Ο Ερμότιμος, ένθερμος οπαδός της Στωικής
φιλοσοφίας, συζητάει με τον Λυκίνο, -Λυκίνος, το φιλοσοφικό ψευδώνυμο του ίδιου του Λουκιανού-,
τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη φιλοσοφική αἵρεσιν (επιλογή). Αν η απάντηση είναι η
εὐδαιμονία (που τη συναπαρτίζουν μεταξύ των άλλων η πραότητα, η αοργησία, η γαλήνη, ό,τι τέλος πάντων ευαγγελίζονται οι Στωικοί), τότε ματαιοπονεί, τον πείθει ο Λυκίνος, καθώς
ουδείς την κέρδισε ή θα την κερδίσει -ας παρατηρήσει προσεκτικότερα τον ίδιο το δάσκαλό του-,
κι ας μη χάνει άδικα τον καιρό του.
Το παρακάτω (παρ. 11) αποτελεί
ενδεικτικό απόσπασμα.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν έχω χρόνο, Λυκίνο, να πιάσω κουβέντα μαζί σου γι’ αυτά.
Σπεύδω κιόλας αμέσως ν' ακούσω το δάσκαλό μου, μην και μείνω εντελώς πίσω, κι ύστερα δεν τον
καταλαβαίνω.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ψυχραιμία, φίλε μου. Για σήμερα ανακοινώθηκε ακύρωση του μαθήματος.
Επομένως, μην μπεις άδικα στον κόπο.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μα τι λες;
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ότι προς το παρόν δε γίνεται να δεις το δάσκαλό σου, αν βέβαια πρέπει να
πιστέψουμε στην ανακοίνωση. Υπάρχει δηλαδή κρεμασμένη στην πόρτα του μικρή πινακίδα
με μεγάλα γράμματα που λέει: «Σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα φιλοσοφίας». Και
λέγανε εκεί ότι χτες δείπνησε στο σπίτι του Ευκράτη, ο οποίος... πολύς Ευκράτης παρέθετε τραπέζι για τα
γενέθλια της κόρης του, ότι ο δάσκαλός σου μίλησε πολύ για φιλοσοφία στο συμπόσιο και πως λογομάχησε
με τον Περιπατητικό Ευθύδημο και ότι εκείνος τού έφερε αντίλογο σ' όσα οι Περιπατητικοί
συνηθίζουν να διαφωνούν με τους Στωικούς. Και από τις φωνές, λέει, του 'ρθε
του δασκάλου σου φοβερός πονοκέφαλος και ίδρωσε και πάρα πολύ, γιατί, λέει, το νταβαντούρι τράβηξε
ίσαμε τα μεσάνυχτα. Και επιπλέον, νομίζω, ήπιε και παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, γιατί καταλαβαίνεις οι παρόντες κάνανε συνέχεια προπόσεις, άσε που έφαγε και περισσότερο απ’
όσο ενδείκνυται σε γέρο άνθρωπο. Γι’ αυτό με το που γύρισε σπίτι, λέει, έκανε και ξανάκανε εμετό και μόνο αφού μέτρησε και κλείδωσε προσεκτικά τα κομμάτια το κρέας τα οποία πάσερνε στο δούλο που στεκόταν πίσω του στο συμπόσιο, έκτοτε κοιμάται κι
έδωσε εντολή να μην μπάσουν κανέναν στο σπίτι. Κι αυτά τα άκουσα από το Μίδα, τον
υπηρέτη του, να τα διηγείται σε κάποιους από τους μαθητές του, που κι αυτοί
γυρίζαν πίσω, και δεν ήτανε και ολίγοι.
[Ο ιδρυτής της Στωικής φιλοσοφίας, Ζήνων ο Κιτιεύς (334-261 πΧ).]