μόλις ορατά αυλάκια, άρχιζε το δάσος των μαλλιών."
(Σελ. 221) "Ήταν ξαπλωμένοι ακίνητοι και κοιτούσαν το ταβάνι του δωματίου, όπου διαγράφονταν φωτεινές κιτρινωπές λουρίδες από τις σχισμές των παντζουριών, μοιάζοντας λίγο με τις θωρακικές πλευρές ενός σκελετού."
Η μετάφραση του Κώστα Κουντούρη, προσεγμένη, το σημείωμα (Μωρίς Μπλανσό) και τα υπόλοιπα συνοδευτικά, φροντισμένα.
(Εκδόσεις ΜΕΔΟΥΣΑ / ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, μετ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 222, 1991.)