Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Τα λιθαράκια του σπιτιού μας.

Αντώνης Νικολής, Τα λιθαράκια του σπιτιού μας

Περιοδικό Στάχτες, Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015.

Στη Βουλιαγμένη, την άνοιξη του 1963. Με τη μητέρα μου Καλλιόπη (Πόπη), το γένος Χατζημάρκου. Μας φωτογραφίζει ο πατέρας μου Χαράλαμπος. Έως και το φθινόπωρο του 1963 ζούσαμε στα Ιλίσια, στην οδό Γουναροπούλου, ο πατέρας μου ειδικευόταν στην ακτινολογία, στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, εγκαταστημένοι πια στον τόπο της καταγωγής μας, στην Κω, θα γεννιόντουσαν και οι αδελφοί μου, ο Θανάσης (1964) και ο Λάμπρος (1967), για να συμπληρωθεί η πενταμελής πατρική οικογένεια.
Στη Βουλιαγμένη, την άνοιξη του 1963. Με τη μητέρα μου Καλλιόπη (Πόπη), το γένος Χατζημάρκου. Μας φωτογραφίζει ο πατέρας μου Χαράλαμπος. Έως και το φθινόπωρο του 1963 ζούσαμε στα Ιλίσια, στην οδό Γουναροπούλου, ο πατέρας μου ειδικευόταν στην ακτινολογία, στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, εγκαταστημένοι πια στον τόπο της καταγωγής μας, στην Κω, θα γεννιόντουσαν και οι αδελφοί μου, ο Θανάσης (1964) και ο Λάμπρος (1967), για να συμπληρωθεί η πενταμελής πατρική οικογένεια.
fav-3
“Πασίγνωστο σχήμα μεταφοράς: ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του για να χτίσει, με τις πέτρες του, το σπίτι του μυθιστορήματός του.” (Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος[*])
Είχα και άλλες ευκαιρίες να αναλογιστώ την παραπάνω ρήση, αλλά συχνότερα παρακολουθώντας αναρτήσεις είτε σε ιστολόγια (blogs) είτε σε χρονολόγια (τοίχους) στο facebook, από τη θέση αυτού που παρατηρεί μία σχεδόν ασύγγνωστη σπατάλη: «μα τι το δημοσιοποιεί τώρα αυτό, τόσο ωραίο κομμάτι», είναι η σκέψη μου συνήθως, «γιατί δεν το κρατάει για τον εαυτό του;». Για ένα συγγραφέα, ιδίως μυθιστοριογράφο, τα βιώματα, μικρά – μεγάλα, καθετί που αποθησαυρίζει η μνήμη, είναι το πολύτιμο υλικό της δουλειάς του. Μερικοί, κιόλας, αυτά τα λογής στιγμιότυπα τα καταγράφουν σε μπλοκάκια, τα καταχωρίζουν ή τα αποδελτιώνουν περίπου όπως οι ερευνητές επιστήμονες. Προσωπικά, κι όχι από φυγοπονία ή από έλλειψη οργάνωσης, τα ρίχνω ατάκτως, το προτιμώ να μεταβολίζονται μόνα τους, ν’ αφομοιώνονται εν αγνοία μου, εκεί κάτω στις γαλαρίες του ασυνειδήτου –ας μου επιτραπεί το σχήμα.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε (2014), στη βεράντα του σπιτιού μου στην Κω. Με φωτογραφίζει ο Δημήτρης Μποσνάκης.
Οι ιστορίες που αφηγούμαστε, τα λογοτεχνικά κείμενα καθαυτά, νομίζω είναι όντα φυσικά, όντα πέρα από μας, και τόσα όσες και οι πιθανές δυνατότητες της ύπαρξης. Ανάμεσα στα πολλάκις εκατομμύρια σπερματοζωάρια και τα εκατοντάδες ωάρια των γονιών μας, η ύπαρξή μας ήταν ήδη μία απειροστή πιθανότητα, όμως και μία φυσική δυνατότητα. Το ίδιο ισχύει για κάθε λογοτεχνικό έργο. Η συμβολή των συγγραφέων, αυτό που λέμε και ταλέντο, δεν είναι παρά η ικανότητα να φέρουμε από κείνους τους αφανείς τόπους τις σκιώδεις αυτές οντότητες, να τους δώσουμε ύλη από τη δική μας υπόσταση, (από το νου τα απαυγάσματα, από τα κιβώτια της μνήμης ανασύροντας συνειρμικά τις ακολουθίες και τις εκλάμψεις, από τη γλωσσική δεξαμενή την ιδιόλεκτο, από την αισθητική αγωγή τους ρυθμούς, τις μορφές του λόγου), και όλ’ αυτά σε ακέραια οικονομία, στη δική τους οικονομία. Έτσι, όντας απέριττα, -άρα, τι άλλο από αυθεντικά-, πάντως ποτέ με λογική επεξεργασία κατασκευασμένα, είναι αληθινά, και πια δεν είναι δικά μας. Όπως δεν ανήκουν σε κανένα γονιό τα παιδιά του, κι ας πήραν από τις σάρκες του για να γεννηθούν.
Μ’ άλλα λόγια, η δημιουργικότητά μας οικονομεί από τα βιώματα, από τα λιθαράκια του σπιτιού μας, γκρεμίζοντάς το, τα δομικά υλικά των αφηγήσεών μας. Να εικάσω, επιπλέον, ότι όλα τούτα εξατομικεύονται στον καθένα μας κατά τον τρόπο του, κατά το ύφος της δικής του τέχνης.
Ωστόσο, από την εμπειρία μου μιλώντας, η εν λόγω δημιουργική αποδόμηση των βιωμάτων, (όταν δε γίνεται επί τούτω, γιατί ειρωνεύομαι ή παίζω με φιλολογικές ευκολίες), μου είναι όχι μόνο ασύνειδη, αλλά κι όποτε τυχόν συμβεί να τη συνειδητοποιήσω, αυτό γίνεται δύσκολα και πολύ αφότου έχω τελειώσει τη δουλειά, το γράψιμο. Όταν διάβασε τη Διονυσία στενός από χρόνια φίλος -όχι κανένας πουριτανός-, σοκαρισμένος από το επεισόδιο με την ηρωίδα και τον άγνωστό της μετανάστη που συναντιούνται σε παγκάκι στην Αγίας Ζώνης και αμέσως έπειτα καταλήγουν για σεξ σε υπόγειο στη Μηθύμνης, περισσότερο από τη «ρεαλιστική σφοδρότητα» του επεισοδίου (σελ. 140 – 146), περίπου μου επέρριψε: «Μα καλά, είναι δυνατόν να ζεις τέτοια πράγματα!», καθώς θεωρούσε απίθανο τέτοιας έντασης αφήγηση να αντλούσε μόνο από στοιχεία μυθοπλασίας. Ξαναδιάβαζα το απόσπασμα και μπορεί επηρεασμένος από την άποψη του φίλου σοκαριζόμουν κι εγώ. Και, ειλικρινά, χρειάστηκα καιρό για να εξιχνιάσω ή καλύτερα να ξεδιαλύνω ποιο κομμάτι της αφήγησης ανήκε όντως στα «λιθαράκια του σπιτιού μου». Για καλή τύχη, ο φίλος θα μαρτυρούσε κι ο ίδιος ως αυτόπτης όσα θα ανακαλούσα. Στο απόσπασμα το μεταναστόπουλο πλησιάζει τη Διονυσία κρατώντας μια νάιλον με τρία – τέσσερα άδεια μπουκάλια μπίρας. Αυτά τα μπουκάλια θα γινόντουσαν ο μίτος που με οδήγησε στο έναυσμα.
Το μυθιστόρημα Διονυσία κυκλοφόρησε στις 19 Μαρτίου 2012 από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Το μυθιστόρημα Διονυσία κυκλοφόρησε στις 19 Μαρτίου 2012 από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Και πράγματι, μερικά χρόνια πριν, με τον ίδιο φίλο και μια ξαδέλφη του, μεσημέρι Κυριακής στο Γκάζι, παντού κόσμος πολύς, βρήκαμε να καθίσουμε σε γωνιακό εστιατόριο, στην απόμερη πρόσοψή του, κι όπου τα τραπέζια ίσα χώραγαν στριμωγμένα το ένα πίσω από το άλλο, κι από ένα μόνο κατά πλάτος στο στενό πεζοδρόμιο. Μπροστά μας είχε σερβιριστεί ήδη μια συντροφιά, νεαροί πολύ σύγχρονοι στην εμφάνισή τους. Είχαμε παραγγείλει κι εμείς, όταν λίγο αργότερα θα εμφανιζόταν από τα νώτα μας ένα ισχνό μεταναστόπουλο, Πακιστανός ή Ινδός, κρατούσε σφιχτά στο δεξί μία νάιλον (ο μίτος που έλεγα παραπάνω) με τρία – τέσσερα μπουκάλια μπίρας, περπάταγε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, μας προσπέρασε, στάθηκε δίπλα στο τραπέζι των νεαρών. Όρθιος και κοίταζε μπροστά του, παράλληλα προς το δρόμο και το πεζοδρόμιο, όμως σε σωματική σχεδόν επαφή με τον ακριανό της συντροφιάς. Περνούσαν τα λεπτά, εκείνοι λοξοκοίταζαν κατά την πλευρά του, παρατηρούσαμε το ασυνήθιστο του πράγματος και εμείς. Υπήρχε κάτι πολύ αμήχανο στην περίσταση. Ο ακριανός κάποτε δεν άντεξε, ζήτησε απ’ τον Πακιστανό να μετακινηθεί, να πάει παρακεί. Εκείνος δεν αντέδρασε. Ο ένας μετά τον άλλο τού απευθύνονταν και οι υπόλοιποι, το γκαρσόνι υστερότερα, ο ιδιοκτήτης ή υπεύθυνος του καταστήματος στο τέλος, και όλοι τους κάθε άλλο παρά επιθετικοί. Ο μετανάστης, αντίθετα, είχε στυλώσει τα ποδάρια, αρνιόταν πεισματικά να κουνηθεί, κι όταν πια τον μετακινούσαν κι εντέλει τον έσερναν, αυτός φώναζε κι έκλαιγε. Περίπου σαν αν είχε ορίσει -άραγε μετά από πόση απελπισία- ως έσχατο όριο της αντοχής ή του ζωτικού του χώρου το να παραμείνει όρθιος κι αμετακίνητος σ’ εκείνο εκεί το σημείο του ρείθρου. Εννοείται σταδιακά μάς είχε κοπεί η όρεξη, χάσαμε το κέφι μας. Το πράγμα δε χώραγε ίχνος αισθηματολογίας. Παρόλο τον πόνο που προξενούσε, τίνος το μέρος να πάρουμε, ποιος έφταιξε, σε ποια μεριά βρισκότανε το δίκιο; Κι όσο διήρκεσε όλο αυτό, το μεταναστόπουλο κρατούσε με δύναμη σφιχτά τη νάιλον σακούλα, «Τα άδεια μπουκάλια, τι τα θέλει, άραγε, τι τα κουβαλάει», είπα χωρίς να σκέφτομαι τι λέω, πιο πολύ για να μιλήσω, να εκτονωθώ.
Θύμισα στο φίλο το περιστατικό, τη φράση μου. «Τα άδεια μπουκάλια στη νάιλον σακούλα, άραγε, τι τα κουβαλούσε συνέχεια μαζί του;» αναρωτιέται η Διονυσία στο μυθιστόρημα. Στην αφήγηση το μεταναστόπουλο δεν είναι Πακιστανός -η ιστορία διαδραματίζεται περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα-, αλλά Αλβανός, οι δυο τους θα πάνε για σεξ σε παλιά πολυκατοικία στη Μηθύμνης, όπου στο χτύπημα του κουδουνιού, «ακούσανε τον ήχο όπως και το άνοιγμα της εισόδου που θύμιζε τράβηγμα σύρτη». Εδώ κι αν σκίρτησα: μα αυτό δεν ήτανε παρά το σπίτι του Σαχτούρη! Στη δεκαετία του ’80, φοιτητές και τα τρία αδέρφια (με την αλλαγή της σχολής, από την Ιατρική στη Φιλοσοφική, είχα χάσει τρία χρόνια κι έτσι συμπέσαμε), και γιατί μας βόλευε στου Ζωγράφου ή Ιλίσια, βρήκα δίχως να το ξέρω και νοίκιασα –από σύμπτωση ίδια με αφηγηματική πύκνωση- το σπίτι όπου ζούσαμε με τους γονείς μου από το ’60 που γεννήθηκα έως το ’63, στη οδό Γουναροπούλου. Φοιτητής μετακινούμουν με παπί και, γιατί μετά την εξαγορά του τότε από την Goody’s είχε ανακαινιστεί ο Φλόκας της Φωκίωνος, πολύ εντυπωσιακός –πρόκειται για την εποχή που είναι πια σε παρακμή οι καφετέριες του ’70, τα δερμάτινα καθίσματα και οι τσίγκινες ταπετσαρίες στους τοίχους, οι θαμώνες να χτυπούν με το κουταλάκι στο φλιτζάνι εωσότου ασπρίσει τη ζάχαρη με τους κόκκους του στιγμιαίου και μια κουταλιά νερό για το ζεστό νες με γάλα-, πεταγόμουν για καφέ, λοιπόν, στο Φλόκα της Φωκίωνος, όπου σύχναζε και ο Σαχτούρης, κι αφότου συνδεθήκαμε, καθώς ο ποιητής δεν είχε τηλέφωνο για προηγούμενη συνεννόηση, είχα ανοιχτή πρόσκληση, μπορούσα να τον επισκέπτομαι, όποια μέρα ήθελα, τα απογεύματα στις επτά. Ο φίλος, που έλεγα παραπάνω, έλειπε στην Ελβετία για τη διατριβή του εκείνα τα χρόνια, και όποτε κατέβαινε Αθήνα με συνόδευε σε μία τουλάχιστον από τις επισκέψεις μου στον Σαχτούρη, θέλω να πω ήξερε και αυτός το σπίτι στη Μηθύμνης, ήτανε τι ευρύχωρη εμπειρία το δυάρι του ποιητή, νόμιζες είχε ταξιδέψει σ’ όλο τον πλανήτη, κι αυτός είχε πάει μέχρι τα σύνορα σαν φαντάρος και με έξοδά του ίσαμε τον Πόρο μόνο. Θύμισα στο φίλο τον ήχο του σύρτη, σκίρτησε κι εκείνος.
Ώστε, να τι είχε συμβεί: η Διονυσία, αυτή που παραιτημένη άφησε το κλαδί απ’ όπου κρεμιόταν, για να μετεωριστεί με τα ένστικτα παραλυμένα σ’ ένα θολό σαν σκέψη κόσμο, πήρε στο κατόπι το μεταναστόπουλο του μεσημεριού στο Γκάζι, έφτασαν στο σπίτι της ποίησης, κι εκεί του πρόσφερε τη δική της παρηγορητική συμπάθεια, την ηδονή.
Και δυο μικρές, ακόμα, λεπτομέρειες. Το σπίτι στη Μηθύμνης όπου ο μετανάστης και η Διονυσία κάνουν σεξ είναι σκοτεινό, με μυρωδιές αντρικής απλυσιάς και υπόγειο∙ το σπίτι του ποιητή, παρόλο που χαμηλότερα από την είσοδο, ήτανε ισόγειο, έβλεπε πίσω στον ακάλυπτο, επίσης με τη μέριμνα και της συντρόφου του, της Ιωάννας Περσάκη, ζωγράφου, που αν θυμάμαι καλά έμενε δυο – τρία τετράγωνα ψηλότερα επί της Φωκίωνος, ήτανε νοικοκυρεμένο. Επιπλέον, στην αφήγηση το έχω κατεβάσει χαμηλά στο ύψος της Δροσοπούλου, -να υποθέσω πως ετούτη η αφηγηματική… μετατόπιση δεν είναι άσχετη με το αλισβερίσι των ναρκωτικών που αντιλήφθηκα αρκετές φορές ή με την πορνεία που δεν είδα ποτέ αλλά φημολογείται στη Δροσοπούλου. Αυτές τις ασύνειδες διεργασίες μπόρεσα να ξεδιαλύνω (και το πιθανότερο θα είναι χωνεμένες πολύ περισσότερες), προκειμένου να αιτιολογήσω την ένταση ή την προέλευση ενός φαινομενικά μη βιωμένου περιστατικού.
Αυτή είναι και η τέχνη μου. Το δικό μου υλικό συντίθεται και από βιώματα, δεν ξέρω να πω αν μόνο από βιώματα, όμως και αυτά όχι προτού μεταβολιστούν, μεταπλαστούν, κυλήσει ο καιρός και γίνουν ιλύς, ύλες φερτές που κουβαλάει στην κοίτη της ανυποψίαστη και ως αν ήτανε δικά της πλάσματα η φαντασία μου.
*
©Αντώνης Νικολής: (1960-). Συγγραφέας, μυθιστοριογράφος. Σπούδασε κλασική φιλολογία. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Το Σκοτεινό Νησί» (2008) και «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα» (2014), νουβέλες, και το μυθιστόρημα «Διονυσία» (2012). Από τις αρχές του 2013 δημοσιεύει άρθρα του στην ηλεκτρονική Φωνή της Αθήνας (Athens Voice).
*
______________________
[*] Μίλαν Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδόσεις Εστία, σελ. 153.
vintage_under2