Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Διακοσιοστό ογδοηκοστό έκτο!

 

Πέρσι 203, φέτος με το σημερινό 286, άμποτε και στα 365 ή στα 366 –αν δίσεκτου. Τα περισσότερα στο “παραλιάκι της Καπερναούμ” –δική μου η ονοματοθεσία∙ ο λόγος, εδώ οι χειμερινοί ζούμε μόνο θαύματα. Κορυφαίο “η γριούλα με το μπαστουνάκι” –από αφήγηση συναδέλφου χειμερινού: «Ήρθε, που λέτε, μία μέρα με το μπαστουνάκι της, δεύτερη με το μπαστουνάκι της, τρίτη, τη δέκατη το πέταξε το μπαστουνάκι της!»

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Λουίς Τριγκασέιρου: Οι εργάτριες στα χωράφια.

Οι καλλιτέχνες αγαπάμε την τέχνη μας περισσότερο από τον εαυτό μας -αυτό, μ' άλλα λόγια, τραγουδάει ο Luís Trigacheiro αποδίδοντας το δημώδες της περιοχής του Αλεντέζου (Alentejo) "Οι εργάτριες στα χωράφια". Από κοντά του και οι άλλοι δύο, ο Μπούμπα Σπίνιου (Buba Espinho) και ο Αντόνιου Ζαμπούζου (António Zambujo, 1, 2, 3).

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Απέχθεια και αποστροφή.

Απέχθεια και αποστροφή

Πορτρέτο φαγιούμ (λεπτομέρεια), που κοσμεί το εξώφυλλο του Περεγρίνου, του
πρόσφατου μυθιστορήματος του Αντώνη Νικολή.

(Στο Περιοδικό των βιβλίων / the books' journal, τεύχος 159, Δεκέμβριος 2024, σελ. 8, ΔΙΑΛΟΓΟΙ)

Για την ακρίβεια, απέχθεια και αποστροφή προς το εθνικό κέντρο.

Νομίζω λίγοι αμφισβητούν την ικανότητά μου να κυριολεκτώ. Με κάθε λέξη μετρημένη, αυτή είναι και η οριστική μου απάντηση: απέχθεια και αποστροφή. Συνειρμικά το εθνικό κέντρο παραπέμπει στο νεοελληνικό κράτος. Και προς τι να τρέφω σφοδρά συναισθήματα, να αιτιώμαι υπουργεία και θεσμούς, για τον λόγο ότι ένα ανεκδιήγητο και όσο ποτέ χαμηλού επιπέδου λογοτεχνικό σινάφι από χρόνια αγνοεί ή ασκεί ποικίλως πολεμική στο έργο μου; Κατ’ αρχάς γιατί δεν υπάρχει οικονομική, πολιτιστική, ευρύτερα κοινωνική δραστηριότητα σ’ αυτό τον τόπο, που αν τη σηκώσεις από κάτω να μη βρίσκεται και πάλι το φαύλο νεοελληνικό κράτος.  

Με το μυθιστόρημα Περεγρίνος το πράγμα έφτασε στο αποκορύφωμά του. Αποτελεί το έκτο εκδομένο πεζό μου, ενημέρωσα περίπου ένα μήνα πριν την έκδοσή του για τα εργαστηριακά του χαρακτηριστικά, εξήγησα διεξοδικά πως συνιστούσε έργο ζωής, υπαινισσόμουν ότι όφειλαν έναν κάποιο σεβασμό έστω στον κόπο των περίπου οκτώ χρόνων αποκλειστικής εργασίας μου. Και εισέπραξα από το όλον σινάφι (τη εξαιρέσει ελαχίστων –ζήτημα δέκα ατόμων) κυριολεκτικά την αποκορύφωση της απαξίωσής του.

Απ’ όλα τα δεκάδες, εκατοντάδες ηλεκτρονικά ή έντυπα περιοδικά, τους ιστότοπους τους περί τη λογοτεχνία ή τις τέχνες γενικά, τα ειδικά ένθετα για γράμματα-τέχνες εφημερίδων κ.τ.ό., δεν πρέπει να ξεπερνούν τα δέκα στα οποία έγινε μια κάποια –προσμετρώ και τις στοιχειώδεις– νύξη ή αναφορά. Γράφτηκαν ελάχιστες παρουσιάσεις-κριτικές, και ευνοήτως απουσίασε από μακρές ή βραχείες λίστες βραβείων, και πώς να αποφύγω τη θυμηδία: τέτοια λαμπρή χρονιά το 2023 για τη νεοελληνική πεζογραφία, δεκάδες έργα καλύτερα, πληρέστερα, πιο ενδιαφέροντα από τον Περεγρίνο!

Αν έχεις γεννηθεί με την κατάρα, το επονομαζόμενο και ταλέντο, το γράψιμο σου διασφαλίζει το να αποφύγεις το ίδρυμα, το φρενοκομείο, αν και κάποτε ούτε κι αυτό, επίσης, η ίδια η δημιουργία, η διαδικασία ως την εντελή μορφή του έργου, αν αυθεντικά ζεις τη λογοτεχνία, χαρίζει τη μύχια ικανοποίηση, πράγματι τη σπάνια και ουσιαστική ανταμοιβή. Όμως δεν είμαστε αποκομμένα ή μονάζοντα σε σκήτες άτομα, και είναι εξωφρενικό να καταλήγουμε εκείνοι οι εργαζόμενοι που όχι μόνο δεν αμείβονται για το έργο τους, αλλ’ αντίθετα εισπράττουν… αρνητική αμοιβή. Με δεδομένη κιόλας τη γενική παραδοχή ότι κίνητρο και αξία άλλη απ’ τον φθόνο δεν ευδοκιμεί στην υπέροχη ετούτη χώρα, στην καλύτερη ν’ ακούς παρηγόριες του τύπου: «Σε τιμωρούν τώρα, για να αντέξουν ότι εσύ θα απολαύσεις τη μετά… θάνατον υστεροφημία».

Ποιος να ντραπεί;

Όμως το λογοτεχνικό έργο είναι η μεγαλύτερη επένδυση για μία γλωσσική κοινότητα. Και μάλιστα μία κοινότητα (γλωσσική, εθνική ή όπως κι αν προσδιοριστεί) η οποία τους τελευταίους δύο αιώνες δεν έχει να επιδείξει άλλη θαυμαστή κατάκτηση πέρα από τη γλώσσα της, εν προκειμένω τη νεοελληνική.

Δεν γράφω εδώ τίποτε εν θερμώ. Είναι κατασταλαγμένος θυμός. Τα λόγια μου τα ζυγίζω, τα σταθμίζω. Κι αυτή τη σελίδα, δίκην διαθήκης, θα την υπερασπίζομαι στο εξής περισσότερο κι απ’ το έργο μου, ή μάλλον ως την κορυφαία σελίδα του έργου μου.

Ζω από επιλογή μακριά από το εθνικό κέντρο, πλέον η απόσταση γίνεται και ψυχική. Και στα όποια πάρε-δώσε μου εφεξής κριτήριο θα είναι η στάση (εντύπου ή ηλεκτρονικού μέσου, ατόμου ή ομάδας) απέναντι στον Περεγρίνο. Σε παράγοντες και παραγοντίσκους, όσους συναπαρτίζουν το σημερινό σινάφι, και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο απαξίωσαν ή αγνόησαν τον Περεγρίνο, δεν θέλω να τους δώσω το χέρι ούτε στα πλαίσια τυπικών συμβατικών συναναστροφών.

Ουδείς ανάξιος σεβασμού, εκτός εάν συστήνεται κάποιος που δεν είναι, που δεν δικαιούται να είναι. Άλλωστε, για ποιο λόγο να μ’ ενδιαφέρει η συνάφεια, η κρίση ή ο έπαινος ατόμου ή ομάδας που δεν έχουν πει ούτε μια καλημέρα στη λογοτεχνία;

Από την εσχατιά του Αιγαίου, ας είναι η σελίδα αυτή η δική μου, του έργου μου θέλω να πω, στηλίτευση της παρασιτικής ύπαρξής τους. Επιεικώς ανεπαρκείς, άσχετοι, ή συμπλεγματικοί μιμητές λογοτεχνών, στελεχώνουν επιτροπές, χώνονται με τον νεοελληνικό τρόπο εδώ κι εκεί, μοιράζονται ωφελήματα (από το φαύλο κρατικό χρήμα) και προπαντός την οίηση ότι δικαιούνται να διαβαθμίζουν λογοτεχνικές αξίες, να καταρτίζουν έως και… λογοτεχνικούς κανόνες!

Τέλος του παιχνιδιού, αγαπητοί. Έτσι κι αλλιώς δεν συνυπήρξαμε ποτέ στο ίδιο σύμπαν θεράποντες της λογοτεχνίας ή λογοτέχνες.

Παντοτινά ξένος,

-ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΗΣ

 Συγγραφέας

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024

Με τη Δοξούλα Παλαμάρα.


Κάπου τεσσερισήμισι ώρες μαζί στο Μπλακ Ντακ της Κλαυθμώνος, είπαμε πολλά, πια και διά ζώσης. Μου είχε εμπιστευτεί και διάβασα την τελευταία και ανέκδοτη ακόμη συλλογή διηγημάτων της που ειλικρινά με ενθουσίασε. Επιτέλους λογοτεχνία νεοελληνική για την οποία δεν έχω κανέναν αστερίσκο, καμία επιφύλαξη. Η Δοξούλα είναι φυσιοδίφισσα, με αφομοιωμένο γνήσιο εμπειρισμό, λεπτότατο χιούμορ: χώνεψε στοιχεία της αγγλικής κουλτούρας σαν μόνο για να εμπλουτίσει την αντίστοιχη νεοελληνική. Όταν διαβάζω νεοελληνική σύγχρονη λογοτεχνία, αν είναι πεζογραφία, το μέτρο στην κρίση μου είναι ο Επιτάφιος του Γιώργου Ιωάννου. Και δυστυχώς, όταν δεν είναι μίμηση λογοτεχνίας (που είναι σε κάθε εποχή η συντριπτική πλειονότητα των κειμένων, βέβαια), συνήθως υστερεί τριάντα ή είκοσι ή στην καλύτερη δέκα χρόνια απ’ τον Ιωάννου. (Αν πρόκειται για ποίηση, το μέτρο μου εκεί ο μέγας Σαχτούρης.) Ε, λοιπόν, η υπό έκδοση συλλογή της Δοξούλας Παλαμάρα στη “δοκιμασία Ιωάννου” τα πηγαίνει μάλλον αρκετά καλά…

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

Όλος ο αέρας νερό!

(...) Έσκυψα, του κατέβασα τα βλέφαρα, του έκλεισα τα μάτια, σήκωσα ένα από τα χράμια, σαν ένα στρωσίδι από χρόνο, μέσα μου το είπα… χρόνινο, και τον σκέπασα.

«Είναι μέρα;» με ρωτάει η Πέργαμοντ.

Σκέπαζα την άκρη του ποδιού του, κοίταξα τη λάμπα. «Νυχτώνει».

«Άρα, δεν θα φορέσουμε στολές. Καλό αυτό. Ή να τις φορέσουμε;»

«Πέθανε πλέον, νομίζω, πέθανε». Είχα ολοκληρώσει την ιδιότυπη μίνι κηδεία που του έκανα.

«Πρώτα όμως θα βρέξει».

«Τι…!» εκπλησσόμουν επιτέλους από κάτι ευχάριστο.

«Γιατί σ’ το υποσχέθηκα…»

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Η Δοξούλα Παλαμάρα ξαναχτυπά!

Με τον δικό της τρόπο, ιδιοσυγκρασιακό όπως αρμόζει, η πολύ καλή λογοτέχνις Δοξούλα Παλαμάρα γράφει και αναρτά στο φμ σημείωμα για Το γυμναστήριο. Τον περασμένο Αύγουστο, θυμίζω, είχε κάνει το ίδιο για τον Περεγρίνο.

Το Γυμναστήριο είναι μια σπαρακτική προσέγγιση στις ψυχικές νόσους, όπως τις βιώνουμε στην εποχή μας. Πότε ως αναγνώστες και πότε ως θεατές καθώς η νουβέλα μετατρέπεται σε ένα άρτιο θεατρικό κείμενο, βλέπουμε χρώματα, σμαραγδί και ραδικί κι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, ακούμε τρυφερές κοριτσίστικες φωνές να εκφράζουν τρυφερές κοριτσίστικες επιθυμίες “μόνο να χαϊδευτούμε ήθελα” και ενήλικες γυναίκες να διαπράττουν ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο συγγραφέας δεν μέμφεται τους ήρωες του. Θύτες και θύματα, σε μια θανάσιμη ‘Ρόδα’ σε ένα ζοφερό Λούνα παρκ, η μάνα συνευρίσκεται με τους αρρενωπούς άντρες με γέλια και χαρές, αφήνει τα παιδιά της, επιστρέφει με λουλούδια, γλυκά και μακαρόνια φιογκάκια, οι κόρες ζουν στερημένες, χωρίς χαρές σε μια εποχή που οι χαρές φαίνονται εύκολες. Λίγο πιο πέρα από τη μπαλκονόπορτα, στο γυμναστήριο, κορμιά νεανικά, ιδρωμένα, με μυς και τατουάζ και λεπτά δακτυλάκια.

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Δημήτρης Τριανταφυλλίδης (1959-2024).


Μεγάλη απώλεια. Η ελευθεροφροσύνη του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη ήτανε ριζωμένη στη θεωρία όσο και στο βίωμα, και γι' αυτό ο λόγος του είχε συχνά το κύρος μαρτυρίας.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Περεγρίνος - το βιβλίο, ένας χρόνος

Περεγρίνος - το βιβλίο, ένας χρόνος

Πορτρέτο φαγιούμ (λεπτομέρεια), που κοσμεί το εξώφυλλο του «Περεγρίνου», πιο πρόσφατου μυθιστορήματος του Αντώνη Νικολή.
Αρχείο
Πορτρέτο φαγιούμ (λεπτομέρεια), που κοσμεί το εξώφυλλο του «Περεγρίνου», πιο πρόσφατου μυθιστορήματος του Αντώνη Νικολή.

Διατηρώ από το μακρινό 1996 καταγραμμένες μέχρι κεραίας τις επαφές μου με την… πολιτιστική πανίδα των Αθηνών –σκέφτομαι συχνά αν επιμεληθώ αυτές τις σημειώσεις θ’ αποτελούσαν ίσως τη σημαντικότερη μαρτυρία μου: αφού απομακρύνθηκα στην εσχατιά μιας επικράτειας-παρωδίας (αλλά και οιονεί νεκρής γλώσσας), ένας λόγος για να αποφύγω τα μηχανήματα που κόβουν κεφάλια, ένας δεύτερος για να οικονομήσω καλύτερα το όποιο έργο μου, ύστερα επιστρέφοντας κατά τακτά διαστήματα τι εισέπραττα εκεί, στο ούτως ειπείν εθνικό κέντρο… Ξεχωριστό κεφάλαιο αυτής της… αναχώρησης, από πολλές απόψεις, ο Περεγρίνος. Επετειακά, κάθε 22 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας του βιβλίου, λέω να συντάσσω την ετήσια κίνησή του (σε τίτλους οι πληροφορίες, προς το παρόν), ένα είδος Ημερολογίου του Περεγρίνου. Ημερολόγιο που είμαι σίγουρος θα καταγράφεται κι αφότου εκλείψω. Γιατί ο Περεγρίνος υφίσταται, υπάρχει. Και να ληφθεί υπόψη, έργα της κατηγορίας του Περεγρίνου ο φθόνος τα δροσίζει, η πονηρά σιωπή τα τρέφει.

Θα προσπαθήσω να παραθέσω τα συμβάντα πριν και κατά τον χρόνο που πέρασε μετά την κυκλοφορία δίχως σχόλια.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Εστέτ, πλην ηθικολόγοι.

Ηλεία: Λευκό μπαρόκ σαλονάκι για αρχόντους προσφέρει εστέτ μπιτσόμπαρο της  Κουρούτας

Μ’ όση επίφαση καλλιέργειας αισθητικής ή και ευρύτερης, μ’ όσα ερανίσματα δώθε-κείθε σπουδαία, μ’ όσες φιοριτούρες, κάθε απόπειρά τους κάπως βαθύτερα κάτι να εκφράσουν καταλήγει σχεδόν μοιραία σε μια ακόμη ηθικολογία. Τι κρίμα, τι άδικο που δεν έζησαν αυτοί –κι απ’ όση θολή εξουσία περιβλήθηκαν, δεν κέρδισαν παρά τις συνήθεις κολακείες– μια στιγμή γνήσια δική τους στη λογοτεχνία ή την τέχνη… Μόνο λογοπαίγνια και ρητορικές περικοκλάδες.

Τελικά, ο πρώτης γενιάς μικροαστός, στο μεδούλι του, δύσκολα είναι κάτι άλλο από ένας ανασφαλής.