athens voice, 28/01/2013, city news and voices.

Όπως όλα τα φαινόμενα σε τούτον τον πλανήτη, έτσι και ο λαϊκισμός από τόπο σε τόπο εμφανίζει παραλλαγές, μικρές ή μεγαλύτερες ιδιομορφίες.
Δεν είμαι για κάποιον λόγο ειδικός, αντιλαμβάνομαι το πράγμα κυρίως από άποψη αισθητική. Ήμουν είκοσι ενός το 1981 όταν άρχιζε ο εκτραχηλισμός του ντόπιου λαϊκισμού, μεγαλώνω (όπως όλοι) έκτοτε μαζί του, εκείνος –η αλήθεια– με τερατώδη αυξητικό ρυθμό, την τελευταία τριετία ιδίως και όσο περιφέρεται ανά τις ρούγες της χρεοκοπημένης πατρίδας λυτός, πελώριος κι αλαφιασμένος, γκρεμίζοντας ό,τι τελευταίο απόμεινε όρθιο. Κτήνος θηριώδες. Από την άλλη, βέβαια, κατανοώ ότι δε γίνεται να υπάρξει σύγχρονη κοινωνία δίχως κάποια μορφή λαϊκισμού. Ας πούμε ότι ο δικός μας έχει πρόβλημα διαστάσεων (δεν τον χωράει πια ο τόπος), ότι τον κανακέψανε υπέρ το δέον πολιτικάντηδες και τηλεοράσεις, όμως, από την άλλη, είναι επίσης άδικο να μη γίνεται λόγος για τα ιθαγενή πολιτιστικά χαρακτηριστικά του, τη γνήσια νεοελληνική κοψιά του. Αλλά, ας βάλω μία τάξη.

Πρώτ’ απ’ όλα οι όροι: από το ουσιαστικό λαός (με τη στενότερη έννοια: τα φτωχότερα στρώματα) το επίθετο λαϊκός, αυτός που ανήκει στο λαό, κι από το λαϊκός το λαϊκίζω, μιμούμαι τον λαϊκό· κατ’ επέκταση κολακεύω (επαινώ υστερόβουλα προκειμένου να υφαρπάξω εύνοια / ψήφο / κατανάλωση από) τον λαϊκό, σωστότερα, τον λαϊκής προέλευσης μικροαστό. Γιατί ανάμεσα στον λαϊκό (να φέρουμε στο νου τις κινηματογραφικές γειτονιές ίσαμε το ‘60) και το μικροαστό απόγονό του (τα τηλεοπτικά διαμερίσματα των πολυκατοικιών μετά το ’70) χάσκει χάσμα βαθύ.
Εκείνος ο παλιός λαϊκός, (πολιτιστικά αυτάρκης και ισόρροπος), όταν τον κολάκευες, σε κοίταζε ακόμα με μισό μάτι, μπορεί και σε διαολόστελνε. Ο απόγονός του, αντίθετα, (πολιτιστικά ανασφαλής και συμπλεγματικός), απαιτεί με κάθε τρόπο την κολακεία. Κυρίως να του καταπραΰνουν το αίσθημα μειονεξίας για το χαμηλό επίπεδο αισθητικής καλλιέργειας, που ο ίδιος –και σωστά– εκλαμβάνει (διαισθητικά) ως απόδειξη της κακής αστικοποίησής του.
Αρκεί να αναλογιστούμε (ρητορικό το ερώτημα) αν υπήρξε μαζική νεοελληνική απέχθεια εντονότερη από εκείνην προς τους «κουλτουριάρηδες». Όπως το διαλάλησε και ο μακαρίτης Ανδρέας Παπανδρέου (όταν με την παρουσία της κυρίας Λιάνη στο πλευρό του κατάφερνε επιτέλους να προσεγγίσει το ίνδαλμά του, την Εβίτα Περόν): μπορεί να μην έχετε τον τρόπο να σκεφτείτε, να σταθείτε, να μιλήσετε, όμως, ιδού το παράδειγμα, ακόμα κι έτσι μπορεί να βρεθείτε στην υψηλότερη κοινωνική θέση. Λίγα χρόνια αργότερα ο εθνικός τηλεοπτικός χιουμορίστας την είχε προσκαλεσμένη –τιμής ένεκεν στο κέντρο της πρώτης σειράς των θεατών του–, εκείνην ως πρέσβειρα της λαϊκής συνείδησης, να αποδοκιμάσουν από κοινού το απεχθέστατο τότε πρόσωπο της κυρίας Σημίτη. Μαγική στιγμή.
Σκιαγραφώ, ήδη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ντόπιου κτήνους. Όταν, φέρ’ ειπείν λογίζεται «δικός μας, άνθρωπος του λαού» ο καπετάν – Τάδε, παρόλο που πάμπλουτος εφοπλιστής με το προσωπικό του τζετ αλωνίζοντας τον πλανήτη, με βίλες σε Ακτές και σε Άλπεις, όμως ανάμεσα στους «δικούς μας» γιατί είναι του δημοτικού, αγροίκος, τζαναμπέτης ακόμα κι απ’ τη στάση του σώματος ή μια γκριμάτσα σε όποια φωτογραφία.
Συλλέκτης τα τελευταία χρόνια σιντί και ντιβιντί βραζιλιάνικης μουσικής, δεν ξεχνώ το σοκ, –δινόταν σαν μια δευτερεύουσα πληροφορία–, σε φιλμ αφιερωμένο στον Σέου Ζορζ (Seu Jorge), τον τραγουδιστή, ανάμεσα σε πολλά, ότι έκανε άστεγος οκτώ χρόνια, κι ότι συχνά ξάπλωνε για τον ύπνο στην ίδια δημόσια τουαλέτα με τη μάνα του, επίσης άστεγη. Σήμερα, ευγενής, με παρουσιαστικό σύγχρονου εύπορου αστού, καθόλου να μοστράρει θέλω να πω την προέλευση ή το παρελθόν του. Και πολλοί, λαϊκά είδωλα επίσης της βραζιλιάνικης μουσικής, να κινηματογραφούνται στα σπίτια τους, εντυπωσιακές επαύλεις, οι ίδιοι ξεναγώντας τις κάμερες σε σαλόνια και πισίνες και κήπους δίχως ίχνος άγχους μην προξενήσουν φθόνο. (Ρητορικό και πάλι το ερώτημα: είδαμε ποτέ Έλληνα από τους ποιοτικούς καλλιτέχνες, και ορισμένους πλούσιους –τους ξέρουμε, όχι σε ένα δωμάτιο – γραφείο, συνολικά στο σπίτι του;)
Θυμάμαι την έκφραση του πατέρα μου στο τραπέζι ενώ τρώμε και ανακοινώνει στη μάνα μου τη συμβουλή πλούσιου συνάδελφού του, στην περίπτωση που κάνει καμιά αγορά, να την κάνει μακριά από το νησί, στην Αθήνα. Μακριά απ’ τα μάτια του κόσμου. Και για να επιστρέψω στη μάνα του Σέου Ζορζ, όταν κάποτε εδώ οι εφημερίδες δημοσίευαν τις υψηλές αμοιβές τηλεοπτικού αστέρα, αυτός για να μαϊνάρει το λαϊκό φθόνο διηγιόταν που η μάνα του για να τον θρέψει έπλενε σκάλες!
Αν έχεις λαϊκή καταγωγή, κι ακόμα καλύτερα αν παραμένεις άνθρωπος δίχως αστική αγωγή, και λαμόγιο και απατεώνας και εγκληματίας ακόμα, μη σκας, η λαϊκή εύνοια θα σε συνοδεύει αταλάντευτη.
Στη Βραζιλία και στην υπόλοιπη λατινική Αμερική λαϊκισμός είναι οι σαπουνόπερες, το κιτς εν γένει. Με παρεμφερείς μορφές, ηπιότερος, και στην υπόλοιπη δύση. Ο αυτοδημιούργητος, ο βασιλιάς του κρεμμυδιού, του σιμιτιού κ.τ.λ., η σταχτοπούτα, η pretty woman, αλλά και η πριγκίπισσα που καταδέχεται ή γοητεύεται από τους κοινούς θνητούς, ακόμα και το star system στο βαθμό που νομιμοποιεί ή κωδικοποιεί τρόπους της κοινωνικής ευρυθμίας. Σε μας το παραμύθι παραμένει πεισματικά το ίδιο: η πριγκίπισσα Νταϊάνα (κι ας ήταν πλουσιότερη και αριστοκρατικότερης καταγωγής από τον Κάρολο) είναι μια φτωχιά νηπιαγωγός, την οποία μισεί η πλούσια πεθερά της, η κακιά Τασσώ – Ελισάβετ.
Μου έλεγε άτομο του εκδοτικού χώρου πόσο εκτιμά συγγραφέα, ο οποίος στα νιάτα του, άπορος, έτρωγε από κάδους σκουπιδιών. Τον ρώτησα αν τον εκτιμά ως άνθρωπο ή ως συγγραφέα (και ο λόγος γιατί σε άλλη στιγμή μού είχε εκμυστηρευτεί ότι δε διάβασε ποτέ σελίδα του). «Όχι», εξανέστη, «ως εξαιρετικό συγγραφέα, βέβαια!».
Ακούω ότι συγγενικός με το δικό μας είναι ο λαϊκισμός στα υπόλοιπα κράτη της Εγγύς Ανατολής, τα προερχόμενα από την παλιά οθωμανική αυτοκρατορία. Υπανάπτυξη, κακή αστικοποίηση, ουσιαστική απουσία αστικής τάξης, λούμπεν υποκουλτούρα και μίσος προς το κέρδος. Δεν αποκλείεται, γιατί και τον καφέ και την κουζίνα που τα λέμε ελληνικά με μικρές παραλλαγές απαντώνται τα ίδια και εκεί.
Όμως, το ότι η Τασσώ –Ελισάβετ στο τέλος θα πάθει εγκεφαλικό από την πολλή κακία της, θα τινάξει τα πέταλα, κι αφού τα τινάξει, η πονηρή γατούλα Νταϊάνα θα της πάρει τη θέση, θα γίνει εκείνη βασίλισσα, αυτό –νομίζω– είναι αδιαμφισβήτητα μόνο δικό μας.

Υ.Γ. Και μία φιλολογική προβοκάτσια: η κύρια πρώτη σημασία της λέξης λαός (στον Όμηρο) είναι στρατός, διατεταγμένη κοινωνία με άλλα λόγια.