Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Απέχθεια κι αποστροφή (1).


Στην πόλη της ευτελούς ρητορείας, όπου τα λογοπαίγνια και οι ατάκες φτιάχνουν μεγάλους ποιητές, κι όπου οι δημοσιογράφοι του φανταστικού λογίζονται μεγάλοι πεζογράφοι, είναι εύλογο να ευδοκιμεί αντίστοιχης ποιότητας σινάφι ευρύτερα λογοτεχνικό.

Κι εκεί που από χρόνια έλπιζα κάποιος να νοιαστεί για τη νεοελληνική γλώσσα, άρα πρωτίστως για τη νεοελληνική λογοτεχνία, κάπως να κλείσει τις στρόφιγγες του κρατικού (άρα και αναπόδραστα φαύλου) χρήματος, εξαγγέλλονται και νέες επιτροπές, νέες... δράσεις, ακόμα περισσότεροι παράσιτοι, ακόμη λιγότερη λογοτεχνία…

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Στο κατώφλι της... τρίτης -μα την Αδράστεια!


Μα την Αδράστεια, την κούφια ώρα και τα συναφή, γιόρτασα αισίως και το εξηκοστό τέταρτο. Με τον... εθιμικό πια μπαμπά με ρούμι-τούρτα (και πάντοτε με φρούτα του κήπου). 


Φέτος με τ' ανίψια (η Μαρία του Θανάση απουσιάζει εκτός Κω), με τον Χαράλαμπο του Θανάση, την Άννη, τον Χαράλαμπο και τον Μιλτιάδη του Λάμπρου.  

Και με τον Δημήτρη Μποσνάκη.

Είναι το κατώφλι της τρίτης ηλικίας το 65ο έτος, το 66ο, ή μήπως παρήλθε προ τετραετίας, ήτανε το 61ο; Αλλά, μα την Αδράστεια ξανά, προτιμώ άλλη αρίθμηση: 178ο μπάνιο το σημερινό (ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου), ήγουν μέχρι και σήμερα συνολικά 178 ώρες ελεύθερο κολύμπι -ναι, ωριαίο καθημερινά! 

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Στη Σικελία -τρίτη φορά.





Πρώτη φορά το 2017, δεύτερη το 2018, τρίτη φέτος, στο δεύτερο μισό του Ιουλίου. Πια, είμαι σίγουρος, δεν αγαπώ τα ταξίδια -την εμπειρία του ανεξερεύνητου-, αντίθετα, ταξιδεύω, δηλαδή μετακινούμαι, σαν για να διευρύνω την εμπειρία του ήδη οικείου μου. Τα τελευταία χρόνια όπως σε ομόκεντρους κύκλους, η Κως, τα Δωδεκάνησα, να νησιά του Αιγαίου, τα νησιά και οι πόλεις της Μεσογείου, η Μεσόγειος. Και για τη Σικελία, ένας λόγος παραπάνω ότι τα Δωδεκάνησα, ιδίως οι κυρίως ιταλίζουσες πόλεις της Κω και της Ρόδου, βρίσκονται σε διάλογο με το σικελικό αστικό τοπίο, νομίζω λίγο περισσότερο του Παλέρμο. Αυτή τη φορά, η γειτονιά της Κάλσα στο Παλέρμο, η Ορτυγία και η Κατάνια βέβαια, και περισκοπικά ξανά και ξανά οι μοναδικές πλατείες τους του Ντουόμο -να τις χαζεύεις όρθιος και περιστρεφόμενος.  

Οι πόλεις και η σικελική κουζίνα. 

Γρανίτα καρπούζι-μανταρίνι στην Ορτυγία.

Τα αραντσίνι/πορτοκαλάκια, τα κανόλι, οι μακαρονάδες με μελιτζάνες ή σαρδέλες (norma και con sarde αντίστοιχα), αλλά κι όλ' αυτά μαζί και με άλλα τα είχα ενταγμένα στον ετήσιο γαστριμαργικό κύκλο από τα προηγούμενα ταξίδια∙ φέτος κόλλησα στις γρανίτες. Που λένε και οι δημοσιογράφοι, έβαλα μια άνω τελεία σε πίτες και φοκάτσιες στον ξυλόφουρνο, και σε παγωτά παρφέ (συνδυασμούς με γλυκά κουταλιού), που επιτηδευόμουν τελευταία, δύο εβδομάδες στη βάση μου και δεδομένες κιόλας οι: καρπούζι, πεπόνι, λεμόνι, αμύγδαλο, (anguria, melone, limone, madorle), και έπεται η αποκορύφωση της σικελικής γρανίτας, το φιστίκι (granita siciliana al pistacchio).  

Σικελική γρανίτα λεμόνι στην Κω.

Δεδομένο και το πρωινό γρανίτα με μπριός (granita con brioche), αμφότερα σε συνταγές σικελικές.

Γρανίτα αμύγδαλο με μπριός στην Κω.

(...) Διέταξε μάλιστα να καθίσει ένας από τους άντρες του δίπλα στον αμαξά για να μπορέσει να περάσει ανενόχλητος ο Πρίγκηπας από τα υπόλοιπα μπλόκα. Το κουπέ βάρυνε και προχωρούσε πιο αργά. Έκανε το γύρο της έπαυλης Ρανκιμπίλε, άφησε πίσω του το Τερερόσε και τα περιβόλια της Βιλαφράνκα και μπήκε στην πόλη από την Πύλη Μακέντα. Στο καφενείο Ρομέρες, στο Κουάντο Κάντι ντι Καμπάνια, οι αξιωματικοί των μονάδων επικεφαλής αστειεύονταν και ρουφούσαν αργά τεράστιες γρανίτες. Ήταν το μοναδικό σημάδι ζωής στην πόλη∙ οι δρόμοι ήταν έρημοι, αντηχούσε μόνο το ρυθμικό βήμα των στρατιωτών που έκαναν νυχτερινές περιπολίες, με τις άσπρες τελαμώνες χιαστί στο στήθος. (...) [Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα/ Giuseppe Tomasi di Lampedusa Ο γατόπαρδος, στ' έκδοση, εκδόσεις Bell, μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου, σελ. 63 -η υπογράμμιση δική μου.]

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Μαρία Μαυρικάκη: "Αντώνη Νικολή, Περεγρίνος, εκδ. Αρμός".

Η κα Μαυρικάκη, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Η κα Μαυρικάκη, στο προσωπικό της ιστολόγιο (exartatai ΜΑΓΝΗΤΟΣΚΟΠΙΟ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΝ) γράφει εκτεταμένη παρουσίαση-κριτική του Περεγρίνου. Να σημειώσω και εδώ, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα. Η κα Μαυρικάκη αφιερώνει το κείμενό της στην ξεχωριστή φιλαναγνώστρια Σπυριδούλα (Αποστολού) -ιδιαίτερα γνώριμη στο παρόν ιστολόγιο (1, 2, 3, 4, 5, 6).]

"Μη σας τρομάξουν οι πεντακόσιες σελίδες. Πρόκειται για μυθιστορία  με αξεπέραστες περιγραφές ιστορικών γεγονότων, τόπων και προσωπικοτήτων που διακρίθηκαν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Ο ήρωας γεννιέται στο Πάριο της Προποντίδας και μεγαλώνει χωρίς μάνα, με πατέρα βίαιο και φαύλο, σε μια διαλυμένη οικογένεια όπου υπηρέτες προσπαθούν με φιλοτιμία να καλύψουν τα γονεϊκά κενά. Όταν ο σοφιστής Σκοπελιανός επισκέπτεται τα μέρη τους, ο Περεγρίνος, παιδί ακόμα, τον ακούει να ρητορεύει και μέσα του σφραγίζεται η επιθυμία να τον μιμηθεί, κάποτε να του μοιάσει. Μόλις σταθεί στα πόδια του, το αποτολμά. 

Στη Σμύρνη γίνεται άξιος μαθητής του Πολέμωνα, στην Αλεξάνδρεια ζει για μία δεκαετία στους κύκλους του Αγαθόβουλου. Περιδιαβαίνει την Καισάρεια της Ιουδαίας, την Πέργαμο, την Έφεσο, τη Νικόπολη της Αρμενίας και την Κύζικο. Γητεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι τον υποδέχονται σχεδόν σαν εκπρόσωπο του Μεσσία, τον στηρίζουν και τον σώζουν από βέβαιο θάνατο. Ζει για δύο χρόνια στη Ρώμη,  καταπλέει στο λιμάνι του Κανθάρου και τελικά ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου ρίχνει άγκυρα. Στο μεταξύ έχει επιχειρήσει μια ριψοκίνδυνη επίσκεψη στη γενέτειρά του με άδοξη κατάληξη.

Ατέλειωτη σειρά από μέρη γνώριμα και μέρη μακρινά -για να τα εντοπίσει κάποιος πιθανόν να χρειαστεί χάρτη-, που προβάλουν τρισδιάστατα, καθώς ο Νικολής μας αποκαλύπτει το ανάγλυφο και την αρχιτεκτονική τους, τα χρώματα και τις μυρωδιές, τις ερωτικές τάσεις και τις καιρικές συνθήκες, την εναλλαγή των εποχών και των εθίμων. Εξαιρετικός ο τρόπος που περιγράφονται τα αλεξανδρινά τοπόσημα, ο Φάρος και η Βιβλιοθήκη, καθώς και οι  Θέρμες του Τραϊανού στη Ρώμη. Μαθαίνουμε, επίσης, για τις σχολές φοίτησης και τους ρητορικούς αγώνες, τα αμφιθέατρα, τις αγορές και τις παλαίστρες, το δέος των μαθητών προς τους δασκάλους και για όλα όσα εκπροσωπούν τα αρχαιοπρεπή ονόματα που γνωρίζαμε μόνο από τις οδούς στο Παγκράτι, ενώ αφορούν τους διαμορφωτές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (της οποίας τη δόξα καρπωνόμαστε σήμερα, χωρίς στάλα ιδρώτα).

Ο Περεγρίνος έλκεται από τρεις γυναίκες-δώρα ζωής, οι οποίες φωτίζουν και πλουτίζουν (κυριολεκτικά) το βίο του. Την Τρύφαινα, στις εποχές του χριστιανισμού εν καμίνω, τη Θελξινόη κατά την μακρά παραμονή του στην Αίγυπτο και την ώριμη εταίρα Φιλίννα, που συναντά στο Δίπυλο, στα Μεγάλα Παναθήναια. Ο ερωτισμός διάχυτος, οι ηδυπαθείς σκηνές από «τον ίμερο, τις ηδονές της Αφροδίτης κάθε λογής» πολλές. Το μυθιστόρημα προσφέρει, πέραν από την ευεξία της καλής λογοτεχνίας, απλά μαθήματα πολιτικής επιστήμης, ρητορικής, σοφιστείας, ακόμα και μάρκετιν. 

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Βρε Νικολή!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Η κα Δοξούλα Παλαμάρα, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Κείμενο κριτικής για τον Περεγρίνο που ανάρτησε στο φμ η κα Δοξούλα Παλαμάρα. Να σημειώσω, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει εν θερμώ την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα.]

"Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή είναι ένας λογοτεχνικός άθλος. Ο Περεγρίνος, ένας κυνικός φιλόσοφος που ζει στην Ελλάδα, την Καισάρεια, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Ρώμη, Αθήνα προαναγγείλει ότι θα αυτοπυρποληθεί στο τέλος της Ολυμπιάδας, 165 μ. Χ. Το βιβλίο είναι ένα αμάλγαμα ιστορίας, φιλοσοφίας και ευρυμάθειας όλα συνδεδεμένα με απαράμιλλη λογοτεχνική μαεστρία. Ο Νικολής περιγράφει ιστορικά γεγονότα με ακρίβεια και γλαφυρότητα και αναφέρεται στα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής και στην αντιδικία μεταξύ τους αλλά και με τις θρησκείες με ενάργεια και ενίοτε σαρκασμό. Όταν πχ ο κυνικός Διογένης κατηγόρησε τον Πλάτωνα για αλαζονεία, ο Πυθαγόρας του αντιγύρισε “Ο καθένας, Διογένη μου, με την δική του αλαζονεία”. Αναφέρεται στις κοινωνικές και σεξουαλικές συνήθειες και πρακτικές της εποχής με θάρρος που δεν συναντάμε συχνά. Όμως, ο Νικολής δεν καταφεύγει σε συναισθηματικά “ευκολάκια” ούτε σε αβανταδόρικες σεξουαλικές περιγραφές, παρόλο που το βιβλίο γέμει συναισθήματος και αισθησιασμού. Συναίσθημα σαν το γλυκό νερό βαθυπράσινης λίμνης και αισθησιασμό σαν ορμητικό ποτάμι. Ο συγγραφέας έχει μία καθηλωτική ικανότητα διείσδυσης στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. “Στη συνείδηση του Περεγρίνου η έκφραση των συναισθημάτων δεν είχε και πολύ κύρος. Τα θεωρούσε, τα δικά του συναισθήματα, όσο και των άλλων, αβέβαιες σκιές του ψυχικού κόσμου και την εξωτερίκευση τους περίπου ιδιοτελείς τακτικές επιβίωσης” . Καθώς διαβάζεις, σκύβεις στα λαγούμια του εαυτού σου, όπως ενεός περιφέρεσαι στις σκοτεινές υπόγειες πόλεις της Καππαδοκίας.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Και η υστάτη της ζωής του ολυμπιάδα.

 Περεγρίνος

(...) Τώρα όσο ποτέ, ακόμη κι αν δεν ήταν, όφειλε να συμπεριφέρεται ως ο σοφός, ο βαθύς, αυτός που ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο, που περίοπτος συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή και τον σεβασμό των άλλων, όσων περισσότερων άλλων. Ασκεπής, όπως υποχρεωτικά όλοι, με το κεφάλι και τον κορμό στητό, κάποτε και ώρες στο λιοπύρι, στοχαστικός και σιωπηλός, αδιάφορος για ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω του σε στάδιο, σε ιππόδρομο, σε παλαίστρα, –μεταξύ τους τον σχολίαζαν ακόμη και οι δικοί του: από πού ν’ αντλούσε τόσες αντοχές, τέτοια ανθεκτικότητα σε θερινό καύσωνα, σε δίψα, σε φασαρίες και φωνές έξαλλων φιλάθλων, ένας παραπάνω λόγος που το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε δώσει κάποια δείγματα λιποψυχίας–, και παρόλο που πολύ δύσκολα αποσπούσε κανείς την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από τους αθλητές, όμως στα πρανή του στίβου στο στάδιο ή στον ιππόδρομο, ανάμεσα στους χιλιάδες θεατές, φαινόταν κάποτε κάποτε να διαπερνούν σαν ρίγη τα λοξοκοιτάγματα, ή τα αδιάκριτα επίμονα βλέμματα, ή το σούσουρο για την παρουσία του στην κορφή ή στο κέντρο της αλλόκοτης αγέλης των κυνικών (που ο ίδιος φαντασιωνόταν να αντιστοιχούν περίπου στη φράση:

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Ο Περεγρίνος στην παρθενική ολυμπιάδα του.

Περεγρίνος

(...) Τον Ηρώδη θα τον συναντούσε πότε εδώ-πότε εκεί, λίγο αμεσότερα μερικούς μήνες αργότερα στην Ισθμία, στον ναό του Ποσειδώνα, όπου ο οδηγός της άμαξας με προορισμό την Ολυμπία, έκανε μικρή στάση για ανάπαυλα και για να θαυμάσουν τα κολοσσιαία αγάλματα του Ποσειδώνα και της συζύγου του Αμφιτρίτης στον κυρίως ναό, και το επίσης πελώριο δελφίνι με το παιδί στη ράχη του, τον θαλάσσιο θεό Παλαίμονα, στον ομώνυμο κυκλικό ναό, και τα τρία προσφορές του «μεγάλου ευεργέτη των Ελλήνων, του θαυμάσιου Ηρώδη», όπως κάθε λίγα βήματα τους επαναλάμβανε ο οδηγός. Και πόση έκπληξη για τη σύμπτωση, όταν στον περίβολο του θολωτού ναού με το δελφίνι αίφνης έκανε αισθητή με τη δέουσα ασφαλώς φασαρία η κουστωδία του Ηρώδη. Ήτανε μαζί του, κυριολεκτικά φρουρά του, ανάμεσα σε άλλους, ο πιστός του απελεύθερος ο Αλκιμέδοντας, ώριμος, όμως ακόμη ελκυστικός και παρά την ηλικία του και αρρενωπός άντρας, και παραδίπλα αυτός που δύσκολα μπορούσε να χωρέσει σ’ όποια περιγραφή η ομορφιά του, ο Αγαθίωνας όπως το παρονόμαζαν για να φέρνει γούρι (δηλαδή τι άλλο παρά την… αγαθή, την καλή τύχη, να εξυπηρετεί τέτοια και τόση αρμονία της φύσης), άλλοι τον έλεγαν ο Ηρακλής του Ηρώδη, κάποιος από τους συνεπιβάτες της άμαξας ψιθύρισε, «Να κι ο θεόρατος Σώστρατος», αν ήταν όντως αυτό το πραγματικό όνομά του, –ο Περεγρίνος δεν ανακάλεσε τον συνονόματο πατέρα του–, πανύψηλος πράγματι, με μακριά ανοιχτά καστανά μαλλιά, λεπτά μαύρα και σμιχτά φρύδια, μάτια στο χρώμα του μελιού ευκίνητα και ξύπνια, μύτη γρυπή, χείλη και δόντια να ξυπνούν τον πόθο του φιλιού, γενάκια αραιά εφηβικά, σβέρκο πλατύ και στιβαρό, στέρνο εύρωστο, κορμό και σκέλη γεροδεμένα, έως και τα δάχτυλα κι οι ράχες των ποδιών του σαν σμιλεμένες από ερωτομανή με τα αγόρια γλύπτη. Έκοβε την ανάσα η ομορφιά του αγοριού, κι εντούτοις η παρουσία του Ηρώδη δεν επισκιαζόταν σχεδόν καθόλου. Δέσποζε σαν να ήταν αυτός κι άλλος κανείς η απόλυτη υπερβολή της φύσης! Ο Περεγρίνος θα προτιμούσε να άνοιγε η γη να τον καταπιεί.