Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

GUSTAVE FLAUBERT: Μπουβάρ και Πεκυσέ.



Από τα έργα του, μόνο το "Μπουβάρ και Πεκυσέ" είχα αφήσει τσαλακωμένο κάπου στη μέση, πρέπει λίγο πριν από το '90. Πρώτα τη Σαλαμπώ, έπειτα τη Μαντάμ Μποβαρύ, τα Τρία Διηγήματα, την Αισθηματική Αγωγή (μ' αυτήν άντεξα το κέντρο νεοσυλλέκτων, και ολόκληρα κομμάτια της μου ανακαλούν σκοπιές στο στρατόπεδο και σ' ένα φυλάκιο έξω από την Κόρινθο, δε θυμάμαι πού ακριβώς), τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου, προτελευταίο. Για το "Μπ. και Πε." δεν είχα την ηλικία ή την ωριμότητα (αυτού που μπορεί να διαβεί το κατώφλι ενός τόσο απαιτητικού εργαστηρίου). Όμως, ένα - ένα, με τη σειρά.


Να πω κατ' αρχάς πόσο ζηλεύω όσους δε διάβασαν ακόμα Φλωμπέρ, την απόλαυση της ανάγνωσης που τους περιμένει.
Έπειτα, γιατί παραζόρισαν τα πράγματα (το μποτιλιάρισμα, η υφέρπουσα επιθετικότητα, η δυσπραγία και η αδράνεια από τον πολύ λαϊκισμό κ.λπ.), και καθώς σάρωνα τα ράφια της βιβλιοθήκης για κάτι αδιάβαστο ή ξεχασμένο αρκετά, (με αφήγηση όμως τόσο υλική, που όταν προσπερνάς έστω και μια πρόταση, να σκοντάφτεις) ξανάπεσε το μάτι μου εκεί.
Το ξεφύλλισα όρθιος, από την πρώτη παράγραφο με απορρόφησε. Μέχρι να το τελειώσω, έχασα δυο - τρεις νύχτες τον ύπνο μου. Το χαιρόμουνα φράση - φράση, αλλά κι όσο αναλογιζόμουν σε τι εργαστήρι είχα τρυπώσει, δε σήκωνα κεφάλι.
Αλλά τι είναι αυτό το βιβλίο, τελικά; Πολύ δύσκολο να απαντηθεί.
Μια πολύ πρώιμη στιγμή της νεωτερικότητας; Όμως αυτό ισχύει για το σύνολο σχεδόν του έργου του Φλωμπέρ.
Να δώσω λίγο την (τυπική) πλοκή του: μια ζεστή Κυριακή δύο τύποι περπατούν στο βουλεβάρτο του Μπουρντόν. Συγκλίνουν ερχόμενοι από διαφορετικές κατευθύνσεις, καθίζουν την ίδια στιγμή στο ίδιο παγκάκι.
"Για να σφουγγίσουν τα μέτωπά τους, έβγαλαν τα καπέλα τους, και τ' απόθεσαν καθένας πλάι του. Έτσι ο κοντός αντίκρισε γραμμένο μες στο καπέλο του διπλανού του: Μπουβάρ, ενώ εκείνος ξεχώριζε άνετα, μες στο κασκέτο με τη ρεδιγκότα, τ' όνομα Πεκυσέ.
-Για δες, είπε, είχαμε την ίδια ιδέα, να γράψουμε μες στα καπέλα μας τ' όνομά μας.
-Μα ναι, εμένα θα μπορούσαν να μου το πάρουν στο γραφείο μου!
-Το ίδιο και μένα. Είμαι υπάλληλος.
Κοίταξαν τότε ο ένας τον άλλο."
Εργάζονταν ως αντιγραφείς σε γραφεία (αντ' αυτών τα φωτοτυπικά σήμερα). Μια κληρονομιά εξ ουρανού στον έναν, η φιλία τους που ριζώνει ήσυχα σαν συζυγία διδύμων (ο Μπαρτ τους χαρακτηρίζει είδωλα σε καθρέφτη), και σταδιακά θα δραπετεύσουν από το Παρίσι στην έκταση με το μικρό πύργο που θα αγοράσουν στη Σαβινιόλ. Εκεί μ' έναν ακατανόητο όσο και ακατάβλητο ενθουσιασμό θα περάσουν σχεδόν απ' όλες τις επιστήμες, πνευματικές ή άλλες δραστηριότητες της εποχής. [Είναι εξουθενωτικό και να τις παραθέσει κανείς ονομαστικά: γεωργία, δενδροκομία, ειδικές καλλιέργειες, χημεία, ανατομία, φαρμακευτική, αστρονομία, δημιουργία της φύσης, φυσιολογία ζώων, γεωλογία, ευγονική / αφύσικα ζευγαρώματα, αρχαιολογία (μεσαιωνική και κελτική με ειδίκευση σε φαγέντσες), ιστορία της επανάστασης (του 1789), γενικότερα ιστορία, μυθιστορήματα (ιστορικά, ερωτικά, χιουμοριστικά, περιπετειών), θεατρικά έργα, σύγχρονη τραγωδία, κωμωδία, ηθοποιία, θεατρική συγγραφή, πρόζα / μελέτη γραμματικής και σύνταξης, αισθητική, πολιτική δράση, βουλευτιλίκι, πολιτική (επιστήμη και οικονομία), έρωτας, γυμναστική, μαγνητισμός / θεραπευτική με μαγνητισμό, πνευματισμός, εμφάνιση πνευμάτων, αναζήτηση θησαυρού με μαντική ράβδο, μεταφυσική, φιλοσοφία, ψυχολογία, γνώση του θανάτου, αυτοκτονία, θρησκευτικά κείμενα, οι αρετές, σπουδή και άσκηση ως την ευλάβεια, ο μυστικισμός, η βίβλος, οι προφήτες, η αγωγή, φρενολογία, κρανιοσκοπία, διδασκαλία (επιστημών, ηθικής, μουσικής), σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, πολεοδομία, διδασκαλία ενηλίκων.]
Κάθε φορά φτάνουν σ' ένα αδιέξοδο, πολύ σπάνια δυσανασχετούν, ξεκινούν την επόμενη μανία τους. Απ' αυτήν την άποψη θα μπορούσε να είναι και κάτι σαν "οι περιπέτειες του Μπ. και του Πε.", σε συνέχειες.
Γυρεύουν το νόημα της ζωής; Το βρίσκουν στους λαβυρίνθους της γνώσης, της εμπειρίας;
Στο τέλος ολότελα αποτυχημένοι, όμως όχι δυστυχείς ούτε συντριμμένοι, θα επιστρέψουν στην πρώτη τους εργασία. Ν' αντιγράφουν σαν άλλοτε. (Η τελευταία φράση των σημειώσεων του Φλωμπέρ, -δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει.)
Χρειάστηκε να μελετήσει ασφαλώς μία τεράστια βιβλιογραφία, και κατά τη μέθοδό του, για να δοκιμάσει από κοντά τις εμπειρίες των ηρώων του, να διεξαγάγει πολλή έρευνα και αυτοψίες. Φέρ' ειπείν, έψαξε εωσότου εντόπισε ένα "βλακώδες πλάτωμα, ανάμεσα στην Καν και τη Φαλαίζ", τον τόπο όπου θα διέμεναν οι Μπ. και Πε..
Ο ίδιος χαρακτηρίζει το κείμενό του: ένα είδος κριτικής εγκυκλοπαίδειας σε φάρσα. Και είναι συχνά κωμικό. Ακόμα και ειρωνικό. Σ' ένα από τα γράμματά του, σημειώνει, "ο αναγνώστης δε θα μάθει ποτέ αν τον κοροϊδεύουν ή όχι".
Και μερικές ακόμα μαρτυρίες από τον ίδιο. Νεαρός πολύ, θα γράψει: η ζωή μου είναι μία σκέψη... Αλλά και αργότερα: κανείς δεν έχει "εισπνεύσει" τους άλλους περισσότερο από μένα. Ρούφηξα κοπριές, μ' έπιασε συμπάθεια για πολλά πράγματα που δε συγκινούσαν τους ευαίσθητους. Ή αλλού: το ποταπό μ' αρέσει, είναι το υπέροχο αντεστραμμένο.
Ζει μέσα από τους ήρωές του. Εξ ου και η περίφημη φράση του: η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ!
Για τον Μπ. και τον Πε. θα πει: με την περιέργειά τους η νοημοσύνη τους αναπτύσσεται. Έχοντας περισσότερες ιδέες, είχαν περισσότερα βάσανα.
Από την άποψη της γραφής ή του ύφους, είμαστε, νομίζω, όσο σε κανένα από τα προηγούμενα βιβλία του στην εσώτερη αίθουσα του εργαστηρίου του. Ο αφηγητής πρώτα: αντικειμενικός εξωτερικός παρατηρητής και ταυτόχρονα στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του. Όσο για τα πρόσωπα, λόγω της απάθειας του αφηγητή τους, και δεν αντιλαμβάνονται ότι τα παρατηρούν, και επίσης, αυτό που λένε δεν είναι ούτε αυτό που είναι ούτε αυτό που θέλουν.
[Παρεμπιπτόντως, όχι μόνο η μισή σύγχρονη δραματουργία είναι ακριβώς αυτό: η πολύ τεθλασμένη σχέση του λόγου ενός προσώπου με την όποια συνείδηση του εαυτού του, αλλά και μεγάλοι σταθμοί, όπως η Λιουμπόβ στο Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ (ας μου επιτραπεί, παρόλο που δεν έκανα κάποια ειδική μελέτη) μοιάζει κοντινή απόγονος της Μαντάμ Μποβαρύ, αλλά και το ζευγάρι Βλαδίμηρος και Εστραγκόν από το Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ παραπέμπει, νομίζω, ευθέως στον Μπ. και τον Πε., υπάρχει άλλωστε και η δήλωση του Μπέκετ (που εύγλωττα συνδέει τα δύο έργα) για το ότι θαύμαζε στον Φλωμπέρ "την ικανότητά του όχι να επινοεί ήρωες αλλά να δημιουργεί καταστάσεις που ανάγουν τους χαρακτήρες του σ' ένα επίπεδο κοινοτοπίας αντάξιό τους".]
Αλλά να επιστρέψω στο εργαστήριο: κυνηγάει την επανάληψη των λέξεων και τυραννάει πολύ τις μεταβάσεις. Συχνές οι μονολεκτικές παράγραφοι. Σ' αυτές κυρίως απέδιδε ο Προυστ τη μαστοριά του Φλωμπέρ στην εντύπωση του χρόνου. Ή, πάλι ο Προυστ, θα μιλήσει για την τέχνη του στη φράση: η ειδική ουσία της φράσης Φλωμπέρ.
Ο Μπαρτ, από το Μπ. και Πε. περισσότερο ορμώμενος, χαρακτηρίζει τον Φλωμπέρ νεωτερικό, γιατί φτάνει στην παραφροσύνη που δεν είναι παράσταση, μίμηση, ρεαλισμός, αλλά παραφροσύνη της γραφής, τρέλα του λεκτικού σημειωτικού συστήματος.
Το Μπ. και Πε. συχνά προξενεί ένα είδος αμηχανίας: άραγε γιατί γράφτηκε, σε τι αποσκοπούσε, ποια ήταν η απεύθυνσή του (που διερωτώνταν απορρίπτοντάς το ο Σατρ). Να απαντήσει κανείς εδώ ότι αυτά τα ερωτήματα δεν απαντήθηκαν ποτέ ούτε για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή ούτε για τη Μήδεια του Ευριπίδη, στην παραγματικότητα ούτε καν για τα έπη του Ομήρου.
Το Μπ. και Πε. εκδόθηκε μετά το θάνατο του Φλωμπέρ (5 Μαΐου του 1880, 58 ετών). Οι λιβελλογράφοι δεν ορρώδησαν ουδέ προ του νεκρού: "Αλίμονο! Δεν πήρε, δυστυχώς, μαζί του το βιβλίο του Μπ. και Πε., που μας μένει, και που μπορούμε να το βάλουμε για σταυρό πάνω από τον τάφο του". (Μπαρμπέ ντ' Ωρεβιγύ το όνομα του λιβελλογράφου.)

Να γιατί πρέπει, φίλοι συνάδελφοι, -για να καταλήξω και κάπου- να αφήνουμε πότε-πότε να μας γράφουν και κάνα λίβελλο. Αν τύχει σε κάποιον επάλληλο άλλον κόσμο και συναντηθούμε με κανένα Φλωμπέρ, όχι τίποτα, να έχουμε τα μούτρα να του συστηθούμε.

[Γκυστάβ Φλωμπέρ, Μπουβάρ και Πεκυσέ, μετάφραση Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδόσεις Ηριδανός 1982.]