Αιφνιδίως κάτι πάθαν όλοι κι αρχίσαν να ξεβρακώνουν το "πόσο" στο "πόσο μάλλον". Το γράφουν πλέον: πόσω.
Συγχωρήστε μου την αρμοδιότητα, την ιδιότητά μου του κλασικού φιλολόγου εννοώ.
Στην κλασική αττική υπάρχει η δοτική του ποσού (του μέτρου ή της διαφοράς). Με την εν λόγω δοτική συντάσσονται λέξεις με παραθετική σημασία, κυρίως επίθετα ή επιρρήματα στο συγκριτικό βαθμό. Π.χ.: Τοσούτω ήδιον ζω, όσω πλείω κέκτημαι. (Τόσο πιο ευχάριστα ζω, όσο περισσότερα αποκτώ.) Πολλώ κρείττον εστιν εμφανής φίλος ή χρυσός αφανής. (Πολύ καλύτερος ο φανερός φίλος από το κρυφό χρυσάφι.)
Αργότερα τη δοτική του ποσού υποκατέστησε η αιτιατική του ποσού ή το ποσοτικό επίρρημα, π.χ.: πολύ, ολίγον, πλέον, όσον. Έτσι και στην ομιλουμένη σήμερα: Πολύ / λίγο χειρότερα ή καλύτερα, είναι λίγο πιο ψηλός από μένα, κ.τ.ό.. Όλο το ζήτημα είναι η φράση - αρχαϊκό κατάλοιπο: πολλώ μάλλον (πολύ περισσότερο), που βέβαια είναι δοτική, δεν μπορεί παρά να γράφεται με ωμέγα. Αλλά το πόσο μάλλον, γιατί; Να γράφουμε μήπως και πόσω περισσότερο; Και (ο)λίγω καλύτερα; Και όσω πιο αγράμματος ο Νεοέλληνας τόσω περισσότερο και γλωσσαμύντορας;
Θυμάμαι, κάποια στιγμή, τηλεοπτικός αστήρ της δημοσιογραφίας, πάνε χρόνια, εκστομίζει το "εις επίρρωσιν". Λέω, αμάν, τώρα τη βάψαμε. Δε θα περάσει έτος και θα καταντήσει τσίχλα η επίρρωσις. Ποιο έτος; Ούτε μήνας κι άλλο από το "εις επίρρωσιν" δεν άκουγες. Τόσα χρόνια, κι ακόμα να ξεθυμάνει.
Συγχωρήστε μου την αρμοδιότητα, την ιδιότητά μου του κλασικού φιλολόγου εννοώ.
Στην κλασική αττική υπάρχει η δοτική του ποσού (του μέτρου ή της διαφοράς). Με την εν λόγω δοτική συντάσσονται λέξεις με παραθετική σημασία, κυρίως επίθετα ή επιρρήματα στο συγκριτικό βαθμό. Π.χ.: Τοσούτω ήδιον ζω, όσω πλείω κέκτημαι. (Τόσο πιο ευχάριστα ζω, όσο περισσότερα αποκτώ.) Πολλώ κρείττον εστιν εμφανής φίλος ή χρυσός αφανής. (Πολύ καλύτερος ο φανερός φίλος από το κρυφό χρυσάφι.)
Αργότερα τη δοτική του ποσού υποκατέστησε η αιτιατική του ποσού ή το ποσοτικό επίρρημα, π.χ.: πολύ, ολίγον, πλέον, όσον. Έτσι και στην ομιλουμένη σήμερα: Πολύ / λίγο χειρότερα ή καλύτερα, είναι λίγο πιο ψηλός από μένα, κ.τ.ό.. Όλο το ζήτημα είναι η φράση - αρχαϊκό κατάλοιπο: πολλώ μάλλον (πολύ περισσότερο), που βέβαια είναι δοτική, δεν μπορεί παρά να γράφεται με ωμέγα. Αλλά το πόσο μάλλον, γιατί; Να γράφουμε μήπως και πόσω περισσότερο; Και (ο)λίγω καλύτερα; Και όσω πιο αγράμματος ο Νεοέλληνας τόσω περισσότερο και γλωσσαμύντορας;
Θυμάμαι, κάποια στιγμή, τηλεοπτικός αστήρ της δημοσιογραφίας, πάνε χρόνια, εκστομίζει το "εις επίρρωσιν". Λέω, αμάν, τώρα τη βάψαμε. Δε θα περάσει έτος και θα καταντήσει τσίχλα η επίρρωσις. Ποιο έτος; Ούτε μήνας κι άλλο από το "εις επίρρωσιν" δεν άκουγες. Τόσα χρόνια, κι ακόμα να ξεθυμάνει.