Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Ο Δημήτρης Φύσσας για τον Δανιήλ.

Ο φίλος και πολύ καλός συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας έγραψε για τον Δανιήλ ένα κείμενο κριτικής ανάλυσης υψηλού επιπέδου. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα.
Ευγνώμων ακόμα μια φορά και στον Στράτο Φουντούλη, το περιοδικό Στάχτες.

Δημήτρης Φύσσας: Αντώνης Νικολής, Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα

Επεξεργασμένη φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου
Επεξεργασμένη φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου
fav-3
Κριτική παρουσίαση του Δημήτρη Φύσσα
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το «Δανιήλ» (το Νοέμβρη που μας πέρασε), ήξερα ότι ήθελα να γράψω γι΄ αυτόν. Το πρόβλημά μου συνοψιζόταν στο εξής:  Πώς γράφεις για ένα βιβλίο πολύ ψηλής ποιότητας, όταν οι σκέψεις που σου γεννιούνται στο μυαλό είναι όσο πολλές, ώστε να μην ξέρεις από πού ν΄ αρχίσεις και πώς να το πιάσεις; Μετέωρος μπροστά σ΄ ένα τέτοιο πρόβλημα, δεν έγραφα λέξη.
Κέρδιζα, ωστόσο, σε νέες αναγνώσεις. Προσπαθώντας να βρω τον τρόπο να καταπιαστώ μαζί του, γύρναγα και ξαναγύρναγα στο βιβλίο. Μέχρι τώρα, στο έβγα του Φλεβάρη,  το διάβασα τέσσερις φορές- και δεν είναι κοινότοπο να πως, κάθε φορά, έβρισκα και καινούργια στοιχεία. Πώς μπορούσε το μικρό αυτό βιβλίο  να γεννάει ξανά και ξανά νέο διανοητικό υλικό για το αναγνώστη, παραμένει για μένα μυστήριο, που σπάνια το ΄χω ξανανιώσει- μα όποτε ισχύει, ξέρω, βέβαια, ότι προσεγγίζω τη μεγάλη πεζογραφία.
Ας είναι, παρατράβηξα το ξεκίνημά μου- και φοβάμαι πως τον ανυπόκριτο θαυμασμό μου, ήδη προοιμιακά, πολύ αμήχανα μόνο τον έδωσα.
Η ιστορία
Η ιστορία διαδραματίζεται στις μέρες μας και μοιάζει,  στη βάση της, πολύ απλή. Ένας άντρας λίγο πριν τα 50 του, ονόματι Μιχάλης, παντρεμένος και με δυο μεγάλα παιδιά, κάτοικος Αθήνας, γυρνάει στο νησί του για ν΄ ασχοληθεί με την πώληση κάποιου κληρονομικού μεριδίου- συνήθεις «ουρές» που αφήνουνε οι θάνατοι των γονιών. Αυτός είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Μένοντας  για λίγες μέρες στο νησί, επισκέπτεται τόπους που του γεννάνε μνήμες της εφηβείας του, αρκετές δεκαετίες πριν, και σμίγει με τους δυο καλύτερους φίλους της παλιάς εποχής. Ζώντας ταυτόχρονα στο σήμερα και στο χτες, προχωρεί στις (αναπόφευκτες) συγκρίσεις, επανερχόμενος σε ανθρώπους και τόπους παλιούς «που ήταν μια φορά» και σε μνήμες που «χάνονται σ΄ ένα σκοτάδι εβένου».
Κλειδί για το τελικό ξεκλείδωμα της αναπολητικής διαδικασίας είναι το παλιό χαμάμ τού τόπου, τώρα κλειστό και μερικά διαλυμένο, και ο άνθρωπος που το λειτουργούσε, ο Δανιήλ, τώρα πεθαμένος.
Ωστόσο, η επάνοδος ειδικά στο συγκεκριμένο χώρο επαναφέρει στη μνήμη, μέσα σ΄ ένα κλίμα ηδονικής συντριβής κάτω από το βάρος των αναμνήσεων, την ουσιαστική σεξουαλική του μύηση, τη δική του κι όλης της τοτινής εφηβικής τριάδας,  όπως την είχαν ζήσει σ΄ ένα διονυσιακό όργιο τού τότε, με τελετάρχη ακριβώς το Δανιήλ. Το όργιο αυτό, που αποτελεί την κορύφωση της ιστορίας, δεν κρατάει παρά ελάχιστες  σελίδες της αφήγησης.
Εμπλουτισμένος αλλά και ξαλαφρωμένος μετά την εναργή, και συμφιλιωτική με το παρελθόν, αναβίωση εκείνης της εμπειρίας και φυσικά καθώς η διεκπεραίωση της κληρονομικής εκκρεμότητας έχει λήξει, ο Μιχάλης φεύγει από το νησί (που συγγραφική αποφάσει δεν κατονομάζεται ρητά, αλλά από χίλιες μπάντες βγαίνει πως είναι η Κως) και παίρνει το καράβι για να επισκεφτεί το στερνοπαίδι του που σπουδάζει στην Κρήτη.  Στον πλου, μετά από συγκεκριμένη αφορμή που φέρνει έναν απόηχο από τον «Καισαρίωνα», ο αφηγητής έχει μια σύντομη παραίσθηση όπου ο Δανιήλ επανέρχεται ως επικεφαλής μύστης μιας γιορταστικής πορείας που θα μπορούσε να είναι αρχαιοελληνική, και που κατεβαίνει προς τη θάλασσα.
Αυτά.
Θα ΄λεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα πεζό «μαθητείας» /  κέμενο «ενηλικίωσης»  για  «εκείνα που δειλά φαντάσθη μαθητής» και τώρα «είν΄ ανοιχτά, φανερωμένα εμπρός του». Ισχύει προφανώς, μα το κείμενο είναι πολλά περισσότερα απ΄ αυτό. Γιατί ένα βιβλίο δύσκολα καταλήγει να γίνει σημείο αναφοράς  από ένα μόνο καλό στοιχείο, όσο σπουδαίο κι αν  είναι.  Γι΄ αυτό, αφήνοντας έξω το θέμα του χρόνου στο οποίο ήδη αναφέρθηκα,  θα προσπαθήσω να εμβαθύνω στα σημαντικότερα από τα υλικά  που συναποτελούν την αναγνωστική γοητεία του προϊόντος «Δανιήλ»- και δεν είναι λίγα.
Μερικά υλικά
Αφηγηματική πολλαπλότητα. Φαινομενικά, ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο. Σ΄ ένα δεύτερο κοίταγμα όμως, έχει τουλάχιστον τρεις «εαυτούς» που εναλλάσσονται: ο έφηβος που ζει στην αναδρομία,  ο ώριμος που ζει αυτά που ζει στη συγχρονία και ένας ακόμα ώριμος, που σχολιάζει κατά καιρούς τον τοτινό εαυτό του.
Πυκνότητα. Εφτά, όλα κι όλα, τα  σύντομα κεφάλαια του βιβλίου,  120 μονάχα σελίδες κειμένου κι αυτές με μεγάλη γενναιόδωρη γραμματοσειρά, δηλαδή λίγες χιλιάδες λέξεις συνολικά. Εκεί που άλλος θα ξέντωνε την ιδέα και θα ΄φτιαχνε μυθιστόρημα, ο Νικολής συμπυκνώνει σε νουβέλα (όρος που στην ελληνική Γραμματολογία έχει να άνει αποκλειστικά με το μήκος και μόνο του πεζογραφήματος, και που εδώ βρίσκει ακριβή ανταπόκριση),  Τον φαντάζομαι να γράφει και να κόβει, να γράφει και να ενώνει, ωσότου πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σπόντες. Προοικονομία πείτε το, πρόμνηση πείτε το, πρόληψη πείτε το,  (ποσώς μ΄ ενδιαφέρει η επακρίβεια των φιλολογικών όρων), οι υπαινιγμοί γι΄ αυτό που τελικά θα ΄ρθει  στο προτελευταίο κεφάλαιο έρχονται και ξανάρχονται στις προηγούμενες σελίδες σε μια σοφή διασπορά: άλλοτε σα διερώτηση των εφήβων, άλλοτε σαν καταγραφή τού τι λέει η κοινωνία (που «συσχέτιζε κουτά») για το χαμάμ και το Δανιήλ- άλλοτε σαν προειδοποιήσεις του ίδιου του Δανιήλ προς το νεαρό αφηγητή.
Κορύφωση. Παρτούζα πέστε το, όργιο πέστε το, εδώ αντανακλάται η χαρά της ζωής- κι έχει κι ένα απίστευτο εύρημα, για το οποίο θα γράψω μια μονάχα λέξη, επειδή δε θέλω να στερήσω τη χαρά της παρθενικής ανάγνωσης που ελπίζω να προκαλέσω:  εκμαγείο.  Αν νομίζει κανείς ότι οι  ερωτικές σελίδες στη λογοτεχνία είναι υποχρεωτικά είτε αποστειρωμένες, είτε γαργαλιστικές, δείτε το μάστορα σ΄ αυτές τις λίγες σελίδες. Θα πρέπει να ήταν οι δυσκολότερα γραμμένες.
(Μη) ρεαλισμός. Η νουβέλα κυριαρχείται από το «ρεαλισμό» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό): οι λεπτομέρειες είναι όλες αληθινές ή αληθοφανείς (ακόμα και τα περίφημα εκμαγεία!), η ιστορία «κουμπώνει» πλήρως, οι τόποι και οι χρόνοι προσδιορίζονται σαφώς. Αλλά υπάρχουν και δύο ακαριαία σημεία, εντελώς αξιοσημείωτα, στα οποία ο  ρεαλισμός αποτραβιέται υπέρ των στιγμιαίων παραισθήσεων. Το ένα το προανάφερα, είναι η τελετουργική πομπή – πορεία. Το άλλο είναι λίγες φράσεις στην πολύ-ερωτική πράξη, όπου ο μυούμενος έφηβος «ζει» με αταβιστικό τρόπο σεξουαλικές εμπειρίες που δε θα μπορούσαν να είναι αληθινές, οι οποίες συμφύρονται με τις «κανονικές» που ζει «πραγματικά». 
Κλιμάκωση και δευτερεύοντες ήρωες. Η κορύφωση της αναπολητικής διαδικασίας έρχεται λίγο λίγο μέσα από πολλά αφηγηματικά επεισόδια που την προετοιμάζουν, διατηρώντας όμως το καθένα την αυτονομία του. Οι δε δευτερεύοντες ήρωες (το προσωπικό του χαμάμ, η οικογένεια του Δανιήλ, οι άνθρωπο που τελικά θα συμμετάσχουν στο όργιο κλπ) δίνονται με σύντομες, χαρακτηριστικές καταγραφές, που εντυπώνονται στο μυαλό του αναγνώστη.
Ερωτικός ανθρωπισμός. Έλληνες και Τούρκοι (εδώ αναφέρονται όπως λέγονταν στο νησί: μωαμεθανοί, γκέι και στρέιτ, άντρες και γυναίκες, μαύροι και άσπροι, πλούσιοι και φτωχοί, χωραΐτες και χωριάτες, «μορφωμένοι» και «αμόρφωτοι», θαρρετοί και φοβισμένοι, φαντάροι και βαθμοφόροι, Ανατολίτες και Δυτικοί, όλοι είναι εδώ, σ΄ ένα σοφό παζλ συγγραφικής ισοτιμίας, που τίποτα δεν καταφρονάει αλλά και τίποτα δεν το ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη. Και το αμάλγαμα που τους ενώνει όλους αυτούς ποιο άλλο θα μπορούσε να είναι παρά ο ερωτισμός;- έστω κι αν εδώ η ανατολίτικη  ατμόσφαιρα κυριαρχεί.
Επιγραμματική – φιλοσοφίζουσα διάσταση. Παρόλο που το βιβλίο δε γράφτηκε για να κουνήσει το δάχτυλο με διδακτισμό στον αναγνώστη, κάθε άλλο μάλιστα, δεν μπορείς να μη σταθείς ξανά και ξανά σε παρατηρήσεις που απηχούν βάθος σκέψης,  ανθρωπιά, στωικότητα.
Έκφραση φθοράς. Σπάνια έχω δει καλύτερα αποτυπωμένο τον καημό για το χάσιμο των παλιών ανθρώπων  που ζούσανε μετρημένα κοντά στη φύση, για το ερείπωμα των χώρων,  το χαμό της αθωότητας. Κι  ας μη φανταστεί φυσικά κανείς ότι  τα παραπάνω γράφονται πουθενά κατά τον απλοϊκό τρόπο που τα συνοψίζω εδώ εγώ.
Αυτοϋπονόμευση. Ούτε στις πιο σημαντικές στιγμές του το βιβλίο δε μοιάζει να παίρνει τον εαυτό του και την ιστορία του πλήρως και αδιάλειπτα στα σοβαρά. Σου κλείνει το μάτι και σου λέει: «Εγώ αυτά σού γράφω, αλλά συνάμα κοροϊδεύω και υπονομεύω τον εαυτό μου σαν αφηγητή. Εγώ αυτά σου λέω, τι θα δεχτείς εσύ –μάλλον τι θα δέχεσαι την καθεμιά από τις φορές που το διαβάζεις–  είναι δικό σου θέμα. Κόφ΄ το λαιμό σου να βγάλεις άκρη».  Κι αυτό ξεκινάει ήδη από το εμπνευσμένο μότο, δικής του έμπνευσης, που ο συγγραφέας προτάσσει στο βιβλίο του και που αφορά τη σχέση πραγματικότητας, ζωής και λογοτεχνίας.
Ντοπιολαλιά. Ο  Νικολής δε φοβάται ν΄ αναπαράγει την τοπική λαλιά, το νησιώτικο αυτό ιδίωμα, μουσικότατο και γλυκύτατο άλλωστε, σε σημεία του  βιβλίου όπου μιλάνε οι ντόπιοι «απλοί» άνθρωποι. Ταιριάζει μια χαρά και συμβάλλει στον αφηγηματικό ρεαλισμό, όπως άλλωστε και η αναφορά σε μερικά έθιμα της εποχής- ειδικά το πώς ξενυχτάνε το νεκρό στο σπίτι. Εδώ συγγραφέας ακολουθεί τον τρόπο των παλιών ηθογράφων. Κι αυτό είν΄ όλο, η ομοιότητα σταματάει, γιατί κανένα από τ΄ άλλα (και άκρως απωθητικά) στοιχεία της παλιάς ηθογραφίας δεν εμφανίζεται εδώ.  Αλλά είπαμε να μη φιλολογίσουμε.
Γαστριμαργία. Ουδέποτε συμπάθησα της μόδα των τελευταίων 10 ή 20 ετών, να χώνονται φαγητά και συνταγές ακριβείς περιγραφές πιάτων και αφηγήσεις γευμάτων μέσα στη λογοτεχνία. Μου μοιάζει ότι ανακατεύει στοιχεία ανόμοιων απολαύσεων (το φαϊ είναι φαϊ και η λογοτεχνία είναι λογοτεχνία), για να μην πω ότι ψαρεύει ευθέως αναγνώστριες. Και στο «Δανιήλ» υπάρχουν τέτοιες αναφορές, αλλά, προσοχή: είναι μετρημένες και είναι ενταγμένες στην αφηγηματική οικονομία, συμβάλλοντας στην εξέλιξη του μύθου. Ας πούμε, η παρτούζα θα ήταν λειψή ή μάλλον δε θα υπήρχε καν, αν δεν είχε προηγηθεί γεύμα συγκεκριμένης σύνθεσης. Και θα είχε  μικρότερο βάρος αν, μετά το γλυκοξύπνημα, δεν έπονταν το πρωινό.
Τίτλος. Πέρα από την πομπή που καταλήγει στη θάλασσα, ο τίτλος μπορεί και να ερμηνευτεί και ως σπαρακτική φράση. Δηλαδή τι (θα) σήμαινε το «πάει στη θάλασσα» για το χαματζή Δανιήλ, ποια σχέση (δεν) είχε η θάλασσα με το χαμάμ. Αλλά για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να διαβαστεί το βιβλίο .
Έκδοση. Διόλου τυχαία, «Το Ροδακιό» λογαριάζεται σαν ένας από τους αρτιότερους εκδότες. Πολύ δίκαια, νομίζω, και το ανά χείρας βιβλίο το επιβεβαιώνει: γενική όψη, στήσιμο, ευανωγνωσία, εξώφυλλο, επιμέλεια. Τόσο, που του συγχωρώ το αχώνευτο πολυτονικό.
*
©Δημήτρης Φύσσας – d.fyssas@gmail.com
fav-3
nikolis-bkΑντώνης Νικολής
Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα
Εκδόσεις «To Ροδακιό»
Αθήνα 2014





vintage_under2