Athens Voice, 16/07/2013.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες το ψάρι (η κοινωνία) βρομάει από το κεφάλι (από την ηγεσία της), ή μήπως το αντίθετο, το ψάρι έχει το κεφάλι που του αξίζει;
Πάνε μερικά χρόνια –προ χρεοκοπίας ακόμα–, που σε περίοδο δημοτικών εκλογών φίλος πολιτευτής, υποψήφιος δήμαρχος, σε μια ανάσα του αγώνα του μου εκμυστηρεύτηκε περίσκεπτος: «Είστε ένα μικρό κομμάτι όσοι δε θα μας ψηφίσετε αν σας χτυπήσουμε την πόρτα προεκλογικά. Η πλειοψηφία απαιτεί το αντίθετο. Αλίμονο αν δεν τους επισκεφτείς. Και οι περισσότεροι σου ζητάνε εκδουλεύσεις που δε γίνεται να ικανοποιήσεις, σε κοιτάνε, ξέρουν ότι τους λες ψέματα, αλλά θέλουν να σ’ ακούσουν να τα λες! Με κάποιο τρόπο να τους αποδείξεις ότι είσαι άτομο με μειωμένο αυτοσεβασμό.» Τον παρηγόρησα, είχε πράγματι χαρίσματα ηγετικά, και άλλος δρόμος για την πολιτική δεν υπήρχε. «Το χειρότερο», κατέληξε, «δεν ακούω τίποτα άλλο παρά να συνεχίσω τα “καλά” του προηγούμενου, σαν να λέμε διορισμούς, ρουσφέτια, τέτοια».
Ένας Έλληνας πολιτευτής για να σταδιοδρομήσει πρέπει να τα καταφέρει στη μικροπολιτική, να τα βγάλει πέρα σαν πολιτικάντης. Να διεισδύσει σ’ αυτό το γκροτέσκο κακέκτυπο κράτους, να «τακτοποιήσει» κόσμο, τους δικούς του πελάτες - ψηφοφόρους, παράλληλα να διασφαλίσει προστασία από τη χαοτική πολυνομία και τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία προς όσους της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς ζητούν την εύνοιά του, – με το αζημίωτο μαύρο πολιτικό χρήμα εννοείται. Το γνωρίζουμε καλά όλοι: όποια πέτρα και να σηκώσουμε σ’ αυτό τον τόπο από κάτω είναι το κράτος. Το κράτος οπερέτα, αλλά ταυτόχρονα το φαύλο κράτος. Το φαυλεπίφαυλο κράτος. Να το λέμε νέτα σκέτα φαυλεπίφαυλο. Να κακίσουμε τους πολιτικάντηδες ή μήπως και τους εαυτούς μας για το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας ζωής; Εντάξει, μόνο που και πάλι συγχέουμε τα αποτελέσματα με τις αιτίες.
Στο νεοελληνικό κράτος από καταβολής του την υποτυπώδη αστική τάξη υποκαθιστούσε το πολιτικό προσωπικό, ουσιαστικά αδέσποτο, από την άλλη, η κοινωνία συνέχιζε να αντιλαμβάνεται το δημόσιο χώρο περίπου σαν βιλαέτι (δίχως Τούρκους και σουλτάνο), το δημόσιο πλούτο σαν κάτι που περίπου διατίθεται για πλιάτσικο. Όταν η διεθνής συγκυρία το ευνοούσε, και συνήθως ύστερα από μεγάλους πολέμους ή καταστροφές, μαζί και το συλλογικό ένστικτο της επιβίωσης, κάποτε και η σωτήρια (πρώτα για τα δικά τους συμφέροντα) παρέμβαση των ξένων, επιβαλλόταν κάποια συνετή ηγετική ομάδα, ακολουθούσε μία περίοδος - ξέφωτο, κάτι σαν περίοδος ακμής. Την τελευταία τριακονταετία, πολιτική τάξη και κοινωνία, με μικρές εξαιρέσεις, οδηγηθήκαμε σταδιακά στην απόλυτη παρακμή, στη επιδίωξη της πλήρους ακυβερνησίας. Δε σπαταλήσαμε μόνο τη μοναδική ίσως ευκαιρία που είχε αυτός ο τόπος μετά από πολλούς αιώνες να ξαναβρεθεί στο προσκήνιο της ιστορίας του κόσμου, ό,τι ονομάζουμε με τη λέξη εξευρωπαϊσμός, το χειρότερο χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα, πρώτα φουσκώσαμε αφύσικα πολύ, κι ύστερα θεωρήσαμε κεκτημένο εσαεί τον εκ της τρόμπας νέο όγκο μας.
Εξ ου και η δεκαετία των υποκοριστικών (Κωστάκη και Γιωργάκη). Στις δημοκρατίες, οι γόνοι, από βαθιά ψυχολογική ανάγκη να αποκτήσουν λαϊκή νομιμοποίηση, ανασφαλείς, είναι αυτοί που κυρίως επιδίδονται στην κολακεία του λαού, στο λαϊκισμό, και άρα εγγυώνται την περισσότερη ακυβερνησία. Θυμάμαι τη λεπταίσθητη ειρωνεία των ξένων φίλων, το γελάκι που μόλις διαφαινόταν στην άκρη των χειλιών τους. Ποια ήταν αυτή η ευρωπαϊκή και δημοκρατική και αναπτυγμένη χώρα με τον τόσο νεποτισμό; Η ξιπασμένη με ΟΝΕ και ολυμπιακούς κιόλας; Πότε άλλοτε σε κράτος, όχι στο βάθος της Ασίας και κατ’ επίφαση δημοκρατικό, και μετά από εκλογές μάλιστα, κυβέρνησαν πρώτα ένας ανιψιός κι απολύτως συνονόματος κι ύστερα ένας γιος και μαζί εγγονός πρωθυπουργών; Άσε που λαοπρόβλητοι και οι δυο τους!
Οι κοινωνίες όταν κυβερνιούνται πραγματικά, ακμάζουν. Αναπτύσσεται επίσης τότε η αντίστοιχου κύρους αντιπολίτευση, για το λόγο ότι διακυβέρνηση σημαίνει υποχρεωτικά συγκρούσεις και σκληρές πολιτικές επιλογές. Τις ίδιες περιόδους, γιατί η ζωή αποχτά αυθεντικότητα, προκύπτει δυναμική, πρωτότυπη και πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή. Ποια ήταν η αντιπολίτευση ή οι τέχνες επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Μάης του ’68 επί Ντεγκόλ, το νέο αγγλικό σινεμά επί Θάτσερ, τώρα η αντιπολίτευση στον Ερντογάν, και σε αντιπαραβολή ποιος ο Δεκέμβριος του 2008 του Κωστάκη ή το θλιβερό μείγμα βουλής των εφήβων και αποστηθισμένων εκθέσεων για πανελλήνιες των αγανακτισμένων του Γιωργάκη… Θέλει ισχυρή βούληση, αίσθηση της οικονομίας και του μέτρου σχεδόν έμφυτη για να πορευτεί κανείς κόντρα στην αδράνεια μιας κοινωνίας, να την πείσει να κυβερνηθεί, να την κυβερνήσει. Και έχει πάντοτε κόστος. Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τόσα χρόνια μετά το θάνατό του υπάρχουν ακόμα πολλοί που τον μισούν, πάρα πολλοί, τον ανιψιό του τον Κωστάκη δεν τον μίσησε ούτε ένας.
Ανήκω στο σινάφι των παραμυθάδων, των συγγραφέων. Εμείς στεκόμαστε παραέξω, στην αυλή. Διασκεδάζουμε ή συγκινούμε τον κόσμο τόσο καλύτερα, όσο σωστότερα τηρούν οι πολιτικοί τους λογαριασμούς του ταμείου, με όσο περισσότερο πραγματισμό κυβερνούν. Το άκρον άωτον της παρακμής: παρατήσαμε τις δουλειές μας, όχι μόνο συγγραφείς, κόσμος πολύς, στεκόμαστε κάτω από τα παράθυρά τους, τους χαζεύουμε στα μικροπολιτικά τερτίπια τους, περιδεείς και διστακτικούς απέναντι στο κομμάτι της κοινωνίας που συνεχίζει να τρίζει τα δόντια μην τυχόν του πειράξουν τη βολή. Μα αν δουν λίγο προσεκτικότερα, εδώ και τρία χρόνια αυτό το πλήθος είναι δυνάμει όχλος, είναι μαύρη τρύπα. Όποιος το κανάκεψε, από το ίδιο αυτό πλήθος απαξιώθηκε και εξαφανίστηκε: ο Γιωργάκης και το ΠΑΣΟΚ, ο Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ, ο Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ. Ποιοι έχουν σειρά, άραγε, το ξέρουν; Μην κοιτάνε αλλού, μην κουνιούνται, μην αλλάζουν θέμα. Το να κυβερνήσουν σημαίνει μόνο ένα πράγμα: να κάνουν το φαυλεπίφαυλο μικρότερο. Και ο φαύλος και ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας του κράτους είναι ευθέως ανάλογοι της έκτασής του.
Άιντε, κυβερνήστε εσείς με το καλό, να δούμε να πάρουμε κι εμείς το δρόμο πίσω για τις δουλειές μας. Θα σας εκτιμούμε άλλοι, άλλοι και θα σας ψηφίζουμε και θα σας μισούμε, άλλοι μόνο θα σας μισούμε, όμως θα σηκωθούμε επιτέλους από τις καταθλιπτικές τηλεοράσεις, τις μέρες μας θα μοχθούμε, τις νύχτες μας θα ερωτευόμαστε, τέλος πάντων θα βάλουμε μπροστά και πάλι τη ζωή μας.
Κάντε εσείς οι πολιτικοί πραγματική τη ζωή, αναλαβαίνουμε ύστερα εμείς, συγγραφείς και λοιποί της τέχνης, να την κάνουμε και αληθινή.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες το ψάρι (η κοινωνία) βρομάει από το κεφάλι (από την ηγεσία της), ή μήπως το αντίθετο, το ψάρι έχει το κεφάλι που του αξίζει;
Πάνε μερικά χρόνια –προ χρεοκοπίας ακόμα–, που σε περίοδο δημοτικών εκλογών φίλος πολιτευτής, υποψήφιος δήμαρχος, σε μια ανάσα του αγώνα του μου εκμυστηρεύτηκε περίσκεπτος: «Είστε ένα μικρό κομμάτι όσοι δε θα μας ψηφίσετε αν σας χτυπήσουμε την πόρτα προεκλογικά. Η πλειοψηφία απαιτεί το αντίθετο. Αλίμονο αν δεν τους επισκεφτείς. Και οι περισσότεροι σου ζητάνε εκδουλεύσεις που δε γίνεται να ικανοποιήσεις, σε κοιτάνε, ξέρουν ότι τους λες ψέματα, αλλά θέλουν να σ’ ακούσουν να τα λες! Με κάποιο τρόπο να τους αποδείξεις ότι είσαι άτομο με μειωμένο αυτοσεβασμό.» Τον παρηγόρησα, είχε πράγματι χαρίσματα ηγετικά, και άλλος δρόμος για την πολιτική δεν υπήρχε. «Το χειρότερο», κατέληξε, «δεν ακούω τίποτα άλλο παρά να συνεχίσω τα “καλά” του προηγούμενου, σαν να λέμε διορισμούς, ρουσφέτια, τέτοια».
Ένας Έλληνας πολιτευτής για να σταδιοδρομήσει πρέπει να τα καταφέρει στη μικροπολιτική, να τα βγάλει πέρα σαν πολιτικάντης. Να διεισδύσει σ’ αυτό το γκροτέσκο κακέκτυπο κράτους, να «τακτοποιήσει» κόσμο, τους δικούς του πελάτες - ψηφοφόρους, παράλληλα να διασφαλίσει προστασία από τη χαοτική πολυνομία και τη γραφειοκρατική αυθαιρεσία προς όσους της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς ζητούν την εύνοιά του, – με το αζημίωτο μαύρο πολιτικό χρήμα εννοείται. Το γνωρίζουμε καλά όλοι: όποια πέτρα και να σηκώσουμε σ’ αυτό τον τόπο από κάτω είναι το κράτος. Το κράτος οπερέτα, αλλά ταυτόχρονα το φαύλο κράτος. Το φαυλεπίφαυλο κράτος. Να το λέμε νέτα σκέτα φαυλεπίφαυλο. Να κακίσουμε τους πολιτικάντηδες ή μήπως και τους εαυτούς μας για το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας ζωής; Εντάξει, μόνο που και πάλι συγχέουμε τα αποτελέσματα με τις αιτίες.
Στο νεοελληνικό κράτος από καταβολής του την υποτυπώδη αστική τάξη υποκαθιστούσε το πολιτικό προσωπικό, ουσιαστικά αδέσποτο, από την άλλη, η κοινωνία συνέχιζε να αντιλαμβάνεται το δημόσιο χώρο περίπου σαν βιλαέτι (δίχως Τούρκους και σουλτάνο), το δημόσιο πλούτο σαν κάτι που περίπου διατίθεται για πλιάτσικο. Όταν η διεθνής συγκυρία το ευνοούσε, και συνήθως ύστερα από μεγάλους πολέμους ή καταστροφές, μαζί και το συλλογικό ένστικτο της επιβίωσης, κάποτε και η σωτήρια (πρώτα για τα δικά τους συμφέροντα) παρέμβαση των ξένων, επιβαλλόταν κάποια συνετή ηγετική ομάδα, ακολουθούσε μία περίοδος - ξέφωτο, κάτι σαν περίοδος ακμής. Την τελευταία τριακονταετία, πολιτική τάξη και κοινωνία, με μικρές εξαιρέσεις, οδηγηθήκαμε σταδιακά στην απόλυτη παρακμή, στη επιδίωξη της πλήρους ακυβερνησίας. Δε σπαταλήσαμε μόνο τη μοναδική ίσως ευκαιρία που είχε αυτός ο τόπος μετά από πολλούς αιώνες να ξαναβρεθεί στο προσκήνιο της ιστορίας του κόσμου, ό,τι ονομάζουμε με τη λέξη εξευρωπαϊσμός, το χειρότερο χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα, πρώτα φουσκώσαμε αφύσικα πολύ, κι ύστερα θεωρήσαμε κεκτημένο εσαεί τον εκ της τρόμπας νέο όγκο μας.
Εξ ου και η δεκαετία των υποκοριστικών (Κωστάκη και Γιωργάκη). Στις δημοκρατίες, οι γόνοι, από βαθιά ψυχολογική ανάγκη να αποκτήσουν λαϊκή νομιμοποίηση, ανασφαλείς, είναι αυτοί που κυρίως επιδίδονται στην κολακεία του λαού, στο λαϊκισμό, και άρα εγγυώνται την περισσότερη ακυβερνησία. Θυμάμαι τη λεπταίσθητη ειρωνεία των ξένων φίλων, το γελάκι που μόλις διαφαινόταν στην άκρη των χειλιών τους. Ποια ήταν αυτή η ευρωπαϊκή και δημοκρατική και αναπτυγμένη χώρα με τον τόσο νεποτισμό; Η ξιπασμένη με ΟΝΕ και ολυμπιακούς κιόλας; Πότε άλλοτε σε κράτος, όχι στο βάθος της Ασίας και κατ’ επίφαση δημοκρατικό, και μετά από εκλογές μάλιστα, κυβέρνησαν πρώτα ένας ανιψιός κι απολύτως συνονόματος κι ύστερα ένας γιος και μαζί εγγονός πρωθυπουργών; Άσε που λαοπρόβλητοι και οι δυο τους!
Οι κοινωνίες όταν κυβερνιούνται πραγματικά, ακμάζουν. Αναπτύσσεται επίσης τότε η αντίστοιχου κύρους αντιπολίτευση, για το λόγο ότι διακυβέρνηση σημαίνει υποχρεωτικά συγκρούσεις και σκληρές πολιτικές επιλογές. Τις ίδιες περιόδους, γιατί η ζωή αποχτά αυθεντικότητα, προκύπτει δυναμική, πρωτότυπη και πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή. Ποια ήταν η αντιπολίτευση ή οι τέχνες επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Μάης του ’68 επί Ντεγκόλ, το νέο αγγλικό σινεμά επί Θάτσερ, τώρα η αντιπολίτευση στον Ερντογάν, και σε αντιπαραβολή ποιος ο Δεκέμβριος του 2008 του Κωστάκη ή το θλιβερό μείγμα βουλής των εφήβων και αποστηθισμένων εκθέσεων για πανελλήνιες των αγανακτισμένων του Γιωργάκη… Θέλει ισχυρή βούληση, αίσθηση της οικονομίας και του μέτρου σχεδόν έμφυτη για να πορευτεί κανείς κόντρα στην αδράνεια μιας κοινωνίας, να την πείσει να κυβερνηθεί, να την κυβερνήσει. Και έχει πάντοτε κόστος. Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τόσα χρόνια μετά το θάνατό του υπάρχουν ακόμα πολλοί που τον μισούν, πάρα πολλοί, τον ανιψιό του τον Κωστάκη δεν τον μίσησε ούτε ένας.
Ανήκω στο σινάφι των παραμυθάδων, των συγγραφέων. Εμείς στεκόμαστε παραέξω, στην αυλή. Διασκεδάζουμε ή συγκινούμε τον κόσμο τόσο καλύτερα, όσο σωστότερα τηρούν οι πολιτικοί τους λογαριασμούς του ταμείου, με όσο περισσότερο πραγματισμό κυβερνούν. Το άκρον άωτον της παρακμής: παρατήσαμε τις δουλειές μας, όχι μόνο συγγραφείς, κόσμος πολύς, στεκόμαστε κάτω από τα παράθυρά τους, τους χαζεύουμε στα μικροπολιτικά τερτίπια τους, περιδεείς και διστακτικούς απέναντι στο κομμάτι της κοινωνίας που συνεχίζει να τρίζει τα δόντια μην τυχόν του πειράξουν τη βολή. Μα αν δουν λίγο προσεκτικότερα, εδώ και τρία χρόνια αυτό το πλήθος είναι δυνάμει όχλος, είναι μαύρη τρύπα. Όποιος το κανάκεψε, από το ίδιο αυτό πλήθος απαξιώθηκε και εξαφανίστηκε: ο Γιωργάκης και το ΠΑΣΟΚ, ο Καρατζαφέρης και ο ΛΑΟΣ, ο Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ. Ποιοι έχουν σειρά, άραγε, το ξέρουν; Μην κοιτάνε αλλού, μην κουνιούνται, μην αλλάζουν θέμα. Το να κυβερνήσουν σημαίνει μόνο ένα πράγμα: να κάνουν το φαυλεπίφαυλο μικρότερο. Και ο φαύλος και ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας του κράτους είναι ευθέως ανάλογοι της έκτασής του.
Άιντε, κυβερνήστε εσείς με το καλό, να δούμε να πάρουμε κι εμείς το δρόμο πίσω για τις δουλειές μας. Θα σας εκτιμούμε άλλοι, άλλοι και θα σας ψηφίζουμε και θα σας μισούμε, άλλοι μόνο θα σας μισούμε, όμως θα σηκωθούμε επιτέλους από τις καταθλιπτικές τηλεοράσεις, τις μέρες μας θα μοχθούμε, τις νύχτες μας θα ερωτευόμαστε, τέλος πάντων θα βάλουμε μπροστά και πάλι τη ζωή μας.
Κάντε εσείς οι πολιτικοί πραγματική τη ζωή, αναλαβαίνουμε ύστερα εμείς, συγγραφείς και λοιποί της τέχνης, να την κάνουμε και αληθινή.