Η θάλασσα, η κοπριά και ο όχλος
Athens Voice, 27/8/2016.
Το τελευταίο διάστημα εντρυφώ σε κείμενα της Δεύτερης Σοφιστικής, όπως ονομάστηκε η αναβίωση των κλασικών ελληνικών γραμμάτων κατά το ρωμαϊκό 2ο μ. Χ. αιώνα. Το imperium έχει από καιρό υπαγάγει στην κυριαρχία του τις παλιές πόλεις - κράτη, η οικονομία, οι θεσμοί, οι αξίες είναι σε ρευστότητα, στην ατομική και συλλογική συνείδηση παρά τα αδιαμφισβήτητα οφέλη από τη ρωμαϊκή διοίκηση και ειρήνη έχουν εγκατασταθεί η αβεβαιότητα, η ηθική αμηχανία.
Ο Αρτεμίδωρος Βαλδιανός είναι ο συγγραφέας των «Ονειροκριτικών», ενός εκτεταμένου εγχειριδίου ονειροκρίτη. Πρόκειται για κείμενο που ενδιαφέρει σήμερα όχι τόσο για το περιεχόμενό του το ίδιο, τις ερμηνείες των ονείρων, όσο για το πώς διαθλώνται μέσα από αυτό αντιλήψεις και ζητήματα του τότε βίου. Πόσο διαφορετικά ερμηνεύονται, φερ' ειπείν, όνειρα σχετικά με τη σεξουαλικότητα, απ’ όσο θα το κάνει ο Φρόυδ κάμποσους αιώνες αργότερα. Και όχι μόνο.
Κάπως έτσι (μόλο που υποθέτω θα μου διέφευγε πριν από δυο χρόνια) δε γινόταν να προσπεράσω τα παρακάτω δύο χωρία, καθώς και τα δύο έμμεσα απαξιώνουν ό,τι σήμερα ονομάζουμε λαϊκή δημοκρατική ετυμηγορία. Στο πρώτο, γι’ αυτούς που βλέπουν στον ύπνο τους ότι περπατάνε πάνω στη θάλασσα, σημάδι που «για όλους όσους βγάζουν το ψωμί τους από τα πλήθη, τους πολιτικούς και τους δημαγωγούς, σημαίνει ασυνήθιστο κέρδος μαζί με μεγάλη δόξα, επειδή η θάλασσα μοιάζει με τα πλήθη λόγω της ταραχής της». Και στο ίδιο κεφάλαιο, μερικές παραγράφους υστερότερα, «να (δεις στον ύπνο σου ότι) μαζεύεις κοπριά είναι καλό για όσους κερδίζουν τα προς το ζην από τον όχλο και για όσους ασκούν ρυπαρά επαγγέλματα∙ γιατί η κοπριά παράγεται από πολλά περισσεύματα και αποβάλλεται από πολλούς. Είναι καλό και για όσους αναλαμβάνουν δημόσιες εργολαβίες ή μισθώματα».
Τα πλήθη που μοιάζουν με την ταραγμένη θάλασσα κι αυτοί (η πολιτική τάξη) που βγάζουν τα προς το ζην από τον όχλο και που ‒μεταφερόμενοι στο ασυνείδητο των ονείρων‒ κάνουν το ίδιο με το να μαζεύουν κοπριά. Ο Αρτεμίδωρος δεν πολιτικολογεί, δεν καταγγέλλει. Στο περιθώριο του λόγου του εκφράζει πεποιθήσεις εδραιωμένες στους καιρούς του.
Παρά το δύσκολο 19ο και μισό 20ό, παρά τα κομμουνιστικά ή φασιστικά καθεστώτα, στη συνείδηση ενός λόγιου του καιρού μας ο λαός δεν είναι ακόμα συνώνυμο του όχλου, ούτε έχει χαθεί η βαθύτερη πίστη πως η πλειοψηφία των πολιτών ‒με τις όποιες παρεκκλίσεις‒ εντέλει στις επιλογές της κατευθύνεται από την πυξίδα του ορθού λόγου. Η επέλαση των ακραίων λαϊκιστών κατά την τρέχουσα δεκαετία στη δύση θα αλλάξει ίσως στον πυρήνα της την εμπιστοσύνη μας στον πολιτικό φιλελευθερισμό; Ή, το αντίθετο, θα αποδειχτούν ισχυρότερα από τον επιθετικό τωρινό λαϊκισμό όσα κατοχύρωσαν τη μακροβιότητα και σταθερότητα των σύγχρονων δημοκρατιών, δηλαδή τα συντάγματα, η διάκριση των εξουσιών, η δι' αντιπροσώπων άσκηση του νομοθετικού έργου; (Και δεν αναφέρομαι σε –καλή ώρα‒ καρικατούρες κρατών και δημοκρατιών, αλλά στις μεγάλες και κατεξοχήν δημοκρατίες των νεότερων χρόνων, εκείνες του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.)
Πάντως, όταν η κοινωνία και οι εκδηλώσεις της γίνονται αντιληπτές ως όχλος και μεταφορικά ως κοπριά, ούτε η δημοκρατία, ούτε τα δικαιώματα ή ο φιλελευθερισμός μπορούν να είναι πλέον αυτά που ήταν.
(Τα αποσπάσματα (βιβλίο τρίτο, παράγραφοι 16 και 51, σελ. 212 και 224) από τον τόμο: Αρτεμίδωρου Ονειροκριτικά, εκδόσεις Ιστός, εισαγωγή και μετάφραση Μαρία Μαυρουδή, Αθήνα 2002, σελ. 325)