Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΣΕ Α' ΠΡΟΣΩΠΟ / "Διάστιχο", 27/1/2013.


Διάστιχο, Κυριακή, 27 Ιανουάριος 2013 10:28


ΣΕ Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΗΣΣτην πεζογραφία έφτασα μεταγράφοντας ένα παλιό θεατρικό μου (του 2001) σε νουβέλα (Το Σκοτεινό Νησί) την άνοιξη του 2008. Όμως το πραγματικό πρώτο μου πεζό ήταν το διήγημα Γυναίκες στα ράφια του μανάβη που μου ζητήθηκε από την εφημερίδα Έθνος το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Αμέσως έπειτα έγραψα την πρώτη γνήσια νουβέλα μου –η έκδοσή της εκκρεμεί–, και από το φθινόπωρο του 2009 ως το καλοκαίρι του 2011 αφοσιώθηκα στη Διονυσία, νομίζω το μεγαλύτερο και σημαντικότερο σταθμό της ζωής μου. Θα προσπαθήσω όσο μου επιτρέπεται να εξηγήσω τους λόγους.
Κατ’ αρχάς γιατί για τη σύνθεση, για την οικονομία του μυθιστορήματος, συνειδητοποίησα ότι είχαν συμβάλει όλες οι προηγούμενες ενασχολήσεις μου, ότι επιτέλους αποκτούσαν μια εσωτερική αλληλουχία, δεν ήταν τυφλές κουτουλιές από δω κι από κει (πρακτικό λύκειο – ιατρική / φιλολογία / κλασική κατεύθυνση σπουδών – φροντιστήριο / θέατρο / απόπειρες γραφής σεναρίου κινηματογραφικού-τηλεοπτικού), ότι αντίστοιχα μου χρησίμευαν στη διευθέτηση-αρχειοθέτηση του πραγματολογικού υλικού, στη θεωρητική κατάρτιση, στον εμπλουτισμό της γλώσσας, στους χαρακτήρες – διαλόγους, στις ποικίλες λειτουργίες της αφήγησης. Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, πως για να γράψει κανείς μυθιστόρημα πρέπει να φοιτήσει στα δύο πρώτα χρόνια της ιατρικής – εξιχνιάζω μόνο τη δική μου διαδρομή. Περισσότερο για τη χαρά που μπορώ επιτέλους να περάσω στο ίδιο νήμα τις διαφορετικές πέρλες, να κατανοήσω πώς συνδέονται οι φαινομενικά αντίθετες ή ασυνεχείς κατευθύνσεις της πορείας μου.
Πάντοτε ήθελα να κάνω πεζογραφία –ένα διήγημα στα τριάντα μου με ταλαιπωρούσε επί δύο χρόνια–, απλώς χρειάστηκα πάρα πολύ καιρό για να τα καταφέρω. Ούτε απόλαυσα τίποτα άλλο όσο την ανάγνωση μυθιστορημάτων – το ρήμα απόλαυσα να εννοηθεί σ’ όλο το σημασιολογικό του εύρος. Και να που μια ανάσα πριν από τα 50 θα είχα πράγματα που ίσαμε τότε ζήλευα: να σπάω όσες φορές θέλω μέσα σε μία μόνο παράγραφο την ενότητα χώρου και χρόνου, να διαστέλλω ή να συστέλλω το χρόνο κατά τις ανάγκες του ρυθμού, να εγκιβωτίζω ή να υπάγω επιμέρους στοιχεία, να γράφω –νομίζω– με μια φροντισμένη ιδιόλεκτο, με όση ειρωνεία χρειαζόμουν προκειμένου να συγκεράσω κόσμους ετερόκλητους, αλλά το κυριότερο, ότι επινοούσα τον δικό μου τριτοπρόσωπο αφηγητή πρώτη φορά, το πρόσωπο που με απασχόλησε περισσότερο κι από τους ήρωες της αφήγησης: εμπειριστής, αναγκαστικά υποκειμενικός και αβέβαιος, με βλέμμα φυσιοδίφη. Κυρίως στο να κοιτάζει εκείνη την πρώτη αφορμή της εμπειρίας, τη λεγόμενη πραγματική, ό,τι χαρίζει στην αφήγηση αληθοφάνεια, με το ουδέτερο βλέμμα περιηγητή, δίχως καμία εμπλοκή οικειότητας.
Από την άποψη του περιεχομένου η Διονυσία είναι η μοιραία πτώση αυτού που χάνει ολότελα το νόημα της ζωής – εικάζω σε μια άλλη εκδοχή θα μπορούσε να αργοπεθαίνει, όπως συμβαίνει συνήθως, με το τηλεχειριστήριο στο χέρι κάνοντας ζάπινγκ για ακόμα είκοσι-τριάντα ανούσια χρόνια. Πάντως, ασχέτως τι και πώς το θες ή το βίωσες, το μυθιστόρημα –ευτυχώς– είναι μηχανή που σε αρπάζει από τις πρώτες γραμμές, κι αν είσαι δικός/δική του, είτε συγγραφέας είτε αναγνώστης, θα σ’ αφήσει συνταραγμένο τότε μόνο, στην τελευταία του λέξη. Και να το εύχεσαι, λέω εκ των υστέρων.
Να προσθέσω επίσης –κι ελπίζω να μην εκληφθεί ως πόζα–, τους τριάντα μήνες που έγραφα ή διόρθωνα τη Διονυσία, δεν υπήρξε Κυριακή να μην εκκλησιαστώ, ακόμα και στη Λισαβόνα έτρεχα σε καθολικούς ναούς. Έλεγα, λόγω της ηλικίας θα είναι, ξυπνάω που ξυπνάω νωρίς, ντύνομαι και πηγαίνω κάπου όπου συχνάζουν καλοντυμένοι. Τέλειωσα το μυθιστόρημα και έκτοτε τις κυριακάτικες λειτουργίες τις έκοψα μαχαίρι.
Και ένα τελευταίο: όσο έγραφα το έβδομο κεφάλαιο ήμουν σχεδόν καθημερινά στο Τρίτο Νεκροταφείο, στον 32ο τομέα, τον λεγόμενο των απόρων, επισκεπτόμουν το ταφάκι της. Ακόμα και τώρα, όταν πρέπει να παραβρεθώ σε καμιά κηδεία εδώ στην Αθήνα, ρωτάω με έξαψη: «Πού γίνεται; Στο Τρίτο;» Ελπίζοντας ότι θα σύρω τα πόδια πάλι κατά κει, κατά τη Διονυσία.