Ένας διάλογος για τον Έρωτα εξ αφορμής μιας ερωτικής
ιστορίας. Η Ισμηνοδώρα, μια καλοστεκούμενη και πλούσια χήρα, ερωτεύεται και
επιδιώκει να παντρευτεί το νεαρό Βάκχωνα. Δύο από τους εραστές του τελευταίου,
ο Ανθεμίων και ο Πεισίας, διαφωνούν για το τι πρέπει να πράξει ο νεαρός,
στήνεται διάλογος, όλ’ αυτά συμβαίνουν στις Θεσπιές, όπου καταφθάνει και ο
νιόπαντρος Πλούταρχος (απ’ τη Χαιρώνεια, την πατρίδα του, μαζί με τη γυναίκα
του, προκειμένου να συμμετάσχουν στην τοπική γιορτή των Ερωτιδείων προσφέροντας
την καθιερωμένη θυσία στον Έρωτα). Θέμα της συζήτησης είναι το αν ο έρωτας των
ανδρών προς τις γυναίκες, πέρα από την αναγκαιότητα για την αναπαραγωγή, μπορεί
να έχει και την πνευματική πληρότητα εκείνου που συνδέει τους άντρες (εραστές)
με τους νεαρούς εφήβους (ερωμένους). Δεν υπάρχουν όροι και κατηγοριοποιήσεις
αντίστοιχες σημερινές (ομοφυλοφιλία / ετεροφυλοφιλία) όπως και αλλού σε συναφή
αρχαία κείμενα, πρόκειται για ζητήματα ρευστά και ανοικτά, διατυπώνονται
απόψεις ή λογής ενστάσεις, ηθικού χαρακτήρα, εντούτοις μάλλον πολύ δύσκολα θα
καταλάβαιναν, κι ακόμα δυσκολότερα θα απαντούσαν στις δικές μας σύγχρονες απορίες ή
προβληματισμούς. Τόσο, που μοιάζει εύλογο ο κάθε τωρινός μελετητής να μπορεί να
«επικυρώσει» ή να πάρει από τον ελληνορωμαϊκό κόσμο τις απαντήσεις κατά πως τον
βολεύουν προσωπικά. Αλλά, και σε πείσμα ή κόντρα σ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν οι
ολοκάθαρες εικόνες της ζωής ανθρώπων που αμεσότερα και ανετότερα διαχειρίζονταν
όσα σε μας παραμένουν πιεσμένα στην -άλλωστε σύγχρονη- έννοια της
σεξουαλικότητας.
Για την καλλιέργεια ή τη συγκρότηση του Πλουτάρχου (περ. 45
- περ. 120 μ.Χ.), να προστεθεί πως το έργο του (τέλος 1ου – αρχές 2ου
αι. μ. Χ.) κατατάσσεται κατ’ εξοχήν σ’ ό,τι ονομάζουμε Δεύτερη Σοφιστική, τη
σημαντικότερη τελευταία αναλαμπή του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Δεν είναι λίγες οι
παραπομπές του στον Όμηρο και τους κλασικούς ποιητές, ενώ από τους φιλοσόφους
εξαίρει τον Πλάτωνα.
Ο διάλογος τελειώνει με τους συζητητές να κινούν για το γάμο της
Ισμηνοδώρας και του Βάκχωνα, μετά τη συγκατάνευση του δεύτερου.
Δύο αποσπάσματα με έντονη επιρροή από τον Πλάτωνα:
Σελ. 87: …Είναι λοιπόν ωραία η μύηση, φίλε μου, στα μυστήρια
της Ελευσίνας, όμως εγώ βλέπω να περιμένει μια πιο ωραία μοίρα στον άλλο κόσμο
τους οργιαστές και τους μύστες του Έρωτα, χωρίς να πιστεύω ολότελα στους
μύθους, όμως και χωρίς να απιστώ ολότελα∙ γιατί μιλούν ωραία και από κάποια
τύχη θεϊκή αγγίζουν την αλήθεια όταν λένε πως για τους ερωτικούς ανθρώπους
υπάρχει το ανέβασμα πάνω στο φως, από πού και πώς αγνοώντας, σαν να ’χασαν το
μονοπάτι, που πρώτος απ’ όλους τους ανθρώπους το είδε ο Πλάτων, με τη
φιλοσοφία.
Σελ. 107: …Αλλά οι πολλοί, κυνηγώντας στ’ αγόρια και τις
γυναίκες σαν μέσα σ’ ένα καθρέφτη το είδωλό του (του μεταφυσικού στοιχείου)
ψηλαφητά, δεν μπορούν να απολαύσουν τίποτα πιο σίγουρο, παρά μιαν ηδονή
ανάμεικτη με τον πόνο∙ είναι αυτή η περιπλάνηση και ο ίλιγγος του Ιξίονα (που
ερωτοτροπώντας με το είδωλο από σύννεφο της Ήρας, έγινε ο πατέρας των
Κενταύρων), που κυνηγάει τον πόθο του μέσα στα σύννεφα, όπως μέσα στις σκιές:
σαν τα παιδιά που θέλουν να πιάσουν το ουράνιο τόξο με τα χέρια τους και το
φαινόμενο τα παρασέρνει.
Όμως άλλος είναι ο τρόπος του προικισμένου και συνετού
εραστή, στραμμένου στο θεϊκό και στη νοητή ομορφιά∙ όταν θα βρει το ορατό
κορμί, δουλεύει στα χέρια του την ομορφιά του σαν ένα όργανο της μνήμης και μ’
αυτό τον όρο το αγκαλιάζει και το φιλά, κι όσο συζεί μ’ αυτό και το χαίρεται,
τόσο περισσότερο η διάνοιά του φλογίζεται πνευματικά.
Και παρόλο που ο συγγραφέας του Ερωτικού υπερασπίζεται τον έρωτα προς τις γυναίκες, δε λογοκρίνει
την άλλη ερωτική επιθυμία, αντίθετα φαίνεται να τη σέβεται ως μια
κλασική πολιτιστική αξία. Ο έρωτας μεταξύ ανδρών κατά κάποιο τρόπο αποκτά
δημόσιο κύρος, περίπου θεσμοθετείται. Δύο σχετικά αποσπάσματα:
(Σελ. 81) …«Και για τον Κλεόμαχο από τα Φάρσαλα γνωρίζετε
σίγουρα, για ποιαν αιτία πέθανε πολεμώντας».
«Όχι, δεν ξέρουμε», είπε ο Πεμπτίδης και οι άλλοι, «και πολύ
θα θέλαμε να μάθουμε». «Αξίζει», είπε ο πατέρας μου∙ και συνέχισε: «Είχε έρθει
να βοηθήσει τους Χαλκιδείς, όταν άκμαζε ο Ληλαντικός πόλεμος με τους Ερετριείς.
Οι Χαλκιδείς πίστευαν ότι είχαν δυνατό πεζικό, αλλά το ιππικό των εχθρών ήταν
πολύ δύσκολο να το νικήσουν. Ζήτησαν λοιπόν οι σύμμαχοι από τον Κλεόμαχο, ένα
λαμπρό παλικάρι, να ριχτεί πρώτος στο ξένο ιππικό. Ο Κλεόμαχος ρώτησε το αγόρι
του αν θα δει τον αγώνα∙ ο νέος του είπε ναι, και τον φίλησε και του φόρεσε το
κράνος, και ο Κλεόμαχος τότε δονήθηκε, μάζεψε γύρω του τους Θεσσαλούς κι όρμησε
λαμπρά και ρίχτηκε στους εχθρούς, έφερε σύγχυση και προκάλεσε υποχώρηση στο
ιππικό τους∙ ύστερα από αυτό υποχώρησε και το πεζικό και οι Χαλκιδείς νίκησαν
κατά κράτος. Ο Κλεόμαχος ωστόσο σκοτώθηκε. Στην αγορά οι κάτοικοι της Χαλκίδας
δείχνουν τώρα τον τάφο του, που πάνω του είναι στημένος ως σήμερα ο μεγάλος
κίονας∙ κι ενώ πριν θεωρούσαν την παιδεραστία ντροπή, από τότε την αγάπησαν και
την τίμησαν πιο πολύ κι από άλλους.»
(Σελ. 83) …Και σε σας, Πεμπτίδη, τους Κορίνθιους, δεν χάριζε
ο εραστής στο αγαπημένο αγόρι του μια πανοπλία, όταν περνούσε στην τάξη των
ανδρών; Κι ένας ερωτικός άνθρωπος, ο Παμμένης, άλλαξε και ανασχημάτισε την
παράταξη των οπλιτών και κατηγόρησε ανέραστο τον Όμηρο, που σύντασσε τους
Αχαιούς «κατά φύλα και φρήτρας» / φυλές και γένη, κι όχι τον ερωμένο δίπλα στον
εραστή, για να πραγματοποιηθεί αυτό που λέει ο στίχος:
Η ασπίδα ακούμπαγε
στην ασπίδα και το κράνος στο κράνος∙
Γιατί ο έρωτας είναι ο μόνος ανίκητος στρατηγός. Οι άντρες
εγκαταλείπουν κι αυτούς που είναι από την ίδια φυλή και την ίδια γενιά, μα το
θεό, εγκαταλείπουν ακόμα και γονείς και παιδιά∙ όμως ανάμεσα στο συνεπαρμένον
εραστή και τον ερωμένο του δεν πέρασε και δεν τους ξεχώρισε ποτέ κανένας
εχθρός, αφού, κι όταν δεν χρειάζεται, δείχνουν την αγάπη τους για τον κίνδυνο,
την αδιαφορία τους για τη ζωή. Έτσι ο Θήρωνας ο Θεσσαλός έβαλε το αριστερό χέρι
του πάνω σ’ έναν τοίχο κι έκοψε, τραβώντας το μαχαίρι του, το μεγάλο δάχτυλό
του, για να προκαλέσει τον αντεραστή του. Κι ένας άλλος, που έπεσε στη μάχη
μπρούμυτα κι ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει ο εχθρός, τον παρακάλεσε να περιμένει
λίγο, για να μην τον δει ο ερωμένος του λαβωμένον πισώπλατα.
(Η προτομή του Πλουτάρχου.
Ερωτική σκηνή σε ερυθρόμορφο αγγείο 510 – 500 π.Χ.
Ερυθρόμορφη κύλικα που αποδίδεται στο ζωγράφο της Βρισηίδας.
Εραστής φιλάει στο στόμα νεαρό ερωμένο, περ. 480 π.Χ.
Στις εσωτερικές παρειές χτιστού τάφου, Μουσείο του Paestum,
στην Campania της Ιταλίας.)
Έξοχη η μετάφραση (εισαγωγή / σχόλια) του Μ. Γ. Μερακλή.
[Πλουτάρχου, Ερωτικός, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Μ. Γ. Μερακλής, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σελ.
150]