Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Μαρία Μαυρικάκη: "Αντώνη Νικολή, Περεγρίνος, εκδ. Αρμός".

Η κα Μαυρικάκη, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Η κα Μαυρικάκη, στο προσωπικό της ιστολόγιο (exartatai ΜΑΓΝΗΤΟΣΚΟΠΙΟ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΝ) γράφει εκτεταμένη παρουσίαση-κριτική του Περεγρίνου. Να σημειώσω και εδώ, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα. Η κα Μαυρικάκη αφιερώνει το κείμενό της στην ξεχωριστή φιλαναγνώστρια Σπυριδούλα (Αποστολού) -ιδιαίτερα γνώριμη στο παρόν ιστολόγιο (1, 2, 3, 4, 5, 6).]

"Μη σας τρομάξουν οι πεντακόσιες σελίδες. Πρόκειται για μυθιστορία  με αξεπέραστες περιγραφές ιστορικών γεγονότων, τόπων και προσωπικοτήτων που διακρίθηκαν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Ο ήρωας γεννιέται στο Πάριο της Προποντίδας και μεγαλώνει χωρίς μάνα, με πατέρα βίαιο και φαύλο, σε μια διαλυμένη οικογένεια όπου υπηρέτες προσπαθούν με φιλοτιμία να καλύψουν τα γονεϊκά κενά. Όταν ο σοφιστής Σκοπελιανός επισκέπτεται τα μέρη τους, ο Περεγρίνος, παιδί ακόμα, τον ακούει να ρητορεύει και μέσα του σφραγίζεται η επιθυμία να τον μιμηθεί, κάποτε να του μοιάσει. Μόλις σταθεί στα πόδια του, το αποτολμά. 

Στη Σμύρνη γίνεται άξιος μαθητής του Πολέμωνα, στην Αλεξάνδρεια ζει για μία δεκαετία στους κύκλους του Αγαθόβουλου. Περιδιαβαίνει την Καισάρεια της Ιουδαίας, την Πέργαμο, την Έφεσο, τη Νικόπολη της Αρμενίας και την Κύζικο. Γητεύει τους Χριστιανούς, οι οποίοι τον υποδέχονται σχεδόν σαν εκπρόσωπο του Μεσσία, τον στηρίζουν και τον σώζουν από βέβαιο θάνατο. Ζει για δύο χρόνια στη Ρώμη,  καταπλέει στο λιμάνι του Κανθάρου και τελικά ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου ρίχνει άγκυρα. Στο μεταξύ έχει επιχειρήσει μια ριψοκίνδυνη επίσκεψη στη γενέτειρά του με άδοξη κατάληξη.

Ατέλειωτη σειρά από μέρη γνώριμα και μέρη μακρινά -για να τα εντοπίσει κάποιος πιθανόν να χρειαστεί χάρτη-, που προβάλουν τρισδιάστατα, καθώς ο Νικολής μας αποκαλύπτει το ανάγλυφο και την αρχιτεκτονική τους, τα χρώματα και τις μυρωδιές, τις ερωτικές τάσεις και τις καιρικές συνθήκες, την εναλλαγή των εποχών και των εθίμων. Εξαιρετικός ο τρόπος που περιγράφονται τα αλεξανδρινά τοπόσημα, ο Φάρος και η Βιβλιοθήκη, καθώς και οι  Θέρμες του Τραϊανού στη Ρώμη. Μαθαίνουμε, επίσης, για τις σχολές φοίτησης και τους ρητορικούς αγώνες, τα αμφιθέατρα, τις αγορές και τις παλαίστρες, το δέος των μαθητών προς τους δασκάλους και για όλα όσα εκπροσωπούν τα αρχαιοπρεπή ονόματα που γνωρίζαμε μόνο από τις οδούς στο Παγκράτι, ενώ αφορούν τους διαμορφωτές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας (της οποίας τη δόξα καρπωνόμαστε σήμερα, χωρίς στάλα ιδρώτα).

Ο Περεγρίνος έλκεται από τρεις γυναίκες-δώρα ζωής, οι οποίες φωτίζουν και πλουτίζουν (κυριολεκτικά) το βίο του. Την Τρύφαινα, στις εποχές του χριστιανισμού εν καμίνω, τη Θελξινόη κατά την μακρά παραμονή του στην Αίγυπτο και την ώριμη εταίρα Φιλίννα, που συναντά στο Δίπυλο, στα Μεγάλα Παναθήναια. Ο ερωτισμός διάχυτος, οι ηδυπαθείς σκηνές από «τον ίμερο, τις ηδονές της Αφροδίτης κάθε λογής» πολλές. Το μυθιστόρημα προσφέρει, πέραν από την ευεξία της καλής λογοτεχνίας, απλά μαθήματα πολιτικής επιστήμης, ρητορικής, σοφιστείας, ακόμα και μάρκετιν. 

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΕΣ «Ας μην υπάρχει εξ αντικειμένου τόπος και γιορτή με περισσότερους περισπασμούς για το μυαλό ενός επισκέπτη όσο τα ιερά Ολύμπια», όπου φτάνει ο Περεγρίνος, από την Αθήνα ορμώμενος και βρίσκεται ανάμεσα σε «…ναούς, βωμούς, αναθήματα, ανδριάντες και αγάλματα, θησαυρούς πόλεων, στη βουή και την κίνηση απ’ τους εκατοντάδες αθλητές, τους χιλιάδες επισκέπτες, τις κατασκηνώσεις, τις φασαρίες τους, κι αίφνης –η αποκορύφωση– η πιο παράξενα… υπερφυσική επίπεδη επιφάνεια, το στάδιο της Ολυμπίας, το λιτό κι απέριττο φυσικό ανάγλυφο που το αναδεικνύει». Πρόκειται για την παρθενική του επίσκεψη στον χώρο. «Για πρώτη φορά θα επισκεπτόταν τους πλέον ένδοξους ανάμεσα στους αρχαίους αγώνες των Ελλήνων, διακοσιοστή τριακοστή τρίτη ολυμπιάδα, και η πρώτη στην οποία εγκαινιαζόταν το ευεργέτημα του Ηρώδη και της συζύγου του στην Ολυμπία, το Νυμφαίο». Εκεί ο ήρωας δρα με τρόπο όχι ιδιαίτερα δημοφιλή και καταφέρνει να επιδεινώσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις του με τον άρχοντα Ηρώδη τον Αττικό.  Προς επίρρωση της ζημιάς που γίνεται στη φήμη του, για την επόμενη Ολυμπιάδα προετοιμάζει «την παλινωδία της ομιλίας του κατά τους περασμένους αγώνες». Και όμως «δεν κατάφερε να περάσει παρά σαν ένας άσημος, ένας τριταγωνιστής σοφιστής». Το μόνο καλό, το στέριωμα της σχέσης του με τον Θεαγένης, νεαρό ακόλουθό του από την Πάτρα, που παρέμεινε μέχρι τέλους πιστός μαθητής του Πρωτέα- Φοίνικα, όπως αποκαλούσαν οι οπαδοί του τον Περεγρίνο.

Επιστρέφει στην Αθήνα και καταλήγει άστεγος κοντά στο Ιερό της Άγρας. Η παρακμή και το γήρας δείχνουν να τον λυγίζουν. «Ακόρεστη ανέκαθεν η επιθυμία μέσα του να διακριθεί» και ο φόβος του επερχόμενου θανάτου απειλητικός. Πώς να ικανοποιήσει την πρώτη και πώς να νικήσει τον δεύτερο; Γεννιέται μέσα του η ιδέα να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, να πέσει στη φωτιά, μιμούμενος το παράδειγμα δύο σπουδαίων μορφών, του Εμπεδοκλή και του Ηρακλή. Κάνει την αρχική εξαγγελία στους οπαδούς του και αφού ζυγίσει τις αντιδράσεις, προβαίνει στην επίσημη ανακοίνωση της πρόθεσής του, από το βήμα της επόμενης Ολυμπιάδας. Μια ακόμα μαρτυρική τετραετία ακολουθεί, μέχρι τους διακοσιοστούς τριακοστούς έκτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 165 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου, οπότε και πραγματοποιεί την απόφασή του, βασανιζόμενος από οδυνηρές εσωτερικές παλινδρομήσεις.

Ήταν η κίνησή του ανιδιοτελής και εμπνευσμένη ή ένα έσχατο μέσο για να τραβήξει την προσοχή, να κερδίσει την αποδοχή, να διασώσει την υστεροφημία του; Όσον αφορά το τελευταίο, καταλυτική η συνδρομή  ενός άσπονδου εχθρού του, του σοφιστή Λουκιανού από τα Σαμόσατα της Συρίας.  Ο Λουκιανός, παρών τόσο στην εξαγγελία και όσο και στο δρώμενο της αυτοπυρπόλησης, δεν έπαψε να τον χλευάζει κατά την παραμονή του στην Ολυμπία ενώ  λίγα χρόνια αργότερα συνέγραψε την «Περί της Περεγρίνου τελευτής», έργο που αποτέλεσε τη μαγιά για να κατασκευάσει ο Νικολής το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα.

Ποιος ήταν τελικά ο Περεγρίνος; Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως «εραστής του λόγου και της φιλοσοφίας, πολυταξιδεμένος». Ξεκίνησε σοφιστής και κατέληξε κυνικός. «Υπήρχαν ζητήματα στα οποία συμφωνούσε με τους στωικούς, σ’ άλλα με τους επικούρειους ή με τους περιπατητικούς, και δεν είχε διαβάσει τα συγγράμματα κανενός με περισσότερο ζήλο όσο του Πλάτωνα». Διαβάζοντας τον βίο του, μαθαίνουμε πολλά για τους ανθρώπους του 2ου μ.Χ. αιώνα, αφέντες και δούλους, πολίτες και ξένους,  εθνικούς και χριστιανούς, κυρίως μαθαίνουμε την ανθρώπινη ψυχή και όσα την ταλανίζουν· πάθη, έχθρες, μίση, έρωτες. Με ψυχαναλυτική τεχνική και χειρουργική ακρίβεια, ο συγγραφέας προσεγγίζει τις σκοτεινές πλευρές του υποκειμένου, το ανεπούλωτο τραύμα, την κρυμμένη επιθυμία. Βαθύς γνώστης της σύγχρονης αλλά και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κατασκευάζει με μαστοριά, διεισδυτικότητα και ευαισθησία το αφήγημά του και κεντά τον περίτεχνο μυθιστορηματικό ιστό του με την υπομονή της αράχνης. 

Αν ήταν αθλητής, ο Νικολής θα ήταν σίγουρα  μαραθωνοδρόμος."