Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες ανήκει στα πιο σημαντικά και πρωτότυπα μυθιστορήματα του συγγραφέα, κατά την εκτίμηση των μελετητών του. Αδιαμφισβήτητα οι μεγάλες αρετές του Λιόσα είναι παρούσες και εδώ: η οικονομία (σε μικρή και μεγάλη δομή), ο εγκιβωτισμός των επιμέρους ιστοριών που δεν ανακόπτει την κύρια ροή, η ικανότητα του συγγραφέα να ανεβάζει από το ασυνείδητο όσο και να διατάσσει το υλικό του στον ειρμό της εκτενούς αφήγησης.
Στο παρόν, επίσης, εντυπωσιάζει η ισόρροπη εναλλαγή των δύο –διαφορετικού ύφους- αφηγήσεων, του κύριου αφηγητή και του «ιστορητή». Ο Λιόσα, πράγματι, και γνωρίζει όσο λίγοι το μυθιστόρημα ως είδος λογοτεχνικό, και πειραματίζεται με τη φόρμα του, και με φανερή άνεση του αφιερώνει και δεξιοτεχνία και τέχνη πολλή.
Ο βασικός αφηγητής -ο Λιόσα αυτοπροσώπως-, από μια φωτογραφία «ιστορητή» της φυλής των Ματσιγκένγκα του Αμαζονίου, θα ανατρέξει στη νεανική φιλία του με τον εβραϊκής καταγωγής Σαούλ Σουράτας, εκείνον που πρώτος τού έδωσε πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω φυλή και το θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζουν οι «ιστορητές» στη συνοχή και τη συνείδηση της ταυτότητας των μελών της. Οι Ματσιγκένγκα μετακινούνται συνεχώς, κατά οικογένειες, ο «ιστορητής» περιφερόμενος και αυτός, αλλά μόνος του, μεταφέρει τη μνήμη του παρελθόντος της φυλής, αλλά και από τη μια οικογένεια στην άλλη, καθώς τις συναπαντά στο διάβα του, τα γεγονότα / τις ειδήσεις του παρόντος τους. Οι εξιστορήσεις του, που ενίοτε διαρκούν μέχρι και πολλές ώρες, είναι ό,τι συναρπαστικότερο για τους ακροατές του. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε πως ο Λιόσα βρήκε τη δίοδο προς μια πολύ ενδιαφέρουσα -αν μη τι άλλο- αλληγορία σχετικά με την αφήγηση / λογοτεχνία και τις λειτουργίες της.
Μερικά αποσπάσματα:
Σελ. 114, «Όμως στο σπίτι υπήρχε μια άλλη κοπέλα που δεν ήτανε, ίσως, γυναίκα αλλά ένα ιτόνι, αυτός ο άτακτος διαβολάκος. Τώρα ντύνεται περιστέρι, τότε όμως ντυνότανε γυναίκα. Λύσσαξε απ’ το θυμό του, φαίνεται, όταν είδε τα δώρα του Κασίρι στους καινούργιους συγγενείς του. Η κοπέλα εκείνη θα ήθελε να γινότανε δικός της άντρας, θα ήθελε να γεννούσε εκείνη τον ήλιο. Γιατί η γυναίκα του φεγγαριού είχε γεννήσει ένα γεροδεμένο αγόρι που μεγαλώνοντας θα έδινε ζέστη και φως στον κόσμο μας. Για να δείξει σε όλους την οργή της, έβαψε το πρόσωπό της κόκκινο, με μπογιά από ατσιότε. Και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά του μονοπατιού απ’ όπου ο Κασίρι θα περνούσε γυρνώντας από το χωράφι με τη γιούκα. Κάθισε ανακούρκουδα, άδειασε το σώμα της. Έσπρωχνε δυνατά, φούσκωνε την κοιλιά της. Ύστερα έχωσε τα χέρια της στις βρομιές και περίμενε ξεχειλίζοντας από οργή. Όταν τον είδε να πλησιάζει, όρμησε πάνω στον Κασίρι, ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Και πριν το φεγγάρι μπορέσει να ξεφύγει, του πασάλειψε το πρόσωπο με τα κακά που μόλις είχε κάνει.»
Σελ. 129, «Χάρη στον Τασουρίντσι, το σεριπιγάρι με τις πυγολαμπίδες, ποτέ μου δε βαριέμαι όταν ταξιδεύω. Ούτε νιώθω θλίψη. «Πόσα φεγγάρια ακόμα θα περάσουνε ώσπου να συναντήσω τον πρώτο άνθρωπο που περπατάει», σκέφτομαι. Αντί γι’ αυτό, κάθομαι κι ακούω. Και μαθαίνω. Ακούω με προσοχή, όπως έκανε και κείνος. Με προσοχή, με σεβασμό, ακούω. Μετά από λίγη ώρα η γη λύνεται και μιλάει. Όπως λύνεται η γλώσσα όλων μας στη ζάλη. Πράματα που δεν τα βάζει ο νους σου, μιλάνε. Να τα : μιλάνε. Τα κόκαλα, τ’ αγκάθια. Τα βότσαλα, οι λιάνες. Τα κλωνάρια και τα φύλλα που βλασταίνουνε. Ο σκορπιός. Τα μυρμήγκια στη σειρά που τραβάνε μια αλογόμυγα στη μυρμηγκοφωλιά. Η πεταλούδα με το ουράνιο τόξο στα φτερά. Το κολιμπρί. Μιλά ο ποντικός σκαρφαλωμένος στο κλαδί και μιλάνε οι κύκλοι του νερού. Ακίνητος, ξαπλωτός, δίχως ν’ ανοίξει τα μάτια, ο ιστορητής αφουγκράζεται προσεκτικά.»
Σελ. 130, «Μια φορά πήγε να επισκεφτεί την αδερφή του, την Παρένι. Όταν αρχίσανε να πίνουνε μασάτο, καθισμένοι στις ψάθες, εκείνος τη ρώτησε για τα παιδιά της. «Παίζουνε κει κάτω, σκαρφαλωμένα στο δέντρο», είπε εκείνη. «Πρόσεχε μη γίνουνε μαϊμουδάκια», γέλασε ο Πατσακάμουε. Και πριν καλά καλά το πει, εκείνα που ήτανε παιδιά, είχανε πια γούνα, είχανε πια ουρά, ξεκουφαίνανε τον κόσμο με τις τσιρίδες τους. Κρεμόντουσαν απ’ τα κλαδιά με τις ουρές τους, κάνανε κούνια ευχαριστημένα.»
Σελ. 132, «Ο Γιαγοντόρο, ατάραχος, συνέχιζε να κόβει το κεφάλι από το πτώμα του Πατσακάμουε. Ύστερα έχωσε στο κεφάλι δυο αγκάθια από φοίνικα, ένα κατακόρυφα, ένα οριζόντια, και το έθαψε σ’ ένα μυστικό μέρος. Ξέχασε όμως να του κόψει τη γλώσσα κι αυτό το λάθος το πληρώνουμε ακόμα, έτσι φαίνεται. Γιατί αυτή η γλώσσα μερικές φορές μιλάει κι αναστατώνει την τάξη των πραγμάτων. Πού είναι θαμμένο εκείνο το κεφάλι κανένας δεν ξέρει. Εκείνος ο τόπος βρομοκοπάει σάπιο ψάρι, έτσι λένε. Και οι φτέρες τριγύρω αχνίζουνε πάντα, σαν φωτιά που σβήνει.»
Σελ. 185, «Αν χάνει την υπομονή του (ο άνθρωπος), αν βιάζεται, ο κόσμος αναστατώνεται, έτσι φαίνεται. Και η ψυχή πέφτει σε έναν ιστό από λάσπη. Αυτό είναι η σύγχυση. Είναι το χειρότερο, έτσι λένε. Σε τούτο τον κόσμο, και στην ψυχή του ανθρώπου που περπατά. Τότε δεν ξέρει τι να κάνει, πού να πάει. Δεν ξέρει πώς να τα βγάλει πέρα, τι να κάνω; Τι πρέπει να κάνω; Λέει. Τότε οι διαβόλοι, μεγάλοι και μικροί, ανακατεύονται στη ζωή του και παίζουνε μαζί της.»
Με φροντίδα τα ελληνικά της μετάφρασης.
[Μάριο Βάργκας Λιόσα: Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες, μυθιστόρημα, μετ. Τατιάνα Ραπακούλια, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, σελ. 235.]