Πατριωτικό Ενωτικό Μέτωπο «Ο Ιπποκράτης»
Tην περασμένη Κυριακή περαστικοί από το Λέτσε της Απουλίας κι ενώ με την παρέα περιδιαβάζαμε στο ιστορικό κέντρο της μικρής καλοδιατηρημένης πόλης του ιταλικού μπαρόκ, ένας της συντροφιάς αναρωτήθηκε πόσο πιο φροντισμένη θα ήταν η Ρόδος αν παρέμενε στα χέρια των Ιταλών.
«Κακά τα ψέματα», απάντησα σε τόνο ράθυμο από
την άπνοια και το βαρύ ήλιο της ώρας, «κι η Ρόδος και όλοι μας ζούμε τη
λιγοστή σύγχρονη ιστορία που μας αναλογεί». Τη σοφία την είχα έτοιμη
από τριάντα χρόνια ήδη.
Μέσα της δεκαετίας του ’80, φοιτητές και τα τρία αδέλφια στην Αθήνα, τότε που με το οικονομικό νεανικό ιντερέιλ, πρωτοταξιδεύαμε στις ευρωπαϊκές πόλεις, και δεν το πιστεύαμε πόσο καλύτερες ήτανε από τις δικές μας, συγχυσμένοι λοιπόν, συζητούσαμε ένα απόγευμα, εμείς τα εγγόνια ανθρώπου που αγωνίστηκε για την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, τι καλά να μην είχαν φύγει οι Ιταλοί απ’ τα νησιά μας, άσε που ιταλομαθείς ήδη από τη βασική εκπαίδευση θα σπουδάζαμε μ’ άλλον αέρα στη Ρώμη.
«Άδικα χαίρεστε», δεν άργησε ο αδελφός μου Θανάσης, «θα ήμασταν πωρωμένα μέλη του πατριωτικού μετώπου “Ο Ιπποκράτης - ένωση με τη μητέρα Ελλάδα” – ακόμα χειρότερη μιζέρια». Φλυαρούσαμε βέβαια και με διάθεση θυμηδίας, άλλωστε οι υποθετικοί λόγοι στην Ιστορία τι άλλο είναι παρά γελοίοι.
Τριάντα χρόνια έκτοτε, κι εσχάτως με τρελή πρεμούρα, σαν κοινωνία κάνουμε ό,τι μπορούμε μην τύχει κι αυξήσουμε το μερίδιό μας στο σύγχρονο κόσμο. Κι όσους προσπάθησαν για το αντίθετο –ιδίως τον αείμνηστο Καραμανλή, αλλά και άλλους– από λίγο έως πολύ τούς μισήσαμε.
Κι ας μην αναλογιστώ την τριακονταετή συναφή εμπειρία, τη δυστυχία του συγγραφέα σε μια οιονεί νεκρή γλώσσα.
Πάνω: Lecce, Κυριακή 31 Ιουλίου 2016.
Κάτω: Μπροστά στην προτομή του Ιπποκράτη στο μουσείο της Όστιας, στο καλύτερα σωζόμενο πορτρέτο του Κώου πατέρα της ιατρικής, 21 Ιουλίου 2016.
Μέσα της δεκαετίας του ’80, φοιτητές και τα τρία αδέλφια στην Αθήνα, τότε που με το οικονομικό νεανικό ιντερέιλ, πρωτοταξιδεύαμε στις ευρωπαϊκές πόλεις, και δεν το πιστεύαμε πόσο καλύτερες ήτανε από τις δικές μας, συγχυσμένοι λοιπόν, συζητούσαμε ένα απόγευμα, εμείς τα εγγόνια ανθρώπου που αγωνίστηκε για την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, τι καλά να μην είχαν φύγει οι Ιταλοί απ’ τα νησιά μας, άσε που ιταλομαθείς ήδη από τη βασική εκπαίδευση θα σπουδάζαμε μ’ άλλον αέρα στη Ρώμη.
«Άδικα χαίρεστε», δεν άργησε ο αδελφός μου Θανάσης, «θα ήμασταν πωρωμένα μέλη του πατριωτικού μετώπου “Ο Ιπποκράτης - ένωση με τη μητέρα Ελλάδα” – ακόμα χειρότερη μιζέρια». Φλυαρούσαμε βέβαια και με διάθεση θυμηδίας, άλλωστε οι υποθετικοί λόγοι στην Ιστορία τι άλλο είναι παρά γελοίοι.
Τριάντα χρόνια έκτοτε, κι εσχάτως με τρελή πρεμούρα, σαν κοινωνία κάνουμε ό,τι μπορούμε μην τύχει κι αυξήσουμε το μερίδιό μας στο σύγχρονο κόσμο. Κι όσους προσπάθησαν για το αντίθετο –ιδίως τον αείμνηστο Καραμανλή, αλλά και άλλους– από λίγο έως πολύ τούς μισήσαμε.
Κι ας μην αναλογιστώ την τριακονταετή συναφή εμπειρία, τη δυστυχία του συγγραφέα σε μια οιονεί νεκρή γλώσσα.
Πάνω: Lecce, Κυριακή 31 Ιουλίου 2016.
Κάτω: Μπροστά στην προτομή του Ιπποκράτη στο μουσείο της Όστιας, στο καλύτερα σωζόμενο πορτρέτο του Κώου πατέρα της ιατρικής, 21 Ιουλίου 2016.