Από το μπαλκόνι του πατρικού μου στη Βασιλέως Παύλου. |
Athens Voice, τεύχος: 444 - 10/07/2013
Η Κως, νησί με μαλακό φυσικό ανάγλυφο, φιλοξενούσε ανέκαθεν ανάλογου, ήπιου χαρακτήρα τρόπους της ζωής, όπως και με ανοχή ποικίλους, διαφορετικούς κόσμους.
Μια βόλτα στην πόλη, και από τον ιδιότυπο συγκρητισμό των μνημείων της, τις ορθόδοξες εκκλησιές μαζί με την καθολική μητρόπολη, τα τζαμιά, τη συναγωγή, τη λαϊκή νησιωτική αρχιτεκτονική μαζί με τα ιταλικά δημόσια κτίρια, το κάστρο των Ιπποτών, τα παλαιοχριστιανικά ερείπια μαζί με την Κάζα Ρομάνα, το ρωμαϊκό ωδείο, τα αρχαιολογικά πάρκα και το Ασκληπιείο, και μόνο από το συγκερασμό όλων αυτών, ο επισκέπτης της πόλης μπορεί να εικάσει τη συνειδητή ή ασύνειδη πολυπολιτισμική ανεκτικότητα των κατοίκων της.
Η γιαγιά μου έλεγε πως στα παλιά χρόνια σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας σύσσωμος ο πληθυσμός ακολουθούσε τη λιτανεία πρώτα του μητροπολίτη, έπειτα του ραβίνου, στο τέλος του χότζα, «κι οποιανού έπιανε η ευχή», όποιου εισακουγόταν η δέηση.
Γειτόνισσα και καλή της φίλη ήταν η Ζουλιέτα Μενασέ, εβραία με καταγωγή από τη μικρασιατική Μέλασσο, σπουδασμένη στο προπολεμικό Παρίσι –οι περίπλοκες μαγειρικές του σπιτιού μας ήτανε πάντοτε δικές της συνταγές–, μαζί με τους υπόλοιπους εβραίους του νησιού έφτασε ως τα κρεματόρια, σώθηκε όμως κι έσωσε την οικογένειά της λόγω του τουρκικού διαβατηρίου της, βέβαια έκτοτε με κλονισμένη ψυχική υγεία. Η μεγάλη κόρη της, η Ρενάτα, ήτανε συμμαθήτρια κι επίσης στενή φίλη της μάνας μου, και τα καλοκαίρια ενώνονταν στα παιχνίδια μας, στην αυλή της συναγωγής και στο γειτονικό αρχαιολογικό πάρκο, τα εγγόνια της από το Ισραήλ, η Μύριαμ, ο Νώε, η Κίττυ.
Τις Παρασκευές αντιλαλούσαν στον ουρανό της πόλης τα καλέσματα για προσευχή των μουεζίνηδων από τους μιναρέδες. Μόνο άντρες στα τζαμιά. Έπλεναν τα πόδια τους κι έμπαιναν ξυπόλυτοι στον κυρίως ναό.
Η Φροσύνη, αδελφή της γιαγιάς και νονά μου, διηγιόταν συχνά πόσο «σεβαστικοί» ήταν οι καθολικοί στις ιεροτελεστίες τους, πόσο εντυπωσίαζε τους ντόπιους η ευσέβεια των Ιταλών.
Θέλω να πω, πέρα από τις φυσικές δυνατότητες του νησιού και τις απαραίτητες υποδομές για την τουριστική ανάπτυξη, διόλου ευκαταφρόνητες, και προτού δελεαστούμε από την προσδοκία του κέρδους, που κι αυτό άργησε να συμβεί, η παράδοση της ανοχής ήταν που έδωσε την αναγκαία αρχική ώθηση για την καλή υποδοχή των τουριστών, εκείνων των πρώτων ηλικιωμένων με τα ελαφρά και φωτεινά ρούχα, ή των νεαρών που ποδηλατούσαν μέσα στην πόλη με φυσικότητα ημίγυμνοι. Ένας καλός τρόπος να διακρίνουμε τους εαυτούς μας από τους υπόλοιπους Έλληνες ήταν στο καφενείο, εμείς χαιρόμασταν τη Βαβέλ γύρω μας, κάθε τραπέζι κι άλλη γλώσσα, οι μη ντόπιοι δυσανασχετούσαν επιδεικτικά.
Όταν πέθανε ο Μισέλ Μενασέ, ο τελευταίος εβραίος της Κω, ο ραβίνος που κατέβηκε από την Αθήνα για το ξόδι, συγκινημένος από τη μεγάλη προσέλευση κόσμου στην κηδεία, φώναξε απευθυνόμενος στον εκλιπόντα: «Για να ’ναι τόσοι πολλοί σήμερα εδώ γύρω σου, έζησες ευτυχισμένος, δεν έζησες ξένος ανάμεσα σε ξένους».
Τις προάλλες μια ώριμη στην ηλικία καμαριέρα μού έλεγε ενθουσιασμένη, «Μα να δεις, Αντώνη μου, τι όμορφοι μπαμπάδες, κι εκείνο το αγοράκι, το παιδάκι τους, μα τι χαριτωμένο», για ένα ομόφυλο ζευγάρι και το παιδί τους, τουρίστες στο ξενοδοχείο όπου εργάζεται.
Στην Κω δύσκολα κάποιος νιώθει ξένος, ακόμα κι αν έφτασε χτες.
Και είναι αυτό που εννοώ όταν δηλώνω με καμάρι πως είμαι γνήσιο παιδί του τουρισμού.
(Η φωτογραφία, από τον αδερφό μου Θανάση.)