Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 17) Ξανά εισαγωγικές.



Εξεταζόμουν με το παλιό τότε σύστημα εισαγωγής –σ’ εμάς, αν θυμάμαι καλά, είχε δοθεί ένα ποσοστό 30% στο σύνολο των εισακτέων-, με αρχαίο κείμενο καθ’ υπαγόρευση, όλη την ελληνική αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη ιστορία δίχως σχολικό εγχειρίδιο–ορισμένη εξεταστέα ύλη, με λατινικό άγνωστο -μας το υπαγόρευαν κι αυτό. Τα εξεταστικά κέντρα για τις εισαγωγικές με το παλιό σύστημα ήτανε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μόνο, και καθώς τα χαρτιά μου τώρα τα είχα υποβάλει στα Γιάννενα, θα εξεταζόμουν σε γυμνάσιο στα Σεπόλια, στην Αθήνα. Με συνόδευε ο συγκάτοικός μου Δημήτρης Μποσνάκης, ο οποίος άριστος και πολύ συνεπής φοιτητής, για να μου συμπαρασταθεί, θα έστελνε μαθήματά του στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου.
Τόσο σημαδιακά όλα. Θυμάμαι και το ΚΤΕΛ κατεβαίνοντας Αθήνα, κάποιες στροφές πριν απ’ το Αντίρριο, τις σκέψεις με το βλέμμα στις πλαγιές, στο φεριμπότ ύστερα. Ψάξαμε για φτηνό κατάλυμα, αρχικά σ’ ένα ξενοδοχείο, το λέγανε μάλλον Ρέα, διαγωνίως απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης, βρήκαμε μέχρι καπότες χρησιμοποιημένες κάτω απ’ τα κρεβάτια, φύγαμε από κει, μείναμε τελικά σ’ ένα μικρότερο, καθαρότερο, περίπου στην ίδια απόσταση απ’ τον σταθμό. Ψωνίζαμε από σουπερμάρκετ για φαγητό, κοιμόμουν ελάχιστα, λόγω της ολιγόμηνης προετοιμασίας μου είχα πολλά κενά και ανάλογο άγχος.
Ο Δημήτρης με περίμενε απέξω, στον περίβολο του γυμνασίου, μαζί με τις συνήθεις μανάδες. Απ’ το πρώτο εξεταζόμενο μάθημα κιόλας πιάσανε κουβέντες με μια διπλανή του, «Κοίτα, η κόρη μου, η άχρηστη, δίνει τρίτη φορά, το αποκλείω να τα καταφέρει», ο ελάχιστος πρόλογος, «εγώ, λοιπόν, είμαι από την Κάλυμνο –ξέρεις, όπου δίπλα στην Κάλυμνό μας είναι ένα νησάκι, η Κως…» για να συνεχίσει με μακροσκελή υποτιμητικά σχόλια για το νησί και τους κατοίκους του. Με το που βγήκα, έτρεξε ο Δημήτρης να με προλάβει μη μου ξεφύγει πως ήμουν απ' την Κω, «μου συγκολλήθηκε μία, δεν έχει άλλη κουβέντα, σας βρίζει». Δεν με παραξένευε. Όταν παίζαμε πόλεμο, παιδιά στο δημοτικό, οι αντίπαλοι στρατοί ήτανε πάντοτε οι Κώοι εναντίον των Καλύμνιων, ποτέ οι Έλληνες εναντίον των Τούρκων ή των Γερμανών, ας πούμε. Ποιος θα το έλεγε, πάντως, κοντά τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Δημήτρης πάλι, θα πρωτοστατούσε στο στήσιμο του αρχαιολογικού μουσείου της Καλύμνου, ενός από τα πιο ενδιαφέροντα του Αιγαίου.   
Απ’ τα θέματα των εξετάσεων θυμάμαι στο άγνωστο των αρχαίων ένα ἃν [<+ ἀν, αυτά τα οποία αν], με κράση αναφορικοϋποθετικό εισαγωγικό, καθοριστικό στην ανάλυση και αντίληψη του κειμένου, και στα λατινικά ένα summus: μας ζητούσαν τα παραθετικά του, δεν το ήξερα, παρά μόνο την ερμηνεία στο ονοματικό σύνολο summus deus, ο υπέρτατος θεός, άρα ίσως είχε σχέση με το super (supermarket), έφτιαξα αυθαίρετα το... λατινοφανές επίθετο super-us, κατά τον κανόνα τον συγκριτικό του, super-ior, και εντέλει ήτανε σωστό –τι χαρά όταν μου το επιβεβαίωσε απέξω ο Δημήτρης! Στα αρχαία έγραψα 19,5, στα λατινικά 18,5. Τα λατινικά, που πρέπει να ήτανε και το τελευταίο από τα εξεταζόμενα μαθήματα, μια μέρα με αφόρητο καύσωνα, 45 βαθμούς υπό σκιάν, πήγαμε για λίγη δροσιά στον Αι Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη, ιδρώναμε κι εκεί. Στο ΚΤΕΛ της επιστροφής, το απομεσήμερο της ίδιας μέρας, δεν είχε κλιματισμό στα λεωφορεία τότε, ο κόσμος κάπνιζε, λιώναμε. Έπρεπε να γυρίσουμε στη βάση μας, ο Δημήτρης να δώσει όσα μαθήματα προλάβαινε, ύστερα θα κατηφορίζαμε με σκηνή και σλίπινγκ μπαγκ για τις Κυκλάδες, ίσαμε να βγουν τ' αποτελέσματα.
Κύθνος, Σέριφος, Αμοργός, Σίκινος (στη Σίκινο μας φιλοξένησε οικογένεια συμφοιτήτριας του Δημήτρη –τους συστήθηκα φοιτητής της ιατρικής -συνεννοημένοι με τον Δημήτρη-, πράγμα που μας διασφάλισε πολύ πιο γενναιόδωρη φιλοξενία, ιδίως και δίχως προσχήματα προς εμένα), ίσως κατεβήκαμε και σε άλλα νησιά, καταλήξαμε στη Φολέγανδρο, σε κολπίσκο κοντά στο λιμανάκι του νησιού, ένα είδος… αυτοδιαχειριζόμενου κάμπινγκ. Είναι καλοκαίρι του 1982, οι Κυκλάδες ακόμα παρθένες, ένα μπακάλικο συνήθως στην εκάστοτε Χώρα, με κονσέρβες, ξινομυζήθρα από ντόπιες μάντρες, τυποποιημένα μπισκότα-σοκολάτες, καμιά ντομάτα, κανένα φρούτο, ψωμί αγοράζαμε από ξυλόφουρνους, που τους καίγανε με ρίζες αστοιβές και θυμάρια. Κόβαμε το στόμιο ενός πλαστικού μπουκαλιού, δέναμε ένα σχοινί, το μετατρέπαμε σε κουβά, ανεβάζαμε από πηγάδια νερό, λουζόμαστε. Και διαβάζαμε πολύ. Τα ωραιότερα μυθιστορήματα της ζωής μου –κάτω από αλμυρίκια ή κάτω από σκιερά γείσα βράχων.
Μα εκείνον τον κολπίσκο στη Φολέγανδρο, μαζί μ' ένα σωρό λεπτομέρειες, δεν θα τον ξεχάσω ποτέ μου. Το ζευγάρι τους Ολλανδούς παραδίπλα μας, φέρ' ειπείν, ξαπλωμένους, εκείνος πολύ εύσωμος, με την μπουτάρα διπλωμένη πάνω απ' τη λεκάνη του λεπτοφυούς κοριτσιού, θα την σκοτώσει να μουρμουρίζουμε εμείς, ήτανε τα χρόνια με τις τσούχτρες στις ακτές του Αιγαίου, ένα πρωί ο ίδιος Ολλανδός τσίριζε απ' το τσίμπημα, τσαλαβουτούσε πελώριος, έβγαινε απ’ το νερό με κατακόκκινο τον έναν ώμο. Τι σου είναι όμως η μνήμη, μολονότι ο κολπίσκος ήτανε σίγουρα γυμνιστών, δεν θυμάμαι κανέναν μας γυμνό! Σκηνές με πασσαλάκια, με γκαζάκια για τον καφέ ή για κανένα πρόχειρο μαγείρεμα, πολλές σκηνές και κόσμος, αντισυμβατικός εν γένει κόσμος, αναρχοαυτόνομοι-φρικιά, δεν λέγονταν πια χίπηδες, μολονότι αυτής της συνομοταξίας. Ανάμεσα στο λιμανάκι και τον κολπίσκο υπήρχε καφενείο-εστιατόριο, για κανένα ποτό ή πιάτο ή δροσερή παρτίδα τάβλι, εντωμεταξύ διαδόθηκε η περίπτωσή μου, ήμουν ο τύπος που παράταγε την ιατρική για τη φιλολογία, κάποιοι με περιεργάζονταν με απορία.
Για τα αποτελέσματα –μεταδίδονταν ραδιοφωνικά- είχαμε εφοδιαστεί με τρανζιστοράκι. Τη μέρα που πια θα ανακοινώνονταν οι λίστες με τους επιτυχόντες, απ’ την αγωνία πήρα δρόμο για τον δίπλα κολπίσκο, λέω του Δημήτρη έλα να με φωνάξεις στην περίπτωση που πέρασα, διαφορετικά, αν δω κι αργείς, θα σύρω τα πόδια μου πίσω μόνος. Κοίταζα προς την κορφή, απ’ το σημείο στα βράχια που καθόμουν στραβολαιμιάστηκα, η ώρα κυλούσε, ο Δημήτρης δεν φαινόταν. Απελπισμένος αποφάσισα να επιστρέψω, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, δεν έβλεπα πού πάταγα, προφανώς είχανε καθυστερήσει τα αποτελέσματα, όλοι τους, Έλληνες – ξένοι, στεκόντουσαν γύρω από το τρανζιστοράκι και τη σκηνή μας. Σε λίγο θα το άκουγα κι ο ίδιος: Νικόλης Αντώνιος του Χαραλάμπους, και άι στο διάολο πάλι ο λάθος τόνος, Νικόλης με είχαν διαβάσει και στα αποτελέσματα της ιατρικής! Πανηγύριζε όλη η κατασκήνωση.
Δεν μας είχε μείνει, βέβαια, φράγκο. Ένα ζευγάρι σκηνίτες–γείτονες, φοιτητές της Παντείου αν θυμάμαι καλά, η Αννίτα και ο Γιώργος, δεν είμαι σίγουρος για τα επίθετά τους, τι κρίμα που χαθήκαμε (σαστίζει κανείς κι απ’ τη χαρά του, χάνει ανθρώπους και στιγμές), μας χάρισαν τα ναύλα να γυρίσουμε Αθήνα. Στο Παγκράτι είχαμε ένα μαγαζί εκείνα τα χρόνια, το νοικιάζαμε, ειδοποίησα τους δικούς μου ότι επέστρεφα στο νησί ταπί, θα πήγαινα να πάρω το ενοίκιο, οκτώμισι χιλιάδες δραχμές (όταν ο βασικός ήτανε γύρω στις δώδεκα). Και πόσο πολύ μπορεί να πεινάγαμε... Τα φάγαμε σχεδόν όλα –κυριολεκτικά τα φάγαμε, τα ξοδέψαμε σε φαγητό- μέσα σε δυο μέρες. Το ίδιο βράδυ στην Αθήνα, λέω του Δημήτρη, κερνάω μπουζούκια απόψε, είχα πρωτακούσει στο Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι για τα μπαλέτα του Άλβιν Έιλι, εμφανίζονταν εκείνες τις μέρες στο Ηρώδειο. Φτάσαμε στην Αρεοπαγίτου, είχανε πουληθεί τα σχετικά οικονομικά εισιτήρια, για τα ακριβά μάς έλειπε ένα εικοσάρικο, ακυρώσεις δεν γίνονταν, ήτανε η εποχή της «Αλλαγής» να θυμίσω, άνεμος σοσιαλιστικής ανεμελιάς φύσαγε κι ελάφραινε τα μυαλά των Νεοελλήνων, σταμπάρω έναν αστυνομικό, λέω του Δημήτρη, κοίτα, εσύ που δείχνεις πιο λαϊκό παιδί πήγαινε ζήτα του το εικοσάρικο, πες είμαστε φοιτητές και δεν μας φτάνουν τα χρήματα για την παράσταση, οι μπάτσοι κάνουν πια τα πάντα να τους περνάνε προοδευτικούς και φιλονεϊστές… Και πράγματι, ο αστυνομικός, ένας προσηνής άνθρωπος μας χάρισε δίχως δεύτερη σκέψη το εικοσάρικο, που όμως λίγο αργότερα, γιατί πετύχαμε και οικονομικότερα εισιτήρια, θα του το επιστρέφαμε. Αλλά και πόση η έξαρση, πόση η μαγεία το βράδυ εκείνο με τις χορογραφίες του Alvin Ailey!
Σκόπευα να ανακοινώσω τα συμβάντα ο ίδιος αυτοπροσώπως στην οικογένεια, σαν θα κατέβαινα στο νησί. Τηλεφώνησα στη Νίτσα να τη ρωτήσω τα νεότερα κάτω –τον Θανάση θα τον έφερνα σε δύσκολη θέση, να μου απαντάει εις επήκοον των γονιών μας. «Έλα, όλα εντάξει», μου λέει η ξαδέλφη μου, «Τα μάθανε, το ξέρουνε. Γιατί δεν φτάνει που πέρασες, βρε αθεόφοβε, πέρασες και πρώτος!» (Συνεχίζεται.)


(Ο Δημήτρης Μποσνάκης, 1985, στη Βασιλεία, υπότροφος του ελβετικού κράτους για την εκπόνηση της διατριβής του στην κλασική αρχαιολογία.)

(Με τον Δημήτρη, Χριστούγεννα του 1987, λίγες εβδομάδες προτού παρουσιαστώ νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο, μονοήμερη στο Σάλτσμπουργκ, μας φιλοξενεί στο Μόναχο ο αδελφός μου Θανάσης, υπότροφος με τη σειρά του του γερμανικού κράτους για τη διατριβή του στα μαθηματικά.)