(...) Μαζί με τον Νίκο στο κρεβάτι —άσχετα από το τι και πώς— στη φαντασία της διέσχιζαν το κεντρικό κλίτος μιας ψηλοτάβανης αίθουσας με τρούλο, με βιτρό φεγγίτες και παράθυρα, άδεια και ατέλειωτη, ν’ ακούει τις ανάσες και τα ξυπόλυτα ποδοβολητά τους, έπειτα το ’σκαγαν από πλαϊνή πόρτα σε σκιερό κήπο με εκατοντάφυλλα παλιές ποικιλίες, μ’ εξίσου μυρωδάτα μαγιάτικα, με βυσσινιές, με νεραντζιές, με κίτρα, με περγαμόντα, με δαμασκηνιές, να τρέχει σέρνοντας από το χέρι τον άντρα με το καστανό αραιό χνούδι, σ’ εκείνην να ταλαντεύονται τα βυζιά σωστά μαστάρια, σ’ εκείνον, —καμιά φορά συντονισμένες οι ταλαντώσεις στα δύο κορμιά— η ροδαλή ευρύχωρη αρχιδοσακούλα, σκαρφάλωναν στο στηθαίο μιας χαβούζας, πήδαγαν μέσα, όρθιοι, με το νερό —περισσότερο την εικόνα του υγρού, όχι την αίσθησή του— ως τη μέση ή ως το λαιμό, τα μικρά χρυσόψαρα να τσιμπολογούν τη βάλανο σ’ εκείνον ή τις θηλές στα δικά της στήθη, κι είναι στη σκιά μιας καρυδιάς, και τα καρύδια είναι πράσινα χλωρά, ό,τι πρέπει για γλυκό του κουταλιού. (...)
[Απόσπασμα, σελίδα 203, από το μυθιστόρημα Διονυσία, εκδόσεις Το Ροδακιό. Πρώτο δεμένο αντίτυπο, 19 Μαρτίου 2012.]