Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Γκορ Βιντάλ: Δημιουργία.

Νομίζω ότι η Δημιουργία συγκαταλέγεται στα ιστορικά μυθιστορήματα τα πιο πλούσια σε ερεθίσματα γι’ αυτόν που θέλει να μελετήσει το είδος σε συνθήκες εργαστηρίου, επίσης στα έργα του Βιντάλ με τις υψηλότερες επιδόσεις της ειρωνείας του. Κατ’ αρχάς, ας μην αφήσω άθελά μου μία λάθος υπόνοια: πρόκειται για ένα από τα συναρπαστικότερα μυθιστορήματα που διάβασα ποτέ, ασχέτως είδους, και τώρα που το ξαναδιάβαζα, παρά την πρόθεση της ιδιαίτερης μελέτης, η απόλαυση ήτανε τόση, που συχνά έπρεπε να επιστρέφω σ’ ό,τι απορροφημένος, παρασυρμένος από τη δυνατή αφήγηση, είχα προσπεράσει.

Ο Βιντάλ έκανε ή βρήκε μία αξιοπρόσεκτη παρατήρηση: τον 5ο αιώνα π. Χ. από μία άκρως ενδιαφέρουσα συγκυρία για την πανανθρώπινη ιστορία συνυπήρξαν σε διαφορετικά σημεία, δίχως επικοινωνία μεταξύ τους, πολύ περισσότερο δίχως αλληλεπίδραση, ο Σωκράτης στην Αθήνα, ο Ζωροάστρης στην Περσία των Αχαιμενιδών, ο Βούδας στα ινδικά βασίλεια, ο Κομφούκιος στην Κίνα (γνωστή ακόμα ως Καθαία, όπως καταγράφεται και στο μεταγενέστερο, ως προς την εποχή του αφηγητή, παγκόσμιο χάρτη του Πτολεμαίου). Μπορούμε να υποθέσουμε μία κάποια επιπλέον λογική προεργασία του συγγραφέα, ίσως στα πρώτα διαγράμματα της πλοκής, ενδεχομένως και στα προκαταρκτικά της πραγματολογικής έρευνας, αλλά ίσαμε εκεί. Το πράγμα έχει όλο τον πυρετό της έμπνευσης, το υλικό γρήγορα συνεπήρε τον Βιντάλ, η Δημιουργία είναι και για τούτο απολαυστική, για το ότι ο πρώτος που την απολαμβάνει είναι ο συγγραφέας της.
Με λίγα λόγια η πλοκή: ο Κύρος Σπιτάμα, εγγονός του Ζωροάστρη, από πατέρα Πέρσης, από μητέρα, τη Λαΐδα, Θρακιώτης Έλληνας, και μάλιστα Αβδηρίτης, θείος του Δημόκριτου, τυφλός και γέρος όντας, αποστέλλεται στην Αθήνα πρεσβευτής του Μεγάλου Βασιλέα Αρταξέρξη. Εκνευρισμένος από την εκδοχή του Ηροδότου για τα Μηδικά, τους Ελληνικούς πολέμους όπως τους ονομάζουν οι Πέρσες, αφηγείται στο νεαρό Δημόκριτο τα καθέκαστα της περσικής πολιτικής ζωής, τη ζωή στο χαρέμι και την καγκελαρία του Δαρείου, τη νεανική συντροφιά του με τον Ξέρξη και τον Μαρδόνιο, το ταξίδι τους στην κατακτημένη από τους Πέρσες Βαβυλώνα, την εμπορική αποστολή που αναλαμβάνει ως Μάτι του Μεγάλου Βασιλέα προς τα βασίλεια της Ινδίας, τη γνωριμία του με τον Βούδα, αλλά και ως την Καθαία, και εκεί με τον ταοϊστή Λι Τσου και τον Κομφούκιο, το ταξίδι του κοσμοπολίτη που ενώ περιεργάζεται τους τρόπους και τα πρωτόκολλα των ποικίλων συστημάτων διοίκησης, τα ήθη και τις παραξενιές των κοινωνιών που συναντά, ψάχνει επίμονα την απάντηση στο ερώτημα ποιος ή τι δημιούργησε τον κόσμο.
Το μυθιστόρημα θυμίζει τεράστια παγκόσμια τοιχογραφία, περίπου ως εάν είχαμε πολλές καλογυρισμένες ώρες ντοκιμαντέρ για την τότε, πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, γνωστή οικουμένη. Το πραγματολογικό υλικό, η ιστορική έρευνα, φαίνεται απίστευτα ογκώδης. Αλλά, και εντούτοις, ωχριά μπροστά στο αυτούσιο λογοτεχνικό έργο (ένα απλό παράδειγμα στις σελ. 355 – 356: στην Αλικαρνασσό ο Σπιτάμα με τον Μαρδόνιο πιάνουν στην κουβέντα ένα γιδοβοσκό, προκειμένου να βεβαιωθούν αν ένας τυχαίος υπήκοος της αυτοκρατορίας γνωρίζει ή όχι το όνομα του Μεγάλου Βασιλέα Δαρείου, που δεν το γνωρίζει, μα ούτε το όνομα της Αρτεμισίας, της οποίας το ανάκτορο του δείχνουν, ο βοσκός αναφέρεται σ’ αυτήν μόνο με το «κυρά», είναι η κυρά των βοσκοτόπων του, ξέρει ότι καβαλάει το άλογο σαν άντρας κι ότι είναι πολύ πλούσια, δε γνωρίζει πως είναι χήρα ούτε ότι είναι η βασίλισσα της Αλικαρνασσού: δύο σελίδες σπαρταριστές, που παρήγαγε, εικάζω, η ελάχιστη ιστορική πληροφορία ότι οι πληθυσμοί αγνοούσαν την πολιτική επικαιρότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα). Οι περιγραφές των τόπων, οι χαρακτήρες, η ζωή των προσώπων, το βλέμμα του συγγραφέα που παρατηρεί με οξύνοια ή με θυμηδία αυλές, χαρέμια, τα πάθη, τη ματαιοδοξία ή την ελαφρότητα των ανθρώπων της εξουσίας. Ο Γκορ Βιντάλ νταραβερίστηκε προσωπικά, ένιωσε το παγερό χνώτο της πολιτικής ηγεσίας της εποχής του, πρόσεξε την αναγκαιότητα των τελετουργιών (οι τελετουργίες σημαντικότερες από τις δράσεις, τα σύμβολα από τα όντα) για την ισχύ ή και μόνο για τη λειτουργία της διοίκησης, πέρα από εποχές, καθεστώτα, λαούς.
Ο Σπιτάμα, ο αφηγητής του, αποτελεί και αυτός μία πολύ οικονομική σύλληψη. Τυφλός, άρα υπαγορεύει την αφήγησή του, έτσι από το α’ μπορεί να περνάει εύκολα στο β’ πρόσωπο, «ο Δημόκριτος δε συμφωνεί τώρα, μου λέει αυτό…, αλλά…, Δημόκριτε…», μερικές φορές και αυτούσιες οι ερωτήσεις του ακροατή – γραμματέα, και οι απαντήσεις του αφηγητή, με αποτέλεσμα να επανέρχεται συχνά η υπενθύμιση πως είναι ένα συγκεκριμένο υποκείμενο αυτός που βιώνει ή στοχάζεται τον κόσμο κατά την αφήγηση, στο τέλος κιόλας κάποιες αναγκαίες επεξηγήσεις χρονικού προσδιορισμού, πάλι σε α’ πρόσωπο, θα τις δώσει ως εκδότης του τελικού κειμένου ο Δημόκριτος, και μάλιστα για τον καλύτερο κατατοπισμό, σαράντα χρόνια μετά το πέρας της υπαγόρευσης, όταν ο ώριμος πια Αβδηρίτης, πολυταξιδεμένος κι εκείνος, θα μπορέσει να απαντήσει με τη σειρά του στο μεγάλο ερώτημα για τη δημιουργία του κόσμου, αδιαμφισβήτητα ο εγκυρότερος για να κάνει κάτι τέτοιο εκ μέρους όλου του αρχαίου κόσμου.
Η Δημιουργία ευτύχησε και ως προς την έκφραση της βινταλικής ειρωνείας. Είναι ιδιοφυώς διπλή. Άλλη η ειρωνεία του αφηγητή, άλλη (αυτή συγκαλυμμένη) του συγγραφέα. Κατά το ήμισυ Έλληνας ο αφηγητής μπορεί να πάρει ορισμένη απόσταση από τον ανατολικό κόσμο της περσικής αυλής, ως Πέρσης, πάλι, κατά το άλλο ήμισυ, και μεγαλωμένος στην αυλή του Δαρείου, με πολιτιστική ταυτότητα, άρα, κυρίως περσική, θα παρατηρεί απορώντας ή δυσφορώντας τους Βαβυλωνίους, Ινδούς, Καθαίους, και με σχεδόν σταθερή ενόχληση ή οξυμμένη περιέργεια, (τους αντιλαμβάνεται, όμως δεν τους κατανοεί), τους κατ’ αυτόν αλαζόνες, πονηρούς ή σαλεμένους Έλληνες, ιδιαίτερα τους Αθηναίους. Διπλή η ειρωνεία, διότι δε συμπίπτουν πάντοτε ο αφηγητής και ο συγγραφέας –και τι λεπτοί χειρισμοί-, τους παρακολουθούμε άλλοτε να συντονίζονται, άλλοτε το συγγραφέα να αφήνει εκτεθειμένο τον αφηγητή του (διάσταση, όπως παρακάτω, στο απόσπασμα της σελ. 68). Και η εσχάτη ειρωνεία: αν απευθυνόμενος ο Σπιτάμα στους Έλληνες συγχρόνους του εξαίρει την Ανατολή αμφισβητώντας πολλούς από τους μύθους της ελληνικής υπεροχής, ο Βιντάλ ειρωνεύεται τους δικούς του σύγχρονους, επιλέγοντας από το παρελθόν εικόνες ευημερίας και ελευθεριότητας πιο δυνατές από τις σημερινές, λέγοντας εμμέσως, αν νομίζετε, αγαπητοί, ότι ο πλανήτης περίμενε εσάς για να γίνει συναρπαστικός, γελιέστε!
    
Μερικά αποσπάσματα:

Σελ. 61, (δείγμα ειρωνείας): Λένε για το ανάκτορο στα Σούσα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να ξέρει πού οδηγούν όλοι του οι διάδρομοι. Το πιστεύω. Λένε ακόμα ότι έχει ακριβώς δέκα χιλιάδες δωμάτια, πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω. Τολμώ να πω ότι, αν το έλεγαν αυτό στον Ηρόδοτο, θα έγραφε ότι έχει είκοσι χιλιάδες δωμάτια.

Σελ. 63, (πορτρέτο της πρώτης συζύγου του Δαρείου, κόρης του Αχαιμενίδη Κύρου (Β') και μητέρας του Ξέρξη): Τα μαλλιά ή η περούκα της Άτοσσας ήταν βαμμένα κόκκινα. Και τα μεγάλα γκριζοκόκκινα μάτια ήταν περιτριγυρισμένα όχι από το συνηθισμένο λευκό αλλά από ένα κόκκινο πυρρό όσο τα μαλλιά της. Αν και είχε μια ανίατη πάθηση  των ματιών, ποτέ δεν τυφλώθηκε, υπήρξε τυχερή. Ένα παχύ στρώμα μπογιάς σκέπαζε το πρόσωπό της για να κρύψει –όπως λένε όλοι- μιαν αντρική γενειάδα. Είχε μικροσκοπικά χέρια. Το κάθε δάχτυλο ήταν φορτωμένο με δακτυλίδια.

Σελ. 68, (ειρωνεία, ο αφηγητής Σπιτάμα ειρωνεύεται τους Έλληνες και ο συγγραφέας Βιντάλ τον αφηγητή του): Το τέθριππο άρμα το οδηγούσε ο ίδιος ο Θεσσαλός. Είχε νικήσει στις αρματοδρομίες στους Ολυμπιακούς αγώνες και καμάρωνε τόσο γι’ αυτό όσο και ο Καλλίας. Υπάρχει κάτι σ’ αυτούς τους αγώνες που γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια στην Ολυμπία, που ξετρελαίνει ακόμα και τους πιο έξυπνους Έλληνες. Νομίζω ότι αν έβαζες τον Θεσσαλό να διαλέξει ανάμεσα να γίνει τύραννος της Αθήνας και να κερδίσει τον κότινο του νικητή στους τριακοστούς ένατους Ολυμπιακούς αγώνες, θα προτιμούσε το στεφάνι με τα κλαράκια της ελιάς.  

Σελ. 181, (οι… πολιτιστικές συσχετίσεις του κοσμοπολίτη ταξιδιώτη αφηγητή): Ενώ οι δικοί μας κουρείς προσπαθούν να δημιουργήσουν νεανικές αποχρώσεις για τους ηλικιωμένους, ο Ινδός κουρέας πρέπει να διακρίνεται για τη φαντασία του. Μια τετράχρωμη γενειάδα θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστική. Πάντως δεν υπάρχει θέαμα πιο αλλόκοτο από μια σύναξη Ινδών αυλικών, όπου ο καθένας έχει μια γενειάδα σαν το ουράνιο τόξο, φοράει επικίνδυνα ψηλά χονδροσολιασμένα λευκά δερμάτινα παπούτσια και κρατάει το ζωηρόχρωμο σκιάδιό του.

Σελ. 237, (ειρωνεία, εδώ αφηγητής και συγγραφέας συμπίπτουν): Ομολογώ ότι θαύμαζα τον τρόπο  με τον οποίο ο Μπιμπισάρα εισέπραττε, τόσο ανώδυνα, τόσα πολλά έσοδα από τις κακές έξεις του λαού. Για ένα διάστημα, στήσαμε δοκιμαστικά στα Σούσα μια λέσχη τυχερών παιχνιδιών. Αλλά οι Πέρσες δεν είναι παίκτες –ίσως επειδή δεν είναι έμποροι;- και στη λέσχη έρχονταν μόνο Έλληνες. Εφόσον οι Έλληνες μονίμως χάνουν πιο πολλά απ’ όσα θα ήταν ποτέ ικανοί να πληρώσουν, η λέσχη έκλεισε.

Σελ. 248, (ο κοσμοπολίτης αφηγητής, εδώ η εικόνα είναι… διαχρονική): Ομολογώ ότι ποτέ δε συνήθισα τον τρόπο που έχουν οι Ινδοί να ανακουφίζονται δημόσια. Στην Ινδία είναι αδύνατο να προχωρήσεις ένα μονοπάτι χωρίς να παρακολουθήσεις δεκάδες άντρες και γυναίκες να κάθονται χαρωποί στην άκρη του δρόμου με λυγισμένα τα γόνατα. Οι χειρότεροι απ’ όλους είναι οι τζάινα και οι βουδιστές μοναχοί. Αφού ένας μοναχός τρώει μόνον ό,τι ζητιανέψει, τους βάζουν πολύ συχνά στην κούπα χαλασμένη τροφή, μερικές φορές σκόπιμα. Από τη στιγμή που η τροφή μπαίνει στην κούπα, ο μοναχός είναι υποχρεωμένος να τη φάει. Λόγω της άθλιας αυτής διατροφής οι περισσότεροι μοναχοί υποφέρουν από κάθε λογής στομαχικές διαταραχές –τα αποτελέσματα της οποίας τίθενται σε κοινή θέα.

Σελ. 271, (οι πόλεις στα μάτια του πολυταξιδεμένου αφηγητή – σχόλιο σαν στο National Geographic του 5ου π. Χ. αιώνα): Μέχρι που βρέθηκα στην Ινδία πίστευα ότι οι πόλεις δεν ήταν παρά κάτι ακανόνιστα γυμνά τείχη διαφόρων μεγεθών, τοποθετημένα στα κουτουρού γύρω από ελικοειδή δρομάκια. Ακόμα και τα σπίτια της Βαβυλώνας, που βλέπουν στους μακριούς ίσιους δρόμους, είναι τόσο γυμνά και χωρίς παράθυρα, όσο τα σπίτια οποιασδήποτε περσικής ή ελληνικής πόλης. Αν δεν υπήρχε πού και πού η ελληνική κιονοστοιχία, η μονοτονία θα ήταν καταθλιπτική, ιδιαίτερα στα ζεστά κλίματα όπου ο κοσμάκης περνάει όλη τη χρονιά έξω από το σπίτι.
Το Σραβάστι όμως είναι αλλιώτικο από τις πόλεις της Δύσης. Κάθε σπίτι στολίζεται με παράθυρα και μπαλκόνια, και οι στέγες είναι θεσπέσια πυργωτές. Οι τοίχοι είναι συχνά διακοσμημένοι με σκηνές από την αιώνια ζωή του Ράμα. Πολλές από τις ζωγραφιές αυτές είναι θαυμάσια φτιαγμένες-ή ξαναφτιαγμένες- αφού κάθε χρονιά τις ξεπλένουν οι βροχές. Μερικοί σπιτονοικοκύρηδες καλύπτουν τώρα τους τοίχους των σπιτιών τους με ημιανάγλυφα και το αποτέλεσμα είναι πραγματικά υπέροχο.

Σελ. 448 (ο κοσμοπολίτης, σχεδόν εθνολόγος, και με λεπτότατους ειρωνικούς υπαινιγμούς αφηγητής): Μου πήρε χρόνια για να συνηθίσω τους ανθρώπους που λένε ψέματα χωρίς κανένα λόγο. Αφού οι Πέρσες απαγορεύεται να λένε ψέματα, δε λένε ψέματα –σε γενικές γραμμές. Ως φυλή αντιμετωπίζουμε με τρόμο το ψεύδος, πράγμα που ανάγεται στον Σοφό Κύριο. Οι Έλληνες δεν έχουν τέτοια αισθήματα και είναι ευρηματικότατοι ψεύτες. Οι Καθαίοι ψεύδονται άνετα. Οι περισσότεροι ευνούχοι και ο δούκας της Σεχ λένε ψέματα μόνο για τη χαρά του πράγματος. Αλλά τον αδικώ το δούκα. Στην περίπτωσή του η αλήθεια και η φαντασία είχαν τόσο μπερδευτεί, ώστε είμαι βέβαιος ότι ποτέ δεν ήξερε τι ήταν τι. Ζούσε μέσα σε έναν επινοημένο κόσμο, που σχημάτιζε οξεία ή ορθή γωνία, όπως θα έλεγε ο Πυθαγόρας, με το εσαεί αναλλοίωτο.

Σελ. 452 (παρεμφερές με το προηγούμενο απόσπασμα / και αλλαγή από το α’ στο β’ πρόσωπο, στην κατακλείδα): Οι ίδιοι άνθρωποι έχουν μια παράξενη αλλά όχι δυσάρεστη μυρωδιά, όπως έχω σημειώσει και πρωτύτερα. Ένα πλήθος Καθαίων μυρίζει πιο πολύ πορτοκάλι παρά ιδρώτα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως η κίτρινη επιδερμίδα τους να έχει κάποια σχέση με τη μυρωδιά τους. Σίγουρα δεν τρώνε πολλά πορτοκάλια και πλένονται πολύ λιγότερο συχνά από τους Πέρσες, που ο ιδρώτας τους έχει πολύ πιο έντονη μυρωδιά. Τίποτε βέβαια δε συγκρίνεται με την μπόχα αυτών των μάλλινων χιτώνων που φορούν οι νεαροί Αθηναίοι το φθινόπωρο του ενός χρόνου και δεν τους βγάζουν από πάνω τους μέχρι το φθινόπωρο του επόμενου. Ο Δημόκριτος μου λέει ότι οι νεαροί των ανωτέρων τάξεων πλένονται καθημερινά στο γυμναστήριο και ότι χρησιμοποιούν όχι μόνο λάδι, για να κάνουν γυαλιστερό το δέρμα τους, αλλά και νερό. Γιατί τότε, αφού είναι καθαροί, φορούν εκείνους τους βρομερούς μάλλινους χιτώνες; Σε τέτοια ζητήματα, Δημόκριτε, μην αμφισβητείς τις αισθήσεις που έχουν απομείνει σ’ έναν τυφλό.  

Σελ. 453 (ειρωνεία και χιούμορ): Μα έτσι κι αλλιώς δεν έχω συναντήσει ακόμη κανέναν πραγματικά εμπνευσμένο ψεύτη που να μην εκφράζεται με άκρατο λυρισμό για την αρετή του να λες την αλήθεια.

Σελ. 483 (ο συγχρωτισμός αφηγητή αλλά και συγγραφέα με τους ισχυρούς…): Κι όμως, όταν συγκεντρώνονται οι ισχυροί – σε οποιοδήποτε μέρος της Γης- έχουν την τάση να αφήνουν κατά μέρος πολλούς από τους λεπτεπίλεπτους τρόπους που έχουν μπροστά στον κοσμάκη. Ο Δαρείος κατ’ ιδίαν πάντα έφτυνε. Και γελούσε σαν στρατιώτης.

Σελ. 539 (η διαχρονική βαρβαρότητα): Δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες των δημοκρατικών είχαν παλουκωθεί στις δυο πλευρές του δρόμου που πηγαίνει από το Βαϊσάλι στο Σραβάστι. Επειδή η τελική μάχη είχε γίνει την εποχή της ξηρασίας, ο καυτός ήλιος είχε μουμιοποιήσει τα πτώματα, με αποτέλεσμα οι νεκροί στρατιώτες να φαίνονται ακόμα ζωντανοί, με το στόμα ορθάνοιχτο, σαν να πάσχιζαν να ανασάνουν ή να ουρλιάξουν: θα πρέπει να άργησαν πολύ να πεθάνουν πάνω σε εκείνα τα ξύλινα παλούκια. Ξαφνιάστηκα λιγάκι σαν είδα ότι είχαν ευνουχίσει προσεκτικά όλους τους άντρες∙ οι Ινδοί αποδοκιμάζουν τον ευνουχισμό. Αργότερα, στο Σραβάστι, είδα ότι πουλιούνταν μεγάλες ποσότητες λεπτοδουλεμένοι οσχεϊκοί σάκοι και –για μια εποχή τουλάχιστον- είχαν γίνει περιζήτητοι για πορτοφόλια. Οι κυρίες τους κρεμούσαν στις ζώνες τους, ως εκδήλωση πατριωτισμού.

Σελ. 583 – 584 (χιούμορ): Φυσικά, αν μια κυρία του χαρεμιού την τσάκωναν μονάχη με έναν άντρα, εκείνη θα την στραγγάλιζαν και τον άντρα θα τον έθαβαν ζωντανό, μοίρα μάλλον χειρότερη από εκείνη που περιμένει τον Αθηναίο μοιχό, που τον αναγκάζουν να καθίσει να του βάλουν στον πρωκτό ένα μεγάλο ραπάνι, κάτι που εδώ πέρα μπορεί να προκαλέσει τόσο δυσφορία όσο και ηδονή.

Σελ. 617 – 618 (αλλαγή αφηγητή, σε α’ πρόσωπο ο Δημόκριτος, κάπου σαράντα χρόνια μετά την υπαγόρευση και το θάνατο του Σπιτάμα, συμπληρώνει, σχολιάζει, έχει και αυτός ταξιδέψει πολύ, μπορεί να συνεισφέρει στην αναζήτηση της θεωρίας της δημιουργίας που απασχόλησε το θείο του): Εγώ ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, ο γιος του Αθηνοκρίτου (…) Το αίτιο που κάνει να λαμβάνουν ύπαρξη όλα τα πράγματα είναι ο ακατάπαυστος στροβιλισμός, που εγώ τον καλώ αναγκαιότητα…  

[Γκορ Βιντάλ, Δημιουργία, μετάφραση Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 618]

Για τον Γκορ Βιντάλ και: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12.